Η Κελαηδότσιχλα είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Κιχλιδών, μία από τις τσίχλες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Turdus philomelos και περιλαμβάνει 4 υποείδη. [1][2]
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Turdus philomelos philomelos Linnaeus, 1758. [3]
Η επιστημονική ονομασία του γένους, Turdus, είναι λατινική και σημαίνει ακριβώς την ελληνική λέξη Κίχλη «τσίχλα». Μάλιστα, από την αρχαιότητα υπήρχε η παραλλαγή με -α αντί του -η: Συρακόσιοι δε τας κίχλας κιχήλας λέγουσιν (Αθήν.). [5] Από τον όρο κίχλα προήλθε ο νεοελληνικός όρος τσίχλα, με τσιτακισμό. [6]
Για τον όρο philomelos στην επιστημονική ονομασία του είδους υπάρχουν δύο απόψεις που, ωστόσο, οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα. Σύμφωνα με την πρώτη -και προφανή- άποψη, ο όρος είναι άμεση λατινική απόδοση της ελληνικής, φιλόμελος «αυτός που αγαπάει το τραγούδι», που παραπέμπει στο όμορφο κελάηδημα του πτηνού.
Σύμφωνα με την δεύτερη άποψη, ό όρος παραπέμπει στο μυθολογικό πρόσωπο της Φιλομήλας, θυγατέρας του Πανδίονος, η οποία μεταμορφώθηκε σε ωδικό πτηνό [7] (παρά τον συγκεκριμένο μύθο, δεν αναφέρεται κάπου το συγκεκριμένο πτηνό και, είναι ορθότερο, να συνδέεται με το αηδόνι). [8]
Η ίδια αναφορά γίνεται στην αγγλική (song thrush) και την ελληνική λαϊκή ονομασία του είδους.
Το είδος περιγράφηκε από τον Γερμανό πάστορα και ορνιθολόγο Κ. Μπρεμ (Christian Ludwig Brehm, 1787 – 1864), υπό την σημερινή του ονομασία (Γερμανία, 1831) [9] και δεν παρουσιάζει ταξινομικά προβλήματα. Μπορεί να σχηματίζει υπερείδος με το taxon Turdus mupinensis [10].
Το είδος εμφανίζει, σχετικά, ευρύ φάσμα κατανομής αποκλειστικά στον Παλαιό Κόσμο και, συγκεκριμένα, στις Παλαιαρκτική και Αφροτροπική οικοζώνες, ως καθιστικό, καλοκαιρινό αναπαραγόμενο και διαχειμάζον πτηνό, ανάλογα με την επικράτεια. Πιθανότατα, έχει εκλείψει από την Νήσο Αναλήψεως, όπου είχε εισαχθεί στο παρελθόν.
Επίσης έχει εισαχθεί στην Ωκεανία (ΝΑ. Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία και γύρω νησιά) μεταξύ 1860 και 1880, για καθαρά συναισθηματικούς λόγους (το κελάηδημα του πτηνού, «θύμιζε» στους αποίκους την πατρίδα τους). [11] Ειδικά στη Νέα Ζηλανδία, όπου εισήχθη και στα δύο κύρια νησιά, το είδος εγκλιματίσθηκε πολύ γρήγορα και εξαπλώθηκε στα γύρω νησιά (Kermadecs, Chatham Auckland). [12] Αντίθετα, στην Αυστραλία μόνο ένας μικρός πληθυσμός επιβιώνει γύρω από τη Μελβούρνη. Στη Νέα Ζηλανδία, φαίνεται να υπάρχουν κάποιες περιορισμένες, αρνητικές συνέπειες για ορισμένα ασπόνδυλα λόγω της θήρευσης από εισαγόμενα είδη πουλιών, [13] αλλά η κελαηδόχλα βλάπτει τις εμπορικές καλλιέργειες των φρούτων στη χώρα αυτή. Ως εισαγόμενο είδος δεν έχει καμία νομική προστασία στη Νέα Ζηλανδία, και μπορεί να θανατώνεται οποτεδήποτε.
Στην Ευρώπη, απαντά και στις τρεις μορφές μετακίνησης, ως καθιστικό στα βορειοδυτικά, δυτικά και κεντρικά, ως καλοκαιρινό αναπαραγόμενο στα βόρεια, βορειοανατολικά και κεντρικά και ως διαχειμάζον σε διάσπαρτους θύλακες, στα νότια και νοτιοδυτικά. Η κατανομή της συμπίπτει πολύ με της τσαρτσάρας, αλλά στην περιοχή της Ιβηρικής και στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, έρχεται για να διαχειμάσει. Βόρεια φθάνει μέχρι το γεωγραφικό πλάτος των 75° στην Νορβηγία και στις 60° στην Σιβηρία.
