Ο Αργυροτσικνιάς είναι κοσμοπολιτικό καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Ερωδιιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Ardea alba και περιλαμβάνει 4 υποείδη. [1]
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Ardea alba alba Linnaeus, 1758. [1].
Η επιστημονική ονομασία του γένους Ardea είναι λατινική, [3] έχει αποδοθεί στην ελληνική γλώσσα ως ερωδιός και, πιθανότατα, προέρχεται από μετατροπή του α σε ε από την λέξη αρωδιός, δηλαδή [ardea> αρωδιός> ερωδιός]. Η κατάληξη -ιός, συναντάται ως επίθημα και σε άλλες ονομασίες πτηνών π.χ. αιγωλιός, χαραδριός, κ.α. Η γραφή ερῳδιός, με υπογεγραμμένη στον Ηρωδιανό πρέπει να είναι υστερογενής και να οφείλεται σε αναλογία με τα επίθετα σε -ίδιος. [4]
Ο όρος alba «λευκός», στην επιστημονική ονομασία του είδους παραπέμπει στο λευκό πτέρωμα του πτηνού.
Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο (Σουηδία, 1758), υπό την τωρινή του επιστημονική ονομασία. [5] Παλαιότερα, ο αργυροτσικνιάς είχε καταχωρηθεί στο γένος Egretta. Επίσης υπήρχαν διαφωνίες μεταξύ των ερευνητών για το εάν έπρεπε να καταχωρηθεί στο μονοτυπικό γένος Casmerodius, κάτι που παραμένει ως πρόταση ακόμη και σήμερα. Ωστόσο, η ITIS και η κατά Howard & Moore ταξινομική, με δεδομένα DNA που φέρουν το πτηνό πλησιέστερα στο Ardea, το καταχωρούν στο γένος Ardea, θεωρώντας τα Egretta και Casmerodius ως συνώνυμα. [6][7]
Ο αργυροτσικνιάς είναι κοσμοπολιτικό ηπειρωτικό είδος, δηλαδή ζει, αναπαράγεται και μετακινείται σε όλες τις ηπείρους, εκτός από τις ακραίες περιοχές των δύο ημισφαιρίων. Στην Ευρώπη, ωστόσο, δεν είναι τόσο κοινό είδος όσο στις άλλες ηπείρους, ερχόμενος μόνο τα καλοκαίρι για να αναπαραχθεί σε πολύ περιορισμένους θύλακες, ή τον χειμώνα στην περιοχή της ΝΑ. Μεσογείου για να διαχειμάσει. Είναι χαρακτηριστικό ότι απουσιάζει από την Ιβηρική Χερσόνησο και από όλες τις περιοχές βόρεια του κεντρικού τμήματος της ηπείρου.
Στην Ασία η εξάπλωσή του περιλαμβάνει όλες τις περιοχές νότια των αχανών εκτάσεων της Ρωσίας και της Σιβηρίας, αλλά αποφεύγει τη Μέση Ανατολή, εκτός από κάποια τμήματα του Περσικού Κόλπου. Η Κίνα, η Ν. Ιαπωνία, η Ινδοκίνα, η Ινδία και η Ινδονησία, συμπεριλαμβάνονται στις ασιατικές αναπαραγωγικές του επικράτειες.
Η Αφρική είναι, επίσης, επικράτεια όπου ζει και αναπαράγεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, με εξαίρεση τη Σαχάρα και τις γύρω χώρες, καθώς και την περιοχή της Ναμίμπια και της ΒΔ. Νότιας Αφρικής.
Με εξαίρεση το μεγαλύτερο τμήμα του Καναδά, των δυτικοκεντρικών ΗΠΑ και τις περιοχές των Άνδεων και της Παταγονίας, όλη η αμερικανική ήπειρος είναι αναπαραγωγική επικράτεια του είδους.
