Η Τουρλίδα είναι υδρόβιο, καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Σκολοπακιδών, που απαντάται στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Numenius arquata και περιλαμβάνει 3 υποείδη.[3]
Στην Ελλάδα απαντάται κυρίως το υποείδος Numenius arquata arquata (Linnaeus, 1758), αλλά στην ανατολική επικράτεια μπορεί να βρίσκεται και το Numenius arquata orientalis (C. I. Brehm, 1831) [3]
Τόσο το γένος όσο και το είδος του πτηνού, οφείλουν την ονομασία τους στο χαρακτηριστικό σχήμα του ράμφους.
Η επιστημονική ονομασία του γένους Numenius, είναι ελληνική, με αναφορά στα αρχαία κείμενα. Προέρχεται από τη λέξη νουμηνία: [ΕΤΥΜΟΛ. νουμηνία < νεομηνία < νέος + μήνη «σελήνη» (<μην, μηνός), πρβλ. ιερο-μηνία]. Η λέξη νεομηνία είναι η αρχή της νέας Σελήνης και, συνεπώς, του νέου Σεληνιακού μήνα.[4] Επομένως, η πρωταρχική σημασία της λέξης είναι: νουμήνιος, «αυτός που ανήκει στη νουμηνία, ή αυτός που χρησιμοποιείται κατά την περίοδο της νουμηνίας».[4] Επειδή η νέα Σελήνη φαίνεται από τη Γη σαν μία λεπτή, δρεπανοειδής καμπύλη (εξ ου και «μηνίσκος»), η ονομασία στο γένος πιθανότατα δόθηκε, λόγω της ομοιότητας του σχήματος του ράμφους του πτηνού με τη νέα Σελήνη.[5]
Υπάρχει και δεύτερη, αυτόνομη ερμηνεία της λέξης που σημαίνει ακριβώς το πτηνό. Μάλιστα, υπάρχει και αναφορά στον Ησύχιο: «...συνñλθεν ατταγάς και νουμήνιος...», που λεγόταν σε περιπτώσεις ανθρώπων που συναναστρέφονταν άτομα του ιδίου χαρακτήρα με αυτούς [4] (κάτι σαν το σημερινό «κύλησεν ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι!»).
Για την επιστημονική ονομασία του είδους, τα πράγματα είναι ακόμη πιο ξεκάθαρα. Η λέξη arquatus -a «τοξωτός, κεκαμμένος σε σχήμα τόξου» είναι μεν λατινική, αλλά έχει ελληνική ρίζα, τη λέξη έρκος: (το) (λόγ.) φράγμα, φραγμός- κυρίως στις φράσεις: (α) έρκος οδόντων ο φυσικός φραγμός που δημιουργούν οι οδοντοστοιχίες εμποδίζοντας την ομιλία (β) ποίον σ' έπος φύγεν έρκος οδόντων; (ομηρική φράση «πώς ξεστόμισες τέτοιο λόγο;») για φράση, διατύπωση, λέξη που ξεφεύγει από το στόμα κάποιου αυθόρμητα ή χωρίς επαρκή λογική.[6]
Επομένως, είναι σαφής, τόσο η προέλευση της λέξης, όσο και η χρησιμοποίησή της στην ταξινομική του είδους, με αναφορά στο καμπυλωτό ράμφος του πτηνού.
Η αγγλική ονομασία του πτηνού (Curlew), είναι αποτέλεσμα ονοματοποιίας και σχετίζεται με τη χαρακτηριστική φωνή του πτηνού.
