Το μουγγρί (επιστημονική ονομασία Conger conger, γόγγρος ο κοινός) είναι είδος θαλάσσιου ψαριού της οικογένειας εγχελεΐδες. Είναι το μεγαλύτερο από όλα τα ψάρια που μοιάζουν με φίδι (εγχελυόμορφα) και ζει στα νερά του βορειοανατολικού Ατλαντικού Ωκεανού και της Μεσογείου. Το μουγγρί ψαρεύεται από τον άνθρωπο για το κρέας του.[1]
Το ενήλικο μουγγρί έχει μέσο μήκος 1,5 μέτρο, μέγιστο γνωστό μήκος 3 μέτρα και μέγιστο βάρος περίπου 110 κιλά[2], κάτι που το καθιστά το βαρύτερο είδος της τάξεως των εγχελυόμορφων ψαριών (τα μεγαλύτερα είδη του γένους μύραινα μπορεί να το φθάσουν ή και να το υπερβούν οριακά σε μήκος, αλλά οι μύραινες είναι λιγότερο χονδρές και επομένως ζυγίζουν λιγότερο από τα μεγαλύτερα μουγγριά).[3] Ωστόσο, τα δείγματα που αλιεύονται ζυγίζουν συνήθως από 2,5 ως 25 κιλά.[4][5] Τα ώριμα θηλυκά, με μέσο μήκος 2 μέτρων, είναι πολύ μεγαλύτερα από τα αρσενικά, τα οποία έχουν μέσο μήκος 1,2 μέτρο[6]
Το σώμα του μουγγριού είναι μακρύ, οφιόμορφο, χωρίς λέπια. Το χρώμα του είναι συνήθως γκρίζο, αλλά μπορεί να είναι και σχεδόν μαύρο (παλαιότερα θεωρούσαν ότι υπάρχουν δύο ποικιλίες: η λευκή και η μελανή), ενώ η κοιλιά του είναι άσπρη. Επιπλέον, μία σειρά από μικρές άσπρες κηλίδες υπάρχει σε κάθε πλευρά. Η κεφαλή είναι σχεδόν κωνική και ελαφρώς πεπλατυσμένη. Το ρύγχος είναι στρογγυλευμένο και εξέχει, με πλευρικά ρουθούνια. Τα κωνικά δόντια είναι διατεταγμένα σε σειρές στις σιαγόνες. Το ραχιαίο και το πρωκτικό πτερύγιο είναι ενωμένα με το ουραίο. Το μουγγρί έχει στηθαία πτερύγια, αλλά όχι κοιλιακά.
Τα μουγγριά έχουν συνήθειες παρόμοιες με αυτές των μυραινιδών. Ζουν κυρίως μέσα σε ανοίγματα βράχων, κάποτε στο ίδιο άνοιγμα με μια μύραινα. Εξέρχονται από τις φωλιές αυτές τη νύχτα για να κυνηγήσουν (νυκτερινοί θηρευτές). Τρέφονται κυρίως με ψάρια, κεφαλόποδα και οστρακόδερμα. Πιστεύεται επίσης ότι καταναλώνουν νεκρά, ακόμα και σάπια ψάρια.[7]
Το μουγγρί βρίσκεται στον ανατολικό Ατλαντικό, από τη Νορβηγία και την Ισλανδία μέχρι τη Σενεγάλη. Επίσης, στη Μεσόγειο Θάλασσα, συμπεριλαμβανομένων του Αιγαίου Πελάγους και της Μαύρης Θάλασσας[8]. Ζει σε βάθη από 0 ως 500 μέτρα, αλλά μπορεί να φθάσει και τα 3600 μέτρα κατά τις μεταναστεύσεις του.[9] Συνήθως κατοικεί σε τραχείς βραχώδεις βυθούς, κοντά στις ακτές όταν είναι νεαρό και σε βαθύτερα νερά στην ωριμότητά του.
Σε ηλικία μεταξύ 5 και 15 ετών το σώμα του μουγγριού υφίσταται έναν μετασχηματισμό: Το μέγεθος των αναπαραγωγικών οργάνων, τόσο των αρσενικών όσο και των θηλυκών, αυξάνεται, η μάζα του σκελετού μειώνεται και τα δόντια πέφτουν.[10] Τότε το ψάρι σταματά να τρέφεται και αφήνει τα ευρωπαϊκά νερά, μεταναστεύοντας στις υποτροπικές περιοχές του Ατλαντικού, όπως είναι η Θάλασσα των Σαργασσών.[7] Μόλις φθάσουν εκεί, ζευγαρώνουν και το θηλυκό γεννά 3 ως 8 εκατομμύρια αυγά. Μόλις εκκολαφθούν, από το στάδιο ακόμα της προνύμφης, που ονομάζεται λεπτοκέφαλος του Μόρρις και έχει μήκος 10 εκατοστών περίπου, τα μικρά μουγγριά αρχίζουν να κολυμπούν προς τα βόρεια, επιστρέφοντας στα ευρωπαϊκά νερά, όπου ζουν μέχρι να φθάσουν στην ωριμότητά τους και να επαναληφθεί ο κύκλος.[11] Η μετανάστευση αυτή είναι παρόμοια με τη μετανάστευση των χελιών.
Το μουγγρί (επιστημονική ονομασία Conger conger, γόγγρος ο κοινός) είναι είδος θαλάσσιου ψαριού της οικογένειας εγχελεΐδες. Είναι το μεγαλύτερο από όλα τα ψάρια που μοιάζουν με φίδι (εγχελυόμορφα) και ζει στα νερά του βορειοανατολικού Ατλαντικού Ωκεανού και της Μεσογείου. Το μουγγρί ψαρεύεται από τον άνθρωπο για το κρέας του.