Η Αφρική αποτελεί επικράτεια διαχείμασης, στα βορειοδυτικά, σε όλη την βόρεια μεσογειακή ακτή, στα εδάφη παράλληλα με τον Νείλο (μέχρι το Σουδάν), αλλά και στις αφρικανικές ακτές της Ερυθράς Θάλασσας. Επίσης, υπάρχει μικρός θύλακας διαχείμασης στις ακτές του Ατλαντικού.
Η Ασία είναι, κυρίως, επικράτεια καλοκαιρινού φωλιάσματος, σε σχετικά μικρή αλλά συμπαγή ζώνη που αρχίζει από την Ρωσία και τις ακτές του Ευξείνου Πόντου στα δυτικά, μέχρι την Μογγολία, περίπου, στα ανατολικά. Νότια, το είδος φθάνει μέχρι τις ακτές του Περσικού Κόλπου. [14]
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Η κελαηδότσιχλα θεωρείται μερικώς μεταναστευτικό είδος στις επικράτειες όπου κατανέμεται και, ανάλογα με το γεωγραφικά πλάτη, αποδημεί συνήθως νότια των περιοχών φωλιάσματος.
Σε αντίθεση με άλλες τσίχλες, οι πληθυσμοί της κελαηδότσιχλας εμφανίζουν ισχυρή προσήλωση στις τακτικές περιοχές διαχείμασης. Οι περισσότεροι πληθυσμοί του υποείδους T. p. philomelos από την Φιννοσκανδιναβία, τη Γερμανία, την Ελβετία, την Πολωνία και την Ρωσία είναι μεταναστευτικοί, προς τα νοτιοδυτικά ή νοτιοανατολικά, για να ξεχειμωνιάσουν στη Ν. Αγγλία, τη Γαλλία (κυρίως στα νοτιοδυτικά), την Ισπανία και την Πορτογαλία. Οι πληθυσμοί του απώτατου βορρά, κυρίως πτηνά στο 1ο έτος ζωής τους, διαχειμάζουν ακόμη νοτιότερα, στα Κανάρια, το Μαρόκο, την Αλγερία, την Τυνησία, τη Λιβύη, και την Κύπρο. Οι πληθυσμοί από τη Δανία, την Ολλανδία, το Βέλγιο και την ΒΑ. Γαλλία είναι εν μέρει καθιστικοί, με τους περισσότερους να μετακινούνται μόνο σε μικρές αποστάσεις νότια και νοτιοδυτικά, αν και σημαντικός αριθμός από την Ολλανδία διαχειμάζει στη Βρετανία και την Ιρλανδία. Τα πουλιά από την ΑΚ. Ευρώπη διαχειμάζουν κυρίως στην Ιταλία, την Γιουγκοσλαβία, την Ελλάδα, υπόλοιπα Βαλκάνια και την Κύπρο. Πολλοί πληθυσμοί αναπαραγωγής στην Βρετανία και την Ιρλανδία (T. p. clarkei) διαχειμάζουν στην ΒΔ. Γαλλία, στη Β. Ισπανία, την Πορτογαλία και τις Βαλεαρίδες. Τέλος, οι πληθυσμοί των Εβρίδων (T. p. hebridensis) είναι σε μεγάλο βαθμό καθιστικοί, αλλά μερικοί ταξιδεύουν προς την Ιρλανδία. [20]
Οι αναχωρήσεις προς νότον, το φθινόπωρο, ξεκινάνε από τον Αύγουστο, αλλά ο κύριος όγκος φεύγει από τον Σεπτέμβριο έως τις αρχές Νοεμβρίου, ενώ η είσοδος πληθυσμών στην Ιρλανδία συνεχίζεται ακόμη και ως τον Φεβρουάριο. Τα πουλιά που ξεχειμωνιάζουν στις ακτές της Μεσογείου, φθάνουν στα μέσα Οκτωβρίου, αλλά υπάρχουν εισροές ακόμη και μέχρι τα μέσα Απριλίου. Κατά τη διάρκεια αντίξοων καιρικών συνθηκών, πάνω από την Ευρώπη, μεγάλης κλίμακας αφίξεις καταμεσίς του χειμώνα εμφανίζονται τακτικά στη Β. Αφρική, αλλά και στην Ελλάδα. [21]
Η επιστροφή από την Βόρεια Αφρική αρχίζει από τα τέλη Μαρτίου έως τα μέσα Απριλίου. Οι βόρειες επιστροφές από την Πορτογαλία, την Ισπανία, τη Δ. Γαλλία, τη Βρετανία και την Ιρλανδία πραγματοποιούνται κατά την ίδια περίοδο. Οι πληθυσμοί μέσω Ολλανδίας, Χέλγκολαντ και Δανίας αρχίζουν τον Μάρτιο και συνεχίζουν έως τα μέσα Μαΐου. Στην Φινλανδία η επιστροφή πραγματοποιείται από τα μέσα Απριλίου και στην Β. Σουηδία από τις αρχές Μαΐου. [22]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί, μεταξύ άλλων, από τα []Αρχιπέλαγος Σβάλμπαρντ|Σβάλμπαρντ]], το Τσαντ, το Μάλι, την Ιαπωνία, [23] ακόμη και από την Γροιλανδία. [24]