Η τουρλίδα περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο το 1758, ως Scolopax arquata.[7] Υπάρχουν 3 υποείδη, αν και αμφισβητείται από κάποιους ερευνητές το τρίτο (βλ. Πίνακα)
Το είδος εξαπλώνεται σε ευρείες περιοχές του Παλαιού Κόσμου, αλλά στις περισσότερες θέσεις είναι περιορισμένο τοπικά. Τα δυτικά όρια κατανομής του βρίσκονται στις ακτές του Ατλαντικού, τόσο στην Ευρώπη (από την Ισλανδία μέχρι το Γιβραλτάρ), όσο και στην Αφρική (από το Μαρόκο μέχρι τη Νότια Αφρική). Τα ανατολικά όρια φθάνουν μέχρι τις ακτές του Ειρηνικού στην Ιαπωνία και στις Φιλιππίνες. Στα βόρεια, το είδος απαντάται στις απώτατες άκρες της Σκανδιναβίας, ενώ στα νότια φθάνει μέχρι το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος και στα ανατολικότερα όρια της Ινδονησίας. Οι περισσότεροι από τους κατά τόπους πληθυσμούς είναι ισχυρά μεταναστευτικοί.[8]
Αναπαράγεται τα καλοκαίρια σε εκτεταμένες περιοχές της Β., Κ., και Α. Ευρώπης, κυρίως στις εκτεταμένες πεδιάδες της Ρωσίας και της Ουκρανίας και, αυτή η ζώνη εκτείνεται ανατολικά μέχρι τη Μογγολία, τη ΝΑ. Σιβηρία και τη ΒΔ. Κίνα, προσεγγίζοντας τις ασιατικές ακτές του Ειρηνικού. Πολύ λίγες είναι οι περιοχές όπου το είδος μένει μόνιμα όλο το έτος, ως επιδημητικό και, όλες βρίσκονται στην Ευρώπη, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιρλανδία, και σε κάποιες περιοχές της Γερμανίας και της Ολλανδίας.[8]
Ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος των περιοχών αναπαραγωγής, οι κατά τόπους πληθυσμοί μεταναστεύουν νότια στις δύσκολες εποχές του έτους. Οι κύριες περιοχές διαχείμασης βρίσκονται σε όλες τις ακτές των τριών ηπείρων του Παλαιού Κόσμου. Στην Ευρώπη και στη Β. Αφρική είναι οι ακτές της Μεσογείου, στην Ασία, όλες οι νότιες ακτές, στην Αραβική Θάλασσα, τον Ινδικό Ωκεανό και τη Θάλασσα της Ινδονησίας, φθάνοντας σχεδόν απέναντι από την Αυστραλία. Η Αφρική εκτός από όλες τις ακτές, περιφερειακά της ηπείρου, περιλαμβάνει και ηπειρωτικά εδάφη στη Κ. και Ν. Αφρική (βλ. πίνακα)
Πηγές:[7][8][9][10] (σημ. με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντώνται στον ελλαδικό χώρο)