Τέλος, τόσο η Αυστραλία, εκτός από κάποια τμήματα στα κεντρικά και νότια, όσο και ολόκληρη η Νέα Ζηλανδία, είναι περιοχές όπου το είδος ζει και αναπαράγεται μόνιμα. [8]
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Όπως φαίνεται στον πίνακα κατανομής υποειδών, ο αργυροτσικνιάς είναι κοσμοπολιτικό είδος, αλλά στην ευρωπαϊκή ήπειρο έρχεται μόνο το καλοκαίρι για να αναπαραχθεί σε πολύ περιορισμένους θύλακες, ή τον χειμώνα οπότε παρατηρείται μόνον τοπικά (locally common). Όλοι ανεξαιρέτως οι πληθυσμοί του υπόκεινται σε μετα-αναπαραγωγικές μετακινήσεις διασποράς, τοπικές ή ευρύτερες (μεταναστεύσεις). [12] Οι πληθυσμοί που αναπαράγονται σε τροπικές περιοχές είναι καθιστικοί [13] ή μερικώς αποδημητικοί (εξαρτώμενοι από τις βροχοπτώσεις), [14] ενώ οι πληθυσμοί της Ευρασίας και των Νεοαρκτικών περιοχών είναι μεταναστευτικοί. [15][16] Η περίοδος αναπαραγωγής ποικίλλει γεωγραφικά, αν και οι πληθυσμοί στις εύκρατες επικράτειες τείνουν να φωλιάζουν την άνοιξη και το καλοκαίρι (Απρίλιο με Ιούλιο), ενώ εκείνοι των τροπικών φωλιάζουν κατά την περίοδο του κύκλου βροχής που, η διαθέσιμη τροφή είναι στο μέγιστο (αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε κατά τη διάρκεια των βροχών είτε στην εποχή της ξηρασίας). Γενικά, η φθινοπωρινή αποδημία αρχίζει τον Σεπτέμβριο και διαρκεί μέχρι τον Νοέμβριο, ενώ η εαρινή μπορεί, ανάλογα με την περιοχή, να αρχίζει από τα τέλη Φεβρουαρίου και διαρκεί μέχρι τον Απρίλιο. [17]
Οι πληθυσμοί της Α. Ασίας κατευθύνονται νοτιοανατολικά προς τις Φιλιππίνες, ενώ εκείνοι της υπόλοιπης Παλαιαρκτικής, προς τις χώρες της Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, του Περσικού Κόλπου και το Πακιστάν. Οι πληθυσμοί των Α. ΗΠΑ κατευθύνονται νότια, κατά μήκος της ακτής, προς Μπαχάμες και Δυτικές Ινδίες, ενώ εκείνοι των Δ. ΗΠΑ κινούνται προς την Ν. Καλιφόρνια, το Μεξικό και την Κ. Αμερική. Οι «κεντρικοί» πληθυσμοί της Λεκάνης του Μισισιπή κατευθύνονται νότια προς τις Ακτές του Κόλπου του Μεξικού. [18]
Οι πληθυσμοί της Αυστραλίας μπορεί να μετακινούνται, αλλά το προκύπτον στάτους δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί επακριβώς, διότι περιλαμβάνει και ακανόνιστες, εποχικές «εισβολές» από το εσωτερικό προς την ακτή κατά τη διάρκεια της περιόδου ξηρασίας. [19]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, και τη Φινλανδία, το Τζιμπουτί, τις Σεϋχέλλες και τη Νέα Καληδονία. [20]