Στην Ελλάδα, η κελαηδότσιχλα απαντά ως μόνιμο, καθιστικό είδος, αλλά και χειμερινός επισκέπτης. [25][26] Η φθινοπωρινή έλευση προς την χώρα πραγματοποιείται από τις αρχές Οκτωβρίου μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου, με πολλά άτομα να συνεχίζουν να καταφθάνουν από τον βορρά, καταχείμωνα. Η εαρινή αποδημία πραγματοποιείται από τα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τις αρχές Μαρτίου, με τα περισσότερα πτηνά να έχουν αναχωρήσει μέχρι τα τέλη Μαρτίου. Κάποιοι περιπλανώμενοι επισκέπτες των -συγκεκριμένων αποδημητικών πληθυσμών- παρατηρούνται μέχρι τα μέσα Απριλίου ή και τον Μάιο. [27] Από την Κρήτη και την Κύπρο αναφέρεται ως χειμερινός επισκέπτης. [28][29]
Στα μεγάλα και μεσαία γεωγραφικά πλάτη της Δ. και Κ. Ευρασίας, τόσο στις ηπειρωτικές όσο και ωκεάνιες θέσεις, προτιμά τα ενδιαιτήματα με ήπιο κλίμα, αλλά απαντά επίσης και στα βόρεια ή -οριακά- υποαρκτικά εδάφη. Ανέχεται τον δροσερό, υγρό, ακόμη και θυελλώδη καιρό αλλά όχι το ξηρό, πολύ ζεστό κλίμα ούτε, αντίστροφα, τις συνθήκες με επίμονο πάγο και χιόνι. Πρακτικά, οι κελαηδότσιχλες μπορούν να βρίσκονται παντού, όπου δένδρα ή θάμνοι συνοδεύουν τα ανοικτά λιβάδια, ή σε συστάδες πεσμένων φύλλων κάτω από τα δέντρα, ή σε υγρό έδαφος όπου υπάρχει αφθονία ασπόνδυλων οργανισμών για τροφή. [30]
Όταν το δάσος απαρτίζεται από κωνοφόρα δένδρα, φωλιάζει στις παρυφές του, ενώ στις πόλεις προτιμάει τα πάρκα και τους κήπους με πυκνή θαμνοκάλυψη και πυκνούς φυσικούς φράκτες. Στις βόρειες επικράτειες του φάσματος κατανομής, φωλιάζει σε πιο ανοικτές περιοχές με αραιή θαμνοκάλυψη. [31]
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Πλατύφυλλα δάση, Χωριά, Κωνοφόρα δάση, Θαμνότοποι και Πόλεις. [32]
Στην Ελλάδα, η κελαηδότσιχλα απαντά κυρίως σε δάση, άλση, φυσικούς φράκτες και θέσεις με χαμόκλαδα. [33] Φωλιάζει σε ορεινές περιοχές (700-1.800 μ.), τόσο σε δάση κωνοφόρων, όσο και σε δάση πλατυφύλλων, κυρίως σε εκείνα με οξιές. [34]
Η κελαηδότσιχλα είναι από τις μικρές ευρωπαϊκές τσίχλες, μεγαλύτερη μόνον από την κοκκινότσιχλα. Έχει, γενικά, «συμπαγές» παρουσιαστικό με σχετικά μικρή ουρά. Η άνω επιφάνεια του σώματος είναι ελαιοκαφετί, ενώ η κάτω είναι καφεκίτρινη, κιτρινόλευκη ή λευκωπή, με τα χαρακτηριστικά μαύρα στίγματα που φέρουν όλες οι τσίχλες αλλά, αντίθετα με την τσαρτσάρα, είναι πιο επιμήκη και γωνιώδη, σαν αιχμές βέλους. Η περιοχή των οφθαλμών φέρει πολύ αχνό, λευκωπό οφθαλμικό δακτύλιο, ενώ τα καλυπτήρια της κάτω επιφάνειας των πτερύγων είναι σκωριόχρωμα-ωχροκίτρινα, εμφανή κατά την πτήση. Η ουρά δεν έχει λευκές άκρες στα εξωτερικά πηδαλιώδη, όπως στην τσαρτσάρα. Η ίριδα είναι μαύρη και το ράμφος καφεγκρίζο, ενώ οι ταρσοί και τα πόδια, ροδόγκριζα.