Η τουρλίδα είναι μεταναστευτικό είδος και, εκτός από τις λίγες περιοχές όπου βρίσκεται όλο το έτος, διαχειμάζει σε περιοχές νότια των περιοχών αναπαραγωγής της, ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος (del Hoyo et al. 1996). Οι βορειοευρωπαϊκοί πληθυσμοί φεύγουν κατά τον Ιούνιο με νοτιοδυτική κατεύθυνση, προς τις ακτές της Βόρειας Θάλασσας και την Ιβηρική, ενώ σε μεγάλο ποσοστό περνάνε στη ΒΔ Αφρική. Ωστόσο οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί του Ιουλίου και του Αυγούστου, δεν ταξιδεύουν πολύ μακριά, και απαντώνται κυρίως στις ακτές της Βόρειας Θάλασσας, όπου και αλλάζουν πτέρωμα (moult). Μάλιστα, στα μέσα Σεπτεμβρίου ενώνονται με τους πληθυσμούς των νεαρών πτηνών που διαχειμάζουν εκεί.[11]
Οι κεντρικοί και ανατολικοί ευρωπαϊκοί πληθυσμοί ακολουθούν νότια κατεύθυνση προς τις ακτές της Μεσογείου και στη Β. και Δ. Αφρική, ενώ οι ασιατικοί διαχωρίζονται σε εκείνους τους πληθυσμούς που φθάνουν μέχρι την Αφρική σε όλη την ήπειρο και, σε εκείνους που απλώς κατευθύνονται νότια προς τις ασιατικές ακτές του Ινδικού, ή των ανατολικών ασιατικών θαλασσών της Ινδονησίας.[8]
Μετά την αναπαραγωγή, οι ενήλικες συγκεντρώνονται στις ακτές (από τον Ιούλιο και μετά) (Hayman et al. 1986) για τη μετα-αναπαραγωγική έκδυση (moult) (Snow και Perrins 1998) πριν ταξιδέψουν προς το νότο στις περιοχές διαχείμασης μεταξύ Ιουλίου και Νοεμβρίου (del Hoyo et al. 1996). Το είδος επιστρέφει στα εδάφη αναπαραγωγής και πάλι, από τον Φεβρουάριο μέχρι τον Μάιο, αν και κάποια μη αναπαραγωγικά πτηνά -συνήθως νεαρά άτομα- μπορούν να παραμείνουν στις περιοχές διαχείμασης όλο το χρόνο (del Hoyo et al. 1996). Κατά τη διάρκεια του χειμώνα τα πουλιά συνήθως αναζητούν την τροφή τους μεμονωμένα ή σε μικρές ομάδες (del Hoyo et al. 1996). Ωστόσο, περιστασιακά συγκεντρώνονται σε σμήνη πολλών χιλιάδων ατόμων, ειδικά στις περιοχές όπου κουρνιάζουν (Snow και Perrins 1998).
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Γροιλανδία και την Ανδόρρα, το Λεσότο, τις Μπαχάμες, τον Καναδά και τις ΗΠΑ.[2]
Στην Ελλάδα, η τουρλίδα έρχεται για να ξεχειμωνιάσει σε πολλές ακτές της χώρας, -αν και δεν αναφέρεται στις Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ)-. Ωστόσο, πολλά από τα πτηνά που παρατηρούνται στην επικράτεια είναι απλώς διαβατικά και χρησιμοποιούν τη χώρα ως σταθμό ανάπαυλας και ανεφοδιασμού.[12][13]
Το είδος αναπαράγεται σε υγρούς τυρφώδεις ερεικώνες υψιπέδων (moorland) ή απλούς τυρφώνες, βαλτώδεις ή ξηρούς ερεικώνες, υγρά εδάφη πάντοτε με βάση την τύρφη, ανοικτούς βοσκοτόπους ή ελώδεις εκτάσεις σε δάση, υγρά λιβάδια, λειμώνες (del Hoyo et al. 1996), μη εντατικές γεωργικές εκτάσεις σε κοιλάδες ποταμών (Hayman et al . 1986), κοιλάδες με αμμόλοφους και σε παράκτιες ελώδεις περιοχές (del Hoyo et al. 1996).
