Ο καρατζάς είναι παρυδάτιο πτηνό της οικογενείας των Λαριδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Hydroprogne caspia και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό). [3]
Ο καρατζάς είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος, από μία κατηγορία πτηνών που στην Ελλάδα έχει τη γενική ονομασία, γλαρόνια (λόγια ονομασία δρεπανίδες).[4] [ii]
Η (νεο)λατινική ονομασία του γένους Hydroprogne είναι αντιδάνεια της ελληνικής Υδροπρόγνη, αγνώστου λοιπής σημασίας.[1][5]
Η επιστημονική ονομασία του είδους, αλλά και η αγγλική λαϊκή ονομασία Caspian Tern, παραπέμπουν σε μία από τις πιο σημαντικές επικράτειες αναπαραγωγής του πτηνού, γύρω από την Κασπία Θάλασσα.
Άγνωστη είναι η σημασία της ελληνικής λαϊκής ονομασίας Καρατζάς, που απαντά ευρέως ως ελληνικό επώνυμο. Η λέξη είναι τουρκικής προέλευσης, σημαίνει «μελαχρινός»,[6] αλλά αναφέρεται και ως ονομασία κάποιου είδους μαύρου αιγάγρου.[7] Πιθανόν να σχετίζεται με το μαύρο στέμμα (κορυφή κεφαλιού) του πτηνού, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι βέβαιο.
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Γερμανό ζωολόγο και βοτανικό Πέτερ Σίμον Πάλας, το 1770, ως Sterna caspia από την περιοχή της Κασπίας.[8]
Η ταξινομική του γένους δεν είναι ακόμη ξεκάθαρη, διότι πολλοί φορείς, μεταξύ των οποίων και η εγκυρότατη κατά Howard & Moore ταξινομική, εξακολουθούν να το τοποθετούν στο Sterna,[3] πολλές φορές μαζί με τα γένη Gelochelidon και Thalasseus, βασιζόμενοι κατά κύριο λόγο σε ηθολογικά στοιχεία. Ωστόσο, σημαντικές μορφολογικές διαφορές από τα συγγενικά είδη, όπως το σαφώς ογκωδέστερο ράμφος, «κλίνουν» περισσότερο προς το γένος Hydroprogne, κάτι που αποδέχεται η ITIS, ενώ το Sterna καταχωρείται ως συνώνυμο.[9][10][11] Επίσης, αναφέρεται συχνά και ως Hydroprogne tschegrava, ιδιαίτερα σε πρόσφατες εργασίες Ρώσων ερευνητών, με τα δύο ονόματα να χρονολογούνται από την ίδια χρονιά.
Το επίσημο site της IUCN αναφέρει επακριβώς: «Η ταξινομική ομάδα έρευνας της BirdLife είναι ενήμερη για τις φυλογενετικές αναλύσεις που έχουν δημοσιευθεί και οι οποίες έχουν προτείνει γενικές ανακατατάξεις που μπορούν να επηρεάσουν την ταξινομική του είδους, αλλά προτιμά να περιμένει έως ότου οι εργασίες από άλλους ταξινομικούς (taxonomists) αποκαλύψουν πώς αυτές οι αλλαγές επηρεάζουν το σύνολο των ταξινομικών ομάδων που συμμετέχουν».[12]
Στη Νέα Ζηλανδία, το πτηνό απαντά ευρέως υπό την τοπική ονομασία των Μάορι, ως ταρανούι (taranui).
Το είδος μπορεί να θεωρηθεί ως κοσμοπολιτικό αλλά με πολύ διάσπαρτη κατανομή. Οι επικράτειες αναπαραγωγής του είναι οι μεγάλες λίμνες και οι ακτές των ωκεανών στη Β. Αμερική (συμπεριλαμβανομένων των Μεγάλων Λιμνών) και, σε τοπικό επίπεδο, αντίστοιχες θέσεις στην Ευρώπη (κυρίως γύρω από τη Βαλτική Θάλασσα και τον Εύξεινο Πόντο), την Ασία, την Αφρική και την Αυστραλασία (Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία).