Το είδος απαντά σε όλες τις κατηγορίες εσωτερικών και παράκτιων υγροτόπων, [26] αν και προτιμάει να βρίσκεται κυρίως κατά μήκος των ακτών, είτε κατά τη διάρκεια του χειμώνα (π.χ. στην περιοχή της Ευρασίας), [27] είτε κατά τη διάρκεια της ξηρασίας (π.χ. στην Αυστραλία). [28] Στα ηπειρωτικά συχνάζει στα όρια ποταμών, λιμνών, ελών, πλημμυρισμένων εκτάσεων [29] και μαιάνδρων ποταμών, καθώς και σε ρέματα, [30] υγρά λιβάδια, [31] ορυζώνες, τάφρους αποστράγγισης, [32] λίμνες υδατοκαλλιέργειας, δεξαμενές [33][34] και κανάλια αποχέτευσης. [35][36]
Στις παράκτιες τοποθεσίες, συχνάζει σε ξερές αλατολίμνες, [37] αλυκές, ελώδεις περιοχές, παράκτια έλη, μανγκρόβια δάση, [38] αλμυρόβαλτους, πλατώματα με φύκια, υπεράκτιους κοραλλιογενείς υφάλους, λιμνοθάλασσες [39] και εκβολές ποταμών. [40]
Ο αργυροτσικνιάς είναι είδος που ξεχωρίζει εύκολα από τους άλλους ερωδιούς λόγω του μεγάλου μεγέθους -μόνον ο σταχτοτσικνιάς είναι λίγο μεγαλύτερος από αυτόν- και του χιονόλευκου χρώματός του. Εκτός από το μέγεθος, ξεχωρίζει από το πρασινωπό δέρμα των χαλινών του προσώπου (lores), το κίτρινο ράμφος και τους μαυροπράσινους ταρσούς και τα πόδια, αν και το ράμφος γίνεται σκούρο στην άκρη του και τα πόδια πιο κιτρινόχρωμα κατά την περίοδο αναπαραγωγής. Υπάρχει μια αχνή μαυριδερή γραμμή στο πίσω μέρος των οφθαλμών. Τέλος, στο αναπαραγωγικό πτέρωμα, εμφανίζονται τα χαρακτηριστικά, λεπτά και μακριά φτερά που κοσμούν κυρίως το πίσω μέρος του σώματος και όχι την κορυφή του κεφαλιού, οι περίφημες αιγκρέτες ή εγκρέτες (aigrettes).
Τα φύλα είναι παρόμοια σε εμφάνιση, ενώ τα τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τους ενήλικες στο μη-αναπαραγωγικό πτέρωμα. Έχουν μαυριδερό ράμφος χωρίς διακοσμητικά φτερά.
(Πηγές: [43][44][45][46][47][48][49][50][51])
Στα παρυδάτια ενδιαιτήματα, η τροφή του αργυροτσικνιά αποτελείται από ψάρια, αμφίβια, φίδια, υδρόβια έντομα και καρκινοειδή, ενώ στα ξηρότερα ενδιαιτήματα από επίγεια έντομα, σαύρες, μικρά πουλιά ακόμη και μικρά θηλαστικά. [52] Τα ψάρια που προτιμάει είναι, κυρίως, των γενών Astyanax, Rhamdia, Cyprinodon, Floridichthys, Garmanella, Belonesox, κ.α. [53]
Ο τρόπος σύλληψης του θηράματος είναι εκείνος των ερωδιών, δηλαδή το πουλί περιμένει εντελώς ακίνητο (frozen still) πάνω από ένα πιθανό πέρασμα στο νερό και, την κατάλληλη στιγμή, καμακώνει (sic) το θύμα με το οξύτατο ράμφος του.
Ο αργυροτσικνιάς πετάει με χαρακτηριστικά, αργά φτεροκοπήματα, πιο αργά από εκείνα του συγγενικού λευκοτσικνιά, ενώ τα πόδια εξέχουν πολύ από το πίσω μέρος του σώματος. Επίσης, κρατάει τον μακρύ του λαιμό κυρτωμένο ανάμεσα στους ώμους σε χαρακτηριστικό S, περισσότερο ανοικτό απ’ ό, τι ο λευκοτσικνιάς. Αυτό το στοιχείο είναι χαρακτηριστικό των ερωδιών και τους διακρίνει από τους πελαργούς, τους γερανούς, και άλλα συγγενικά γένη, κατά την πτήση.