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, το είδος συχνάζει σε λασπώδεις ακτές, κόλπους και εκβολές ποταμών (del Hoyo et al. 1996) με παλιρροιακά λασπώδη ή αμμώδη αλίπεδα (Snow και Perrins 1998 ), βραχώδεις (ακτές) και αμμώδεις παραλίες με πολλούς νερόλακκους (Johnsgard 1981, Snow & Perrins 1998), μανγκρόβια δάση, έλη με αλμυρό νερό (Snow και Perrins 1998), λιβάδια (Johnsgard 1981) και λασπώδεις ακτές σε παράκτιες λιμνοθάλασσες (Johnsgard 1981), λίμνες και ποτάμια (del Hoyo et al. 1996). Χρησιμοποιεί, επίσης, υγρά λιβάδια και καλλιεργήσιμα χωράφια κατά τη μετανάστευση (del Hoyo et al. 1996)
Στατιστικά, τα πέντε πρώτα προτιμώμενα οικοσυστήματα στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι κατά σειράν τα εξής: Τυρφώνες υψιπέδων, βάλτοι, ερεικώνες, υγρά όξινα εδάφη με υπόστρωμα τύρφης και καλαμώνες.[5]
Στην Ελλάδα, η τουρλίδα απαντάται κατά τη διάρκεια του χειμώνα σε βαλτότοπους, υγρότοπους, αμμοθίνες, λιβάδια και άλλες ανοικτές υγρές περιοχές.[13]
Η τουρλίδα, παρά το όχι τόσο ξεχωριστό της πτέρωμα, διακρίνεται εύκολα ανάμεσα στα σμήνη των καλοβατικών πτηνών, από το μεγάλο της μέγεθος. Είναι τα μεγαλύτερο από τα συγγενικά της είδη και γένη και, το πιο κοινό, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Ένα, επίσης διακριτικό της γνώρισμα, αποτελεί το πολύ μακρύ και έντονα κυρτό προς τα κάτω ράμφος.
Εμφανίζει σχετικό φυλετικό διμορφισμό, με το θηλυκό να είναι ελαφρώς μεγαλύτερο από το αρσενικό, αλλά έχει σαφώς μεγαλύτερο και πιο καμπυλωτό ράμφος. Κατά τα άλλα, τα δύο φύλα μοιάζουν μεταξύ τους τόσο, ώστε είναι δύσκολο να βρει κάποιος το φύλο ενός μοναχικού ατόμου, -αλλά πιο εύκολο να ξεχωρίσουν τα φύλα όταν παρατηρείται ένα ζευγάρι-.
Οι τουρλίδες έχουν, σχετικά, «αδιάφορα» χρωματισμένο πτέρωμα. Το κεφάλι, ο λαιμός, και η ράχη είναι ανοικτά μπεζ με σκούρες καφετιές ρίγες και κηλίδες. Τα πλευρά και το στήθος έχουν επίσης καφέ ραβδώσεις (όχι κηλίδες), αλλά όμως «ανοίγουν» προς την κοιλιά, που έχει χρώμα λευκό. Κατά την πτήση, είναι σαφώς διακριτό το λευκό ουροπύγιο, ενώ η ουρά σχηματίζει μια σφήνα με οριζόντιες ραβδώσεις και φαίνεται μυτερή στο άκρο της, επειδή το πουλί τοποθετεί τα πόδια του έτσι, ώστε να εξέχουν.
Το ράμφος είναι πολύ μεγάλο (3 φορές το μήκος του κεφαλιού) και έντονα κυρτό προς τα κάτω, σε αντίθεση με τα συγγενικά είδη, με χρώμα μαυριδερό αλλά με ροζ βάση. Οι ταρσοί και τα πόδια έχουν πρασινωπό, ροζ ή γκρι-μπλε χρώμα, ενώ η ίριδα είναι καφέ.[14]
Τα νεαρά άτομα μοιάζουν αρκετά με τους ενήλικες, αλλά έχουν σαφώς μικρότερο και πιο ίσιο ράμφος που, με τον καιρό καμπυλώνει όλο και περισσότερο. Επίσης, το πάνω μέρος του σώματός τους είναι πιο ανοιχτόχρωμο με μαυριδερά σημάδια, ενώ κατά μήκος του τραχήλου «τρέχει» μια στενή σκούρα λωρίδα που, στην αρχή της ράχης χωρίζεται σε δύο πλατύτερες. Οι ταρσοί και τα πόδια έχουν γκρι-μπλε χρώμα.[15]
Η διατροφή της τουρλίδας αποτελείται κυρίως από δακτυλιοσκώληκες και επίγεια έντομα (del Hoyo et al. 1996) (π.χ. κολεόπτερα και ορθόπτερα) (Johnsgard 1981), ειδικά κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (del Hoyo et al. 1996), αν και ευχαρίστως στρέφεται σε καρκινοειδή, μαλάκια, πολύχαιτους σκώληκες (del Hoyo et al. 1996), αράχνες (Johnsgard 1981), αλλά και σωροκάρπια (berries) ή σπέρματα. Περιστασιακά τρέφεται με μικρά ψάρια, αμφίβια, σαύρες, μικρά πουλιά και μικρά τρωκτικά (del Hoyo et al. 1996).