Ειδικά στην Ευρώπη δεν είναι κοινό είδος, ερχόμενο τα καλοκαίρια κυρίως σε μικρές περιοχές της Σκανδιναβίας (Βοθνιακός κόλπος), της λίμνης Λαντόγκα και του Ευξείνου Πόντου για να αναπαραχθεί, ενώ απαντά ως διαβατικό ή διαχειμάζον πτηνό στις ακτές του ανατολικού Αιγαίου και της Μικράς Ασίας. Πηγές:[3][8][13]
Ο καρατζάς είναι κοσμοπολιτικό, μερικώς μεταναστευτικό είδος, με κατακερματισμένη διασπορά. Παρά το γεγονός ότι οι πληθυσμοί αναπαραγωγής κοντά στον ισημερινό είναι σε μεγάλο βαθμό καθιστικοί,[14] οι βόρειοι πληθυσμοί είναι έντονα μεταναστευτικοί και διασπείρονται μετά από την αναπαραγωγή πριν μεταναστεύσουν νότια.[15] Οι πληθυσμοί της Β. Αμερικής μεταναστεύουν προς τις νότιες ακτές, τις Δυτικές Ινδίες στην Καραϊβική και τις βόρειες περιοχές της Ν. Αμερικής. Οι ευρωπαϊκοί και ασιατικοί πληθυσμοί διαχειμάζουν στις τροπικές περιοχές του Παλαιού Κόσμου, ενώ τα πτηνά της Αφρικής και της Αυστραλασίας είναι επιδημητικά, μετακινούμενα μόνον σε μικρές αποστάσεις.[15]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Βέλγιο, το Γιβραλτάρ, τη Νορβηγία, το Ηνωμένο Βασίλειο και τις Φερόες, το Μπουρούντι και το Εσουατίνι, τη Δομινίκα, τις Βερμούδες και τα νησιά Παρθένοι Νήσοι.[12]
Στην Ελλάδα, ο καρατζάς είναι μεταναστευτικό είδος, απαντώμενος σπανιότερα στη βόρεια και συχνότερα στη νότια χώρα.[16] Πολύ σπάνια, κατά τη φθινοπωρινή του αποδημία παραμένει στη χώρα για να διαχειμάσει, ιδιαίτερα στη δυτική χώρα (Λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου (?)),[17] πιθανόν και στην Αλυκή Κίτρους.[18] Στη λιμνοθάλασσα της Πύλου, τα πρώτα περαστικά πουλιά την άνοιξη εμφανίζονται στα τέλη Μαρτίου, με το πέρασμα να κορυφώνεται από τις αρχές μέχρι τις 25 Απριλίου. Η φθινοπωρινή μετανάστευση είναι από Σεπτέμβριο μέχρι Οκτώβριο και αφορά σε λιγότερα πουλιά.[19] Παρατηρείται, σε μικρούς αριθμούς, σε λίμνες με εκτεταμένες ανοικτές όχθες (Κερκίνη, Αμβρακία),[17] ενώ, χαρακτηριστικό είναι ότι, το 2011, παρατηρήθηκε στον Σχοινιά Αττικής μόνον ένα (1) άτομο,[20] Αναφέρεται και από την Κύπρο, ως σπάνιος διαβατικός επισκέπτης.[21]
Παρόλο που οι οικότοποι αναπαραγωγής, μετανάστευσης και διαχείμασης του είδους μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους, κατά την αναπαραγωγή το είδος δείχνει προτίμηση για φώλιασμα στην άμμο, συνήθως εκείνη που καλύπτεται με κελύφη οστράκων ή βότσαλα, σε παραλίες,[22][23] αμμοθίνες, επίπεδους επιφανειακούς βράχους,[23] προστατευμένους υφάλους,[24] ή στα νησιά,[15][22][23] με αραιή βλάστηση και -επίπεδα ή με ελαφρά κλίση- σημεία που περιβάλλονται από καθαρά, ρηχά, αδιατάρακτα ύδατα.[23]