Δεν υπάρχουν διαφορές στο πτέρωμα μεταξύ των δύο φύλων, αλλά μόνο κάποιες εποχικές διαφοροποιήσεις.Τα νεαρά είναι παρόμοια με τους ενήλικες, αλλά είναι πιο «κιτρινωπά», με πολλές μικρές κηλίδες στην ράχη και τις πτέρυγες, και πιο «κοκκινωπή» ουρά. [35]
(Πηγές: [37][38][39][40][41][42][43][44][45][46][47][48][49][50]
Οι κελαηδότσιχλες τρέφονται κυρίως με καρπούς και ασπόνδυλα, ειδικά σαλιγκάρια, γεωσκώληκες και κάμπιες, καθώς και μαλακά, πεσμένα φρούτα και σωροκάρπια (βατόμουρα). Όπως ο κότσυφας, η τσίχλα ανακαλύπτει την λεία της με την όραση, ενώ υιοθετεί την τεχνική του διαλειμματικού τρεξίματος (run and stop) σε ανοικτό έδαφος, με το κεφάλι γερμένο στην μία πλευρά, [51] πιθανόν για να ακούει καλύτερα την λεία στο έδαφος. [52] Επίσης, μπορεί να αναδεύει σωρούς πεσμένων φύλλων αναζητώντας πιθανά θηράματα. [53] Η αναζήτηση τροφής είναι γρήγορη με σαρωτικές κινήσεις του ράμφους, συνήθως 3-8 διαδοχικές κινήσεις που διαρκούν μέχρι και 1,5 λεπτό, ενώ μερικές φορές συμμετέχουν τα πόδια, αν και μόνον περιστασιακά. [54]
Τα σαλιγκάρια, πολλές φορές καταναλώνονται αφού θραυστεί το κέλυφός τους με «σφυροκόπημα» πάνω σε μια μεγάλη πέτρα-«αμόνι», τεχνική που χρησιμοποιείται, επίσης, από την τσαρτσάρα, αν και όχι τόσο συχνά. [55] Μάλιστα, τα νεαρά άτομα, αρχικά, χρησιμοποιούν άψυχα αντικείμενα (π.χ. μικρές πέτρες) μέχρι να μάθουν να χρησιμοποιούν τα «αμόνια» ως εργαλεία για να συνθλίβουν τα σαλιγκάρια. Η χρήση της συγκεκριμένης τεχνικής είναι τόσο συχνή που, πολλές φορές, η ανεύρεση αυτών των «αμονιών», με τα απομεινάρια των κελυφών, προδίδει την παρουσία του πτηνού στην περιοχή. [56]
Τα ενήλικα άτομα υπόκεινται σε πλήρη έκδυση μετά την αναπαραγωγή, αρχής γενομένης από τα τέλη Μαΐου και τα τέλη Ιουνίου, με ολοκλήρωση στις αρχές Οκτωβρίου. Τα νεαρά πουλιά πουλιά παρουσιάζουν, επίσης, μερική έκδυση, στα καλυπτήρια του κεφαλιού και του σώματος. [60] Μετά την αναπαραγωγή, οι κελαηδότσιχλες συναθροίζεται σε μικρά σμήνη. [61] Όταν βαδίζει στο έδαφος, η κελαηδότσιχλα διατηρεί σαφή, όρθια στάση με τις πτέρυγες ελαφρά γερμένες και, συνήθως, κινείται με μικρά πηδήματα. [62] Γενικά, είναι μοναχικό πτηνό εκτός από την περίοδο φωλιάσματος. [63] Όταν αιφνιδιαστεί, απογειώνεται απότομα αρθρώνοντας χαρακτηριστική, λεπτή κραυγή. [64]
Η πτήση της κελαηδότσιχλας δεν περιλαμβάνει το ενδιάμεσο κλείσιμο των πτερύγων, ανάμεσα στα φτεροκοπήματα, όπως στην τσαρτσάρα και είναι δυνατή και πλήρως ευθεία. [65]
Το κελάηδημα της κελαηδότσιχλας είναι δυνατό, καθαρό και πολύ μελωδικό, από τα ομορφότερα των Στρουθιόμορφων, που δικαιολογεί απόλυτα την ονομασία της. Είναι φλουταριστό, μερικές φορές μιμητικό, [66] με πολλά ποικίλματα και τείνει να επαναλαμβάνει μικρά μουσικά θέματα, τουλάχιστον δύο φορές το καθένα. [67][68] , κάτι που την διαφοροποεί από το κοτσύφι. [69] Το αρσενικό τραγουδάει κυρίως κατά τη διάρκεια του λυκόφωτος, αλλά όχι μόνον, από εκτεθειμένη θέση (perch), [70] συνήθως από την κορυφή ενός δένδρου. [71]