Το ράμφος της τουρλίδας είναι εξαιρετικό εργαλείο, που το χρησιμοποιεί όχι μόνον για να «μαζεύει» την τροφή της από το έδαφος, αλλά και για να ανοίγει ή να σπάει το κέλυφος καρκινοειδών και μαλακίων. Η ανίχνευση της λείας γίνεται είτε οπτικά, είτε δια της αφής μέσω του ράμφους της, το οποίο διατηρεί σε συνεχή επαφή με το υπόστρωμα, σε πολύ μικρό βάθος. Όταν ανιχνευθεί το θήραμα, το ράμφος βυθίζεται περισσότερο, η λεία αποσπάται και καταβροχθίζεται. Με τα καρκινοειδή, η συμπεριφορά της είναι πιο «βίαιη», αφού τα τινάζει πέρα-δώθε με το ράμφος και κατόπιν τα εκσφενδονίζει στο έδαφος, μέχρι να αποσπαστούν τα άκρα τους.[17]
Στις περιοχές όπου αναπαράγεται (βλ. Βιότοπος), η τουρλίδα κατασκευάζει τη φωλιά της απ’ ευθείας πάνω στο έδαφος ανάμεσα στα ρείκια ή τη σχετική βλάστηση. Το φώλιασμα αρχίζει από τα τέλη Απριλίου και μπορεί να φθάσει μέχρι νωρίς το Μάιο, ενώ η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο. Τις θέσεις κατασκευής της φωλιάς «προτείνει» το αρσενικό, αλλά την τελική επιλογή την έχει το θηλυκό. Η φωλιά είναι κατ’ ουσίαν μία ρηχή κοιλότητα στο έδαφος, ή ελαφρά υπερυψωμένη (Flint et al. 1984), σε ανοικτή θέση ή με κάλυψη από γρασίδι ή βούρλα (del Hoyo et al. 1996), συνήθως μακριά από το νερό (Johnsgard 1981), επιστρωμένη με λιγοστό φυτικό υλικό (ξεραμένο γρασίδι ή βρύα).[18]
Η γέννα αποτελείται από 4, περιστασιακά 3 ή 5 αυγά, διαστάσεων 67,6Χ47,9 χιλιοστών και βάρους 76 γραμμαρίων, περίπου, από τα οποία το 6% είναι κέλυφος.[5] Η εναπόθεση των αυγών γίνεται συνήθως με μεσοδιαστήματα 2 ημερών, αλλά αυτό μπορεί να κυμαίνεται. Η επώαση πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό, αν και κάποιες φορές συμμετέχει και το αρσενικό. Η αρχή της επώασης γίνεται μετά την εναπόθεση του τελευταίου αυγού και, η διάρκειά της είναι 26-30 ημέρες, περίπου.[18]
Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι, γεννιούνται δηλαδή με τρίχωμα και μπορούν να ακολουθούν τους γονείς τους, αμέσως μετά την εκκόλαψη και το στέγνωμα του σώματός τους. Σιτίζονται και από τους δύο γονείς, αργότερα όμως αναλαμβάνει μόνο το αρσενικό. Καθοδηγούνται να αναζητούν την τροφή τους σε σχετικά αραιή, χαμηλή βλάστηση, γιατί εάν αφεθούν μόνοι τους, ακολουθούν από ένστικτο υψηλή και πυκνή βλάστηση, με τον κίνδυνο να πεθάνουν από έλλειψη τροφής.[15] Αποκτούν κανονικό πτέρωμα και είναι ικανά να πετάξουν στις 5-6 εβδομάδες περίπου.[18]