Ο καρατζάς συχνάζει σε προστατευμένες θαλάσσιες ακτές,[15][23] εκβολές ποταμών,[14][15][24] κόλπους και κολπίσκους, λιμανάκια,[24] παράκτιες λιμνοθάλασσες,[23][24] αλίπεδα [15] και αλυκές.[24][25] Στην ενδοχώρα παρατηρείται, επίσης, σε υγροτόπους με γλυκό ή υφάλμυρο νερό, συμπεριλαμβανομένων μεγάλων λιμνών, εσωτερικών λιμνοθαλασσών,[14][15] μεγάλων ποταμών,[22][24] ρυακιών,[24] πλημμυρισμένων εκτάσεων,[23] ταμιευτήρων,[15][24][26] καθώς και σε λιμνάζοντα νερά αποχετεύσεων.[24] Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, τα πτηνά περιορίζονται σε μεγάλο βαθμό κοντά στην ακτή.[27] όπου κουρνιάζει σε αμμώδεις λωρίδες, ελώδεις περιοχές και όχθες με κελύφη οστράκων.[15]
Ο καρατζάς, παρόλο σπάνιος στην παρατήρηση, είναι η μεγαλύτερη δρεπανίδα σε μέγεθος, οπότε αποτελεί από τα ευκολότερα πτηνά στην αναγνώριση πεδίου. Για την ακρίβεια είναι σημαντικά μεγαλύτερος ακόμη και από το συγγενικό χειμωνογλάρονο (Sterna sandvicensis), ενώ το εκπέτασμά του (άνοιγμα πτερύγων) είναι μεγαλύτερο του θυελλόγλαρου (Larus canus). Οι ενήλικες που αναπαράγονται έχουν μαύρους ταρσούς και πόδια και, μακρύ, ογκώδες κοραλλοκόκκινο ράμφος με μικρό, μαύρο άκρο. Το κεφάλι είναι λευκό με χαρακτηριστικό μαύρο στέμμα που εκτείνεται μέχρι τον αυχένα προς τα πίσω, και την γραμμή των ματιών προς τα κάτω. Λευκά είναι, επίσης, ο λαιμός και η ουρά, ενώ η άνω επιφάνεια των πτερύγων και η ράχη έχουν απαλό γκρίζο χρώμα. Η κάτω επιφάνεια των πτερύγων είναι γκρίζα, αλλά τα πρωτεύοντα ερετικά είναι μαυριδερά. Κατά την πτήση, η ουρά φαίνεται λιγότερο διχαλωτή από τα άλλα γλαρόνια και, οι άκρες του κάτω μέρους από τις πτέρυγες, μαύρες.[28] Αξιοσημείωτο είναι ότι, πολλά ενήλικα άτομα της ίδιας ηλικίας, διαθέτουν διαφορετική μορφή μανδύα (άνω τμήμα της ράχης, mantle), ενώ αποκτούν το κόκκινο ράμφος σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.[29] Κατά τη χειμερινή περίοδο, το μαύρο κάλυμμα του κεφαλιού εξακολουθεί να υπάρχει (σε αντίθεση με πολλά άλλα γλαρόνια), αλλά με αρκετές λευκές ραβδώσεις στο μέτωπο.
Τα φύλα είναι παρόμοια μεταξύ τους, ενώ τα νεαρά άτομα έχουν και αυτά σκούρο κάλυμμα στο κεφάλι, το οποίο εκτείνεται κάτω από την γραμμή των οφθαλμών αλλά διαθέτουν πορτοκαλοκόκκινο ράμφος με γκρίζα άκρη και σκουρότερη ουρά. Επίσης, οι ταρσοί και τα πόδια τους εμφανίζονται λίγο πιο ανοικτόχρωμα από των ενηλίκων, ενώ η ράχη εμφανίζει καφέ σημεία. (Πηγές:[17][29][30][31][32][33][34][35][36][37][38])
Η διατροφή του είδους αποτελείται κυρίως από ψάρια, 5-25 εκ. σε μήκος,[27], γαρίδες,[30] καθώς και από αυγά ή νεοσσούς άλλων πτηνών, θνησιμαία,[15] υδρόβια ασπόνδυλα [22] (π.χ. καραβίδες),[27] ιπτάμενα έντομα [27][39] και γεωσκώληκες.[27]
Αναλύσεις από θέσεις φωλιάσματος στη Σουηδία και τη Φινλανδία έδειξαν την παρουσία 12 ειδών ψαριών στη διατροφή του καρατζά. Από αυτά, τα Κυπρινοειδή (Leuciscinae), η πέρκα (Perca sp.) και η ρέγγα (Clupea harengus), ήταν τα κύρια θηράματα. Για να πιάσει τη λεία, αιωρείται 3 έως 5 μέτρα πάνω από το νερό και, μόλις την εντοπίσει, «καταδύεται» προς την επιφάνεια για να την συλλάβει.