Ο αργυροτσικνιάς, ενώ στην Ευρώπη δεν είναι κοινό είδος, στις περιοχές που αναπαράγεται, μπορεί να φωλιάζει σε αποικίες δεκάδων, εκατοντάδων ή ακόμα και χιλιάδων ζευγαριών, [55][56] μερικές φορές μαζί με άλλα είδη (π.χ. 450 ζεύγη σε μια μικτή αποικία με πάνω από 3.000 φωλιές στην Αυστραλία). [57] Ορισμένοι πληθυσμοί φαίνεται να εμφανίζουν τάση να αναπαράγονται μοναχικά ή σε μικρές ομάδες. [58]
Ωριμάζει σεξουαλικά κατά το 2ο έτος και είναι μονογαμικό πτηνό. Οι φωλιές είναι μεγάλες -μέχρι 1 μέτρο σε διάμετρο- και κατασκευάζονται συνήθως σε δυσπρόσιτους καλαμιώνες, με νερό βάθους 1-1,5 μ., σπάνια σε δένδρα ή θάμνους. [59]
Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ, τον Απρίλιο με Μάιο και αποτελείται από 3-4 αβγά (μερικές φορές 5, σπανίως, 6), διαστάσεων 61,5 Χ 42,4 χιλιοστών, που εναποτίθενται ανά διαστήματα δύο ημερών. Η επώαση πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και διαρκεί 25-26 ημέρες. [60] Οι νεοσσοί είναι ημι-φωλεόφιλοι, χρήζουν δηλαδή μερικής προστασίας από τους γονείς. Λόγω του ανταγωνισμού για την τροφή, είναι πολύ επιθετικοί ο ένας προς τον άλλον στη φωλιά και, τα ισχυρότερα άτομα, σκοτώνουν συχνά τα ασθενέστερα αδέλφια τους, έτσι ώστε δεν επιβιώνει ολόκληρη η αρχική γέννα. [61] Μένουν στη φωλιά για 42 ημέρες, περίπου, και αποκτούν το πρώτο τους πτέρωμα μεταξύ 1-5 εβδομάδων, ενώ είναι σε σε θέση να πετάξουν σε 40-50 ημέρες, οπότε η αποικία εγκαταλείπεται στις περισσότερες περιπτώσεις. [62]
Το είδος απειλείται από την υποβάθμιση των υγροτόπων και την απώλεια των ενδιαιτημάτων του, [63] για παράδειγμα μέσω της αποχέτευσης, βόσκησης, εκχέρσωσης, καμένης γης, αυξημένης αλατότητας, άντλησης των υπογείων υδάτων και εισβολής από ξενικά φυτά. [64] Οι αναπαραγωγικές αποικίες στη Μαδαγασκάρη μπορεί να μειώνονται λόγω συλλογής των αβγών από τους τοπικούς πληθυσμούς. [65][66]
Ο αργυροτσικνιάς είναι, γενικά, πολύ επιτυχημένο είδος με μεγάλη και διευρυνόμενη επικράτεια. Στη Β. Αμερική, πολλά πουλιά είχαν εξολοθρευτεί, για τα φτερά τους (βλ. ανωτέρω), αλλά οι αριθμοί έχουν ανακτηθεί ως αποτέλεσμα των μέτρων διατήρησης. Η επικράτειά τους έχει επεκταθεί προς βορράν ως τον Ν. Καναδά, αν και σε ορισμένα μέρη των Ν. ΗΠΑ, οι αριθμοί του έχουν μειωθεί λόγω απώλειας των ενδιαιτημάτων του. Παρ 'όλα αυτά, προσαρμόζεται καλά στην ανθρώπινη κατοίκηση και μπορεί να απαντηθεί εύκολα κοντά σε υγρότοπους και λεκάνες νερού σε αστικές και περιαστικές περιοχές. [69][70]
To είδος δεν διατρέχει κάποιο σοβαρό κίνδυνο, εκτός από τις προαναφερθείσες απειλές και αξιολογείται, σε παγκόσμιο επίπεδο, ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC). [71] Η κατάσταση, όμως, στην Ευρώπη είναι διαφορετική. Ο αργυροτσικνιάς αναπαράγεται σε λίγους θύλακες, στα νοτιοκεντρικά ηπειρωτικά κυρίως, ενώ απαντά κυρίως ως διαχειμάζον είδος, σε μεγαλύτερους αριθμούς.
Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Ρωσία, η Ουκρανία και η Ουγγαρία. [72]
Παρά την έλλειψη επαρκών στοιχείων, φαίνεται ότι ο αργυροτσικνιάς είχε ανέκαθεν μικρούς αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στη χώρα. Ίσως φώλιαζε στη λίμνη Κάρλα στα τέλη του 19ου αιώνα. Μέχρι πριν από δύο δεκαετίες φώλιαζε στη Μικρή Πρέσπα, στο Δέλτα των Αξιού/Λουδία/Γαλλικού και στις λίμνες Μητρικού και Κερκίνη και πιθανόν στο Δέλτα του Έβρου, του Λούρου και στο Πόρτο Λάγος. [73] Το 2003, οι εκτιμήσεις ήταν γύρω στα 30-40 ζευγάρια που κατανέμονταν σε τρεις αποικίες, στις λίμνες Πρέσπα (2) και Κερκίνη, γεγονός που υποδεικνύει ακόμη μικρότερη συρρίκνωση της κατανομής του είδους. [74]
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, βέβαια, οι αριθμοί των διαχειμαζόντων πτηνών είναι σημαντικά αυξημένοι, ιδιαίτερα στην Κερκίνη και στο Πόρτο Λάγος, με αρκετές εκατοντάδες πουλιά. Οι αργυροτσικνιάδες που διαχειμάζουν στην Ελλάδα προέρχονται κυρίως από χώρες της Κ. και Α. Ευρώπης, κυρίως από την Ουκρανία όπως, τουλάχιστον, δείχνουν αρκετές επανευρέσεις στην Ελλάδα δακτυλιωμένων ατόμων (Ακριώτης & Χανδρινός 2004). Μάλιστα, η Ελλάδα καταγράφει από τους μεγαλύτερους διαχειμάζοντες πληθυσμούς στην Ευρώπη, [75] αλλά για τις μετακινήσεις τους, την άνοιξη και το φθινόπωρο, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία. Ελάχιστα άτομα έχουν καταγραφεί κατά τη μετανάστευση στη Ν. Ελλάδα, στην Κρήτη κ.α.
Η διατήρηση των περιοχών αναπαραγωγής θα πρέπει να περιλαμβάνει την προστασία των αποικιών, τον έλεγχο των οχλήσεων και της βλάστησης. Η διατήρηση των περιοχών σίτισης θα πρέπει να περιλαμβάνει τη διαχείριση της υδρολογίας, τον έλεγχο εισόδου αλατιού στο νερό, τις προσμείξεις και την περιβαλλοντική όχληση. [77] Tεχνητή νησίδα που δημιουργήθηκε στην Καμάργκ της Ν. Γαλλίας, κατόρθωσε να προσελκύσει κάποια ζευγάρια να φωλιάσουν στην περιοχή. [78]
Ι. Συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο του Κόκκινου Βιβλίου για τα απειλούμενα σπονδυλόζωα της Ελλάδος, στην κατηγορία Κινδυνεύοντα (Ε2)
ΙΙ. Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος Ι της Κοινοτικής Οδηγίας 79/409 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διατήρηση των άγριων πουλιών.
ΙΙΙ. Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων. [80]του.
Άλλες λόγιες ονομασίες του είδους είναι: Ερωδιός ο άσπρος, Ερωδιός ο μέγας και Κυκνίας. [81]
Ο Αργυροτσικνιάς απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες: Τσικνιάς, Ψαροφάγος, [82] Μεγαλολευκοερωδιός [83] και Χανούμισσα (Κύπρος). [84]
i. ^ Υπάρχει έντονη διαφωνία μεταξύ των ερευνητών για το, εάν η οικογένεια Αρδεΐδες ανήκει στα Πελαργόμορφα ή στα Πελεκανόμορφα, ενώ αμφισβητείται ακόμη και η ύπαρξη της τάξης Πελεκανόμορφα!
Ο Αργυροτσικνιάς είναι κοσμοπολιτικό καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Ερωδιιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Ardea alba και περιλαμβάνει 4 υποείδη.
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Ardea alba alba Linnaeus, 1758. .