Κατά την αναπαραγωγή του, το είδος απειλείται από την απώλεια και τον κατακερματισμό των βαλτωδών οικοτόπων, ως αποτέλεσμα της αποδάσωσης (del Hoyo et al 1996, Johnsgard 1981), όπως και την απώλεια των λειμώνων βόσκησης, ως αποτέλεσμα της εντατικοποίησης της γεωργίας και των εγγειοβελτιωτικών έργων (del Hoyo et al 1996, Johnsgard 1981, Baines 1988) (π.χ. αποχέτευση, ανόργανη λίπανση και επανασπορά) (Baines 1988). Το είδος υποφέρει επίσης από υψηλή καταστροφή των αυγών και θνησιμότητα των νεοσσών (λόγω κυρίως του κουρέματος της χαμηλής βλάστησης με χλοοκοπτικά μηχανήματα) και τα υψηλά ποσοστά θήρευσης όταν φωλιάζει σε εγγειοβελτιωμένα λιβάδια (del Hoyo et al. 1996). Από την άλλη, οι πληθυσμοί στις κεντρικές ασιατικές στέπες έχουν μειωθεί μετά την εγκατάλειψη της γεωργικής γης και την επακόλουθη αύξηση στο ύψος της βλάστησης, καθιστώντας μεγάλες εκτάσεις ακατάλληλες για φώλιασμα. Το είδος έχει επίσης υποστεί μείωση του πληθυσμού, ως αποτέλεσμα του κυνηγιού (Johnsgard 1981) και, είναι ευαίσθητο στη γρίπη των πτηνών, ώστε να μπορεί να απειλείται από μελλοντικά κρούσματα του ιού (Melville και Shortridge 2006).
Οι διαχειμάζοντες πληθυσμοί απειλούνται από την όχληση στα παλιρροιακά αλίπεδα (del Hoyo et al 1996, Burton et al 2002α , 2002β ), λ.χ. από κατασκευαστικές εργασίες (Burton et al 2002α ) και τους πεζοπόρους (Burton et al 2002β), την οικιστική ανάπτυξη στους χώρους κούρνιασματος, τη ρύπανση (del Hoyo et al. 1996) και τις πλημμύρες στις εκβολές των ποταμών, στις ελώδεις περιοχές και στις αλυκές, που είναι το αποτέλεσμα της κατασκευής φραγμάτων (Burton 2006). Το είδος απειλείται επίσης από την υποβάθμιση των περιοχών όπου ξεκουράζεται κατά τη μετανάστευση, από τις εκχερσώσεις, τη ρύπανση, την ανθρώπινη όχληση και τη μειωμένη ροή των ποταμών (Kelin και Qiang 2006). Οι τοπικοί πληθυσμοί του είδους έχουν επίσης μειωθεί λόγω της λαθροθηρίας (del Hoyo et al . 1996).
Οι αναπαραγόμενοι πληθυσμοί της τουρλίδας στη Δ. Ευρώπη, έχουν μειωθεί κατά τα τελευταία χρόνια πάρα πολύ. Έτσι, μείωση 53% έχει καταγραφεί στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά την περίοδο 1970-2005 από την Εταιρία Απογραφής Κοινών Πτηνών (Common Birds Census) και την Επιθεώρηση Αναπαραγωγής Πτηνών (Breeding Bird Survey) (Eaton et al 2007, R. Gregory 2007). Μείωση 86% υπολογίζεται στην Ιρλανδία μεταξύ 1988 - 1991 και 2003 (Gibbons et al 1993, Hillis 2003) και μειώσεις έχουν καταγραφεί στη Φινλανδία (BirdLife International 2004) και Γερμανία (Hötker et al 2007). Στη Λιθουανία, υπάρχει μείωση 20 -30% ανά δεκαετία (L. Raudonikis in litt . 2007) και στην Ολλανδία 31% από το 1984 (AJ van Djik in litt. 2007). Ακαθόριστες, αλλά δυνητικά πολύ σημαντικές μειώσεις έχουν επίσης καταγραφεί στους κεντροασιατικούς πληθυσμούς του υποείδους Ν. a . orientalis (J. Kamp και S. Sklyarenko in litt . 2007).