Η πτήση του καρατζά είναι πιο «βαριά» από των άλλων γλαρονιών, με αργά φτεροκοπήματα που θυμίζουν περισσότερο γλάρο, ενώ εμφανίζεται και πιο βαρύς στο εμπρόσθιο μέρος, λόγω του μεγάλου ράμφους.[17][31] Μερικές φορές παρατηρείται να γυροπετάει (soaring).[33]
Ο καρατζάς δεν είναι ένα ιδιαίτερα κοινωνικό είδος εκτός περιόδου αναπαραγωγής,[23] αλλά μπορεί να αθροίζεται σε σμήνη κατά την μετανάστευση,[39] ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα μπορεί να σχηματίζει χαλαρές ομάδες [15] στις πλούσιες περιοχές αλίευσης ή στις νυκτερινές θέσεις κουρνιάσματος.[23] Αντίθετα με τα άλλα γλαρόνια, συμπεριφέρεται περισσότερο ως γλάρος, πολλές φορές μάλιστα επιπλέει όπως εκείνοι στην επιφάνεια του νερού.[35]
Ο καρατζάς αναπαράγεται μεταξύ Απριλίου και Ιουνίου (Βόρειο ημισφαίριο) ή μεταξύ Σεπτεμβρίου και Δεκεμβρίου (Νότιο ημισφαίριο),[15] σε μεγάλες (μέχρι 200 άτομα) πυκνές μονοτυπικές αποικίες, ή κατά μεμονωμένα ζεύγη ή πολύ μικρές ομάδες (2-3 ζευγάρια) μέσα σε μεγάλες αποικίες άλλων ειδών (συνήθως γλαρονιών ή γλάρων).[15][22][40] Η σεξουαλική ωριμότητα επιτυγχάνεται κατά το 3ο έτος της ζωής του, ενώ πολλά ζευγάρια επιλέγουν την ίδια θέση φωλιάσματος κάθε χρόνο. Το ζευγάρι μένει «δεμένο» για πολλά χρόνια, εκτός εάν χρειαστεί να αντικατασταθεί κάποιος από τους συντρόφους, λόγω θανάτου.[41]
Στις προτιμώμενες τοποθεσίες αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), η φωλιά είναι ένα ρηχό βύθισμα σχηματισμένο από το σώμα του πτηνού,[30] πάνω στην άμμο, σε χαλίκια, κελύφη από όστρακα, αραιή βλάστηση [15] ή ξεραμένη λάσπη [14] σε χαμηλά υψώματα, παραλίες,[22][23][24] θίνες [23] επίπεδες βραχώδεις ή πετρώδεις νησίδες, όχθες [42] νησιά ή υφάλους, λίμνες και μεγάλους ποταμούς,[22] σωρούς άχρηστων υλικών και νησίδες σε ταμιευτήρες νερού.[42] Οι φωλιές τοποθετούνται μεταξύ 0,7 και 4 μέτρων η μία από την άλλη στις αποικίες, ενώ οι γονείς μπορούν να αναζητούν την τροφή τους μέχρι και 60 χλμ. από την θέση της φωλιάς.[15] Το υλικό επίστρωσης του κοιλώματος -εάν υπάρχει- αποτελείται από φυτικό υλικό της παρακείμενης βλάστησης.[43]
Η γέννα πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε φώλιασμα αλλά, πιθανή κατεστραμμένη ωοτοκία μπορεί να αναπληρωθεί. Αποτελείται συνήθως από 2-3 αβγά (σπανίως 1), διαμέτρου 64,0 Χ 44,5 χιλιοστών.[44]
Η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του 1ου αβγού, πραγματοποιείται και από τους δύο εταίρους, διαρκεί δε 26-28 ημέρες, περίπου,[15] ενώ κατ’ άλλους, μόνον 20-22 ημέρες.[44][45] Επειδή τα αβγά εναποτίθενται σταδιακά, οι νεοσσοί των τελευταίων αβγών μπορεί να υποσιτίζονται και να πεθάνουν. Οι νεοσσοί είναι ημι-φωλεόφυγοι,[45] γεννιούνται δηλαδή σχετικά ικανοί να ακολουθούν τους γονείς τους. Αφήνουν τη φωλιά μετά από μερικές ημέρες και κρύβονται στην κοντινή βλάστηση, ενώ πτερώνονται (fledge) στις 25-30 ημέρες [44] Οι γονείς γίνονται ιδιαίτερα επιθετικοί προς τυχόν εισβολείς, όσο μεγαλώνουν τους νεοσσούς τους.