Η περίοδος αναπαραγωγής συνήθως ξεκινά τον Μάρτιο στα νότια, ενώ μπορεί να παραταθεί μέχρι τα τέλη Μαΐου και τον Ιούνιο, στον βορρά. Η ωοτοκία πραγματοποιείται συνήθως δύο φορές σε κάθε περίοδο φωλιάσματος, [73] σπάνια τρεις, ενώ στον βορρά μόνον μία (1). [74]
Στις περιοχές αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), η φωλιά κατασκευάζεται στην διχάλα ενός δένδρου κοντά στον κορμό του ή σε κάποιον ψηλό θάμνο, 1,5-2 μ. (-4μ. ) πάνω από την επιφάνεια του εδάφους, λιγότερο συχνά μέσα σε αναρριχητικά φυτά, σε μεγάλα κούτσουρα και σε κτήρια και, σπάνια, σε πεσμένα κλαδιά ή στο έδαφος, πάντοτε σε καλυμμένη, σκιερή θέση (λ.χ. στις Εβρίδες). Η φωλιά είναι μια καλοσχηματισμένη κυπελοειδής κατασκευή από λεπτά κλαδιά, γρασίδι, ρίζες, βρύα, ξερά φύλλα και λειχήνες, επενδυμένη εσωτερικά με λεπτό στρώμα λάσπης ή πολτό από σάπιο ξύλο. Κατασκευάζεται από το θηλυκό, αν και το αρσενικό μπορεί να βοηθήσει. [75]
Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 έως 6 (-9) υποελλειπτικά, ελαφρώς γυαλιστερά αβγά, διαστάσεων 27,4 Χ 20,8 χιλιοστών [76] και βάρους 6,0 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 6% είναι κέλυφος. [77] Η εναπόθεση των αβγών γίνεται μέρα πάρα μέρα, ενώ η επώαση αρχίζει μετά το τελευταίο αβγό, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί (10-) 11 έως 15 (-17) ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι (altricial) και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων, ενώ η πτέρωση πραγματοποιείται στις 12-15 ημέρες, περίπου. [78]
Η κελαηδότσιχλα, αντίθετα με την τσαρτσάρα, παρασιτείται κατά καιρούς από τον κούκο, αλλά με σπάνια ευμενή κατάληξη γι’ αυτόν, καθώς η κελαηδότσιχλα αναγνωρίζει τα αβγά του κούκου και τα απορρίπτει από την φωλιά. [79]
Τα ενήλικα άτομα θηρεύονται από αρπακτικά όπως γάτες, ξεφτέρια και διάφορες κουκουβάγιες. Ακόμη, την φωλιά (αβγά και νεοσσούς) λυμαίνονται κορακοειδή (καρακάξες και κίσσες) και γκρίζοι σκίουρι, όπου αυτοί είναι παρόντες. [80][81][82]
H κελαηδότσιχλα υφίσταται μεγάλη πίεση από το κυνήγι σε όλες τις χώρες όπου απαντά, στις οποίες θηρεύεται εντατικά. [83] Στην Ελλάδα, το κυνήγι της επιτρέπεται σήμερα από την ελληνική νομοθεσία μάλιστα, το συγκεκριμένο πτηνό, αποτελεί απο τα πλέον θηρευόμενα είδη στην χώρα -πιθανόν το πλέον θηρευόμενο. [84][85] Οι κελαηδότσιχλες θηρεύονταν από πολύ παλιά -ως και 12.000 χρόνια πριν- και μια πρώιμη αναφορά βρίσκεται στην Οδύσσεια. Το κυνήγι είναι πιο εντατικό στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο και, ειδικά στην Ισπανία, συλλαμβάνεται με ξόβεργες, αν και αυτές έχουν απαγορευθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ενώ πολλές προσπάθειες διακοπής αυτής της πρακτικής έχουν αποτύχει. [86]
