Με την ονομασία πυγολαμπίδες είναι γνωστά τα έντομα της οικογένειας Λαμπυρίδες (Lampyridae), η οποία ανήκει στην τάξη κολεόπτερα. Χαρακτηρίζονται από τη χρήση βιοφωταύγειας κατά τη διάρκεια του λυκόφωτος για να προσελκύουν συντρόφους ή λεία. Οι πυγολαμπίδες παράγουν «κρύο φως», χωρίς εκπομπή στην υπέρυθρη ή υπεριώδη ακτινοβολία. Το χημικά παραγόμενο φως στην κοιλιά τους μπορεί να έχει χρώμα κίτρινο, πράσινο ή αχνό κόκκινο, με μήκος κύματος ανάμεσα στα 510 και τα 670 νανόμετρα.[1] Το ένζυμο λουσιφεράση δρα πάνω στην λουσιφερίνη παρουσία ιόντων μαγνησίου, ATP και οξυγόνου για να παραγάγει φως.
Περίπου 2.000 είδη πυγολαμπίδων έχουν βρεθεί στα εύκρατα και τροπικά κλίματα. Πολλές απαντώνται σε έλη ή σε υγρές δασώδεις περιοχές όπου οι νύμφες έχουν άφθονη τροφή. Οι νύμφες εκπέμπουν και αυτές φως. Σε πολλά είδη, τόσο τα αρσενικά όσο και τα θηλυκά μπορούν να πετούν, αλλά σε άλλα είδη, τα θηλυκά είναι ανίκανα πτήσης.[2]
Με την ονομασία πυγολαμπίδες είναι γνωστά τα έντομα της οικογένειας Λαμπυρίδες (Lampyridae), η οποία ανήκει στην τάξη κολεόπτερα. Χαρακτηρίζονται από τη χρήση βιοφωταύγειας κατά τη διάρκεια του λυκόφωτος για να προσελκύουν συντρόφους ή λεία. Οι πυγολαμπίδες παράγουν «κρύο φως», χωρίς εκπομπή στην υπέρυθρη ή υπεριώδη ακτινοβολία. Το χημικά παραγόμενο φως στην κοιλιά τους μπορεί να έχει χρώμα κίτρινο, πράσινο ή αχνό κόκκινο, με μήκος κύματος ανάμεσα στα 510 και τα 670 νανόμετρα. Το ένζυμο λουσιφεράση δρα πάνω στην λουσιφερίνη παρουσία ιόντων μαγνησίου, ATP και οξυγόνου για να παραγάγει φως.
Περίπου 2.000 είδη πυγολαμπίδων έχουν βρεθεί στα εύκρατα και τροπικά κλίματα. Πολλές απαντώνται σε έλη ή σε υγρές δασώδεις περιοχές όπου οι νύμφες έχουν άφθονη τροφή. Οι νύμφες εκπέμπουν και αυτές φως. Σε πολλά είδη, τόσο τα αρσενικά όσο και τα θηλυκά μπορούν να πετούν, αλλά σε άλλα είδη, τα θηλυκά είναι ανίκανα πτήσης.