Το είδος απειλείται σήμερα από την απώλεια και την υποβάθμιση των οικοτόπων αναπαραγωγής του, λόγω της ταχείας ανάπτυξης της βλάστησης (πιθανώς μέσω της εισαγωγής ξενικών φυτικών ειδών), ενώ μπορεί να απειληθεί στο μέλλον από την απώλεια ενδιαιτημάτων λόγω πλημμυρών, ως αποτέλεσμα ανόδου της στάθμης της θάλασσας.[27] Το είδος είναι ευάλωτο στην ανθρώπινη όχληση στις αποικίες φωλιάσματος,[46] ιδίως κατά τις περιόδους της ερωτοτροπίας και της επώασης.[27] Ακόμη, η έκθεση σε βιοσυσσωρευμένους παράγοντες μόλυνσης (π.χ. οργανοχλωρίνες ή μεθυλυδράργυρος) στα ψάρια, θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά την αναπαραγωγική του επιτυχία.[15] Η ψευδοπανώλη (νόσος Νιούκαστλ), η γρίπη κα η αλλαντίαση των πτηνών [27][47] μπορούν επίσης να απειλήσουν τους τοπικούς πληθυσμούς (αν και αυτές οι ασθένειες είναι απίθανο να απειλήσουν τον παγκόσμιο πληθυσμό ως σύνολο) [27] Τις φωλιές μπορεί να λυμαίνονται διάφορα είδη γλάρων, αν και το μέγεθος του καρατζά, τού επιτρέπει να αμύνεται αποτελεσματικά.[41]
Tο είδος, συνολικά, δεν θεωρείται ότι προσεγγίζει τα κατώτατα όρια του κριτηρίου μείωσης για τον παγκόσμιο πληθυσμό της IUCN Red List (δηλαδή, μείωση κατά περισσότερο από 30%, μέσα σε δέκα χρόνια ή τρεις γενεές), και ως εκ τούτου αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[48]
Βέβαια, οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί είναι σαφώς μικρότεροι από εκείνους των άλλων ηπείρων, μόλις 4500 άτομα αναπαραγωγής, περίπου, με μεγάλη μείωση μεταξύ 1970-1990. Παρόλο που στην επόμενη δεκαετία οι πληθυσμοί σταθεροποιήθηκαν, το είδος στην Ευρώπη αξιολογείται ως Σπάνιο (R).[49] Τους μεγαλύτερους πληθυσμούς αναπαραγωγής στην Ευρώπη διαθέτουν η Ρωσία, η Ουκρανία και η Φινλανδία.[49]
Στην Ελλάδα, τα στοιχεία δείχνουν ότι, ενώ κάποτε φώλιαζε,[17] σήμερα δεν φωλιάζει πλέον.[50]
Τα μέτρα για το είδος αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνουν την διαχείριση οικοτόπων και βλάστησης, την χρήση τεχνητών φωλιών, τη διαχείριση των αρπακτικών (π.χ. έλεγχος των πληθυσμών των γλάρων) και την ελαχιστοποίηση της όχλησης. Η διαχείριση οικοτόπων και βλάστησης μπορεί να περιλαμβάνει τη δημιουργία τεχνητών νησίδων με ήρεμα νερά στην υπήνεμη πλευρά τους, ώστε να υποβοηθηθεί η ανάπτυξη υδρόβιας βλάστησης και βιοτόπων ωοτοκίας των ψαριών ή, εναλλακτικά, τη δημιουργία τεχνητών πλωτών πλατφορμών ωοτοκίας (π.χ. σχεδίες που καλύπτονται με άμμο).[27]
Στον ελλαδικό χώρο ο Καρατζάς απαντά και με την ονομασία Κασπιογλάρονο [16]
Άλλες λόγιες ονομασίες είναι: Δρεπανίς ή Στέρνη η μεγάλη και Δρεπανίς της Κασπίας [51]
i. ^ Η παλαιότερη οικογένεια Sternidae των Χαραδριόμορφων δεν υφίσταται πλέον και έχει αντακατασταθεί από την υποοικογένεια Sterninae (βλ. και Συστηματική Ταξινομική) [3][52]
ii. ^ Επειδή οι λαϊκές ονομασίες «ακολουθούν» παραδοσιακά την ονομασία του γένους, ο Καρατζάς τυπικά δεν είναι γλαρόνι (γένος Sterna). Ο Όντρια στο έργο του «Πανίδα της Ελλάδας», τόμος «Πτηνά», το αναφέρει -ορθώς κατά την άποψή μας- ως Κασπιογλάρονο (γένος Hydroprogne), ονομασία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε ως κατηγορία (μονοτυπική), είτε ως άλλη ονομασία για το πτηνό.[16]
Ο καρατζάς είναι παρυδάτιο πτηνό της οικογενείας των Λαριδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Hydroprogne caspia και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).
Ο καρατζάς είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος, από μία κατηγορία πτηνών που στην Ελλάδα έχει τη γενική ονομασία, γλαρόνια (λόγια ονομασία δρεπανίδες).