Σε πολλές περιοχές του φάσματος κατανομής του είδους υπάρχει πτώση των πληθυσμών, η οποία είναι μεγαλύτερη σε γεωργικές εκτάσεις (73% από τα μέσα της δεκαετίας του 1970) και πιστεύεται ότι οφείλεται στην αλλαγή των γεωργικών πρακτικών κατά τις τελευταίες δεκαετίες. [87] Μπορεί να σχετίζεται με την απώλεια των φυσικών φρακτών -για σπορά το φθινόπωρο αντί για την άνοιξ, και, ενδεχομένως, την αυξημένη χρήση φυτοφαρμάκων. Αυτές οι αλλαγές μπορεί να έχουν μειώσει τη διαθεσιμότητα τροφής και των ενδιαιτημάτων φωλιάσματος. [88] Στους κήπους, η χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων για τους γυμνοσάλιαγκες και τα σαλιγκάρια μπορεί να αποτελέσει απειλή, [89] ενώ στις αστικές περιοχές, μερικά πουλιά χάνουν τη ζωή τους σε τροχαία, προσπαθώντας να κάνουν χρήση του σκληρού οδοστρώματος για να συνθλίβουν τα σαλιγκάρια (βλ Τροφή). [90] Επίσης, πολλά άτομα συλλαμβάνονται και διατηρούνται σε κλουβιά. λόγω του όμορφου τραγουδιού τους, αλλά με μικρή επιτυχία. [91]
Στη Βρετανία και την Ολλανδία, έχει υπάρξει πτώση πάνω από 50% των εκεί πληθυσμών και το είδος περιλαμβάνεται στους περιφερειακούς «Κόκκινους καταλόγους». [92][93]
Στη δυτική Παλαιαρκτική, υπάρχουν ενδείξεις μείωσης των πληθυσμών του είδους, αλλά σε επίπεδο κάτω από το όριο που απαιτείται για την εκδήλωση κινδύνου (δηλαδή, πάνω από 30% σε δέκα χρόνια ή τρεις γενεές), ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. [94]
Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Ρωσία (χώρα-«κλειδί» για την επιβίωση του είδους), η Γαλλία, η Σουηδία, η Γερμανία και η Ρουμανία. [95]
Ως αναπαραγόμενο είδος (επιδημητικό ή καλοκαιρινό), η κελαηδότσιχλα φωλιάζει σε περιορισμένο βαθμό στην Ελλάδα σε δασικά οικοσυστήματα, κυρίως στις παραμεθόριες ορεινές περιοχές (π.χ. Ροδόπη, Βόρας), στη Β. Πίνδο και στον Όλυμπο. Τον χειμώνα, ωστόσο, είναι πιο διαδεδομένη σε περισσότερα οικοσυστήματα, και όχι μόνον στα δάση, ιδιαίτερα σε θαμνότοπους και ελαιώνες (βλ. και Βιότοπος, Μεταναστευτική συμπεριφορά, Κυνήγι). [96]
Στον ελλαδικό χώρο η Κελαηδότσιχλα απαντά και με την ονομασία Λογγίσια ή -απλά- Τσίχλα [97] και Τζίκλα (Κύπρος). [98]
Η Κελαηδότσιχλα είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Κιχλιδών, μία από τις τσίχλες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Turdus philomelos και περιλαμβάνει 4 υποείδη.
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Turdus philomelos philomelos Linnaeus, 1758.
Η κελαηδότσιχλα, όπως παραπέμπει η ονομασία της, έχει εξαιρετικά όμορφο και πολυποίκιλο κελάηδημα, συγκρινόμενο μόνον με εκείνο του αηδονιού (βλ. Φωνή).