Μόνο στη Δανία (ΚΝ Flensted in litt 2007, Meltofte et al 2009) και την Α. Σιβηρία (Ι. Fefelov in litt 2007) οι πληθυσμοί αναπαραγωγής είναι σταθεροί με αυξητικές τάσεις στους πληθυσμούς διαχείμασης, στο Waddenzee (Laursen και Karsten 2005, Meltofte et al . 2009), ενώ στις ακτές της Αδριατικής (Gusson et al. 2005), στην Ανατολική Ασία (M. Barter in litt . 2007) και στη Δ. Ευρώπη υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι οι πληθυσμοί αναπαραγωγής έχουν ίσως αυξηθεί. Συνολικά, η ανάλυση των συγκεντρωθέντων στοιχείων δείχνει ότι, για 3 γενεές (15 χρόνια), η μείωση κυμαίνεται μεταξύ 26% και 34% ( BirdLife International 2004,Hillis 2003, AJ van Djik in litt 2007, Thorup 2006, A. Copland in litt 2007, Μ. Boschert in litt 2007, Eaton et al 2007, R. Gregory in litt 2007). Λόγω της αβεβαιότητας για το αν οι μειώσεις στους νότιους πληθυσμούς έχουν αντισταθμιστεί από αυξήσεις στους βόρειους πληθυσμούς, η παγκόσμια τάση ενδέχεται να εμπίπτει στις μειώσεις ζώνης 20-30 %, στα τελευταία 15 χρόνια (ή 3 γενεές).
Αυτοί είναι οι λόγοι που η IUCN έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Σχεδόν Απειλούμενο (NT) [2]
Για την Ελλάδα δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία, εκτός του ότι κάποτε φώλιαζε στην περιοχή της Θράκης.[13] Παρόλο που το κυνήγι της απαγορεύεται, η τουρλίδα υφίσταται πίεση από τη λαθροθηρία, στις περιοχές όπου σταθμεύει για να ξεκουραστεί κατά τη διάρκεια του χειμώνα.[19]
Στον ελλαδικό χώρο η Τουρλίδα απαντάται και με τις ονομασίες Τρουλίδα, (μεγάλο) Τρουλί, Τουρλίτι, Λωρίτης, Χοιροβοσκός (Νεοχώρι Αιτωλίας) [1] και Μεγαλοτουρλίδα [13]
i. ^ Η απόδοση στα ελληνικά της λατινικής λέξης arquata ως τοξορραμφής, είναι εντελώς τεχνητή και στερείται μεταφραστικής βάσης. Η κανονική απόδοση έπρεπε να είναι απλώς τοξωτός ή τοξοειδής, διότι στη λατινική ονομασία του είδους, ουδεμία αναφορά γίνεται στο ράμφος του πτηνού, παρόλο που εννοείται ότι πρόκειται για το συγκεκριμένο μορφολογικό στοιχείο. Ωστόσο, ελλείψει ονοματολογικών κριτηρίων στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία, τηρείται η συγκεκριμένη ονομασία.
Η Τουρλίδα είναι υδρόβιο, καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Σκολοπακιδών, που απαντάται στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Numenius arquata και περιλαμβάνει 3 υποείδη.
Στην Ελλάδα απαντάται κυρίως το υποείδος Numenius arquata arquata (Linnaeus, 1758), αλλά στην ανατολική επικράτεια μπορεί να βρίσκεται και το Numenius arquata orientalis (C. I. Brehm, 1831)