dcsimg

Γαλαζοκότσυφας ( grec moderne (1453–) )

fourni par wikipedia emerging languages

O Γαλαζοκότσυφας είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Μυιοθηριδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Monticola solitarius και περιλαμβάνει 5 υποείδη. [3]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Monticola solitarius longirostris (Blyth, 1847). [4]

  • Πτηνό προσαρμοσμένο να ζει σε βραχώδεις περιοχές, ο γαλαζοκότσυφας ξεχωρίζει από το κυανόγκριζο καλοκαιρινό του πτέρωμα και το μουσικό του κελάηδημα. [5]

Κύρια διαγνωστικά στοιχεία

  • Μεγάλο ράμφος και ομοιόμορφο κυανογκρίζο καλοκαιρινό πτέρωμα
  • Μοναχική εμφάνιση σε εκτεθειμένα βραχώδη σημεία με ταυτόχρονο κελάηδημα

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

  • Σταθερή →

Ονοματολογία

Η επιστημονική ονομασία του γένους, monticola, είναι σύνθετη λατινική και προέρχεται από τις επί μέρους λέξεις mons -tis «όρος, βουνό» + colere «ζω, κατοικώ, συχνάζω (κάπου)». [6] Επομένως η ακριβής απόδοση του όρου είναι «αυτός που συχνάζει στα βουνά, ο ορεσίβιος». Η ονομασία του γένους, παραπέμπει στα βραχώδη ενδιαιτήματα του πτηνού. [i]

Η επιστημονική ονομασία του είδους solitarius έχει, επίσης, λατινική ρίζα και σημαίνει «αυτός που ζει μόνος του, μοναχικός». [7] και παραπέμπει στον «μοναχικό» τρόπο εμφάνισης του πτηνού, στους ορεινούς οικοτόπους (βλ. Ηθολογία).

Η αγγλική ονομασία του είδους blue rock thrush σημαίνει «μπλε τσίχλα των βράχων» και σχετίζεται, όπως και η ελληνική, με τον οικότοπο του πτηνού, αλλά κάνει, επίσης, αντιπαράθεση με τον πετροκότσυφα rock thrush, ο οποίος δεν έχει εξ ολοκλήρου κυανό πτέρωμα.

Συστηματική Ταξινομική

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία από τον Λινναίο ως Turdus solitarius, το 1758. [8] Μεταφέρθηκε στο σημερινό του γένος, Monticola, από τον Γερμανό ορνιθολόγο Φρίντριχ Μπουά (Friedrich Boie, 1789-1870), το 1822. Το γένος αυτό ανήκε παλαιότερα στην οικογένεια των Κιχλιδών (Turdidae).

Ο διαχωρισμός των υποειδών είναι, γενικά, δύσκολος με τους μορφολογικούς χαρακτήρες να τείνουν προς διαβάθμιση, υποδηλώνοντας ότι οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, να έχουν ενδιάμεσες εμφανίσεις (clinal). Το υποείδος Monticola solitarius philippensis έχει ιδιαίτερα διακριτό πτέρωμα και, σε κάποιο βαθμό, ξεχωριστά ηθολογικά στοιχεία, αλλά οι ενδιάμεσοι χαρακτήρες είναι, επίσης, παρόντες. [9]

Γεωγραφική κατανομή υποειδών

Ο γαλαζοκότσυφας είναι πτηνό που απαντά σε πολλές περιοχές του Παλαιού Κόσμου (Ευρώπη, Ασία, Αφρική). Ανάλογα με τους κατά τόπους πληθυσμούς, μπορεί να είναι από επιδημητικό έως πλήρως μεταναστευτικό. Έτσι, τα πτηνά που ζουν στην Ν. Ευρώπη και την Β. Αφρική περιλαμβάνουν αρκετούς καθιστικούς πληθυσμούς, ενώ τα περισσότερα ασιατικά υποείδη είναι μεταναστευτικά.

Η γεωγραφική του εξάπλωση περιλαμβάνει τις παραμεσόγειες περιοχές της Ευρώπης και της Β. Αφρικής, με βόρειο όριο τις Άλπεις και την Ιβηρική Χερσόνησο.

Στην Ασία, η κατανομή αρχίζει από την Μικρά Ασία και την Κριμαία στα δυτικά και, διά μέσου της Κ. Ασίας φθάνει μέχρι την Ιαπωνία και την Κίνα στα ανατολικά και την Ινδία και Ινδονησία στα νότια.

Στην Αφρική, τέλος, το είδος αναπαράγεται σε θύλακες στα βόρεια, ωστόσο υπάρχουν μεγάλες περιοχές διαχείμασης στις υποσαχάριες επικράτειες. [10][11][12]

[13][14][15] (σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

Ο γαλαζοκότσυφας, σε άλλες περιοχές της επικρατείας του είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος, σε άλλες μερικώς μεταναστευτικό και σε άλλες επιδημητικό, ανάλογα με την γεωγραφική κατανομή. Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί του είναι, κατά βάσιν καθιστικοί, όχι όμως όλοι, με κάποιους στην περιοχή των Άλπεων και στα Β. Βαλκάνια, να έρχονται το καλοκαίρι για να αναπαραχθούν ή τον χειμώνα για να διαχειμάσουν.

Αντίθετα, οι ασιατικοί πληθυσμοί είναι μερικώς ή πλήρως μεταναστευτικοί στην πλειονότητα των περιπτώσεων, με τα πουλιά να ταξιδεύουν νοτιότερα σε περιοχές που εξαρτώνται από το γεωγραφικό μήκος αναπαραγωγής. Τα ταξίδια πραγματοποιούνται κυρίως κατά τη διάρκεια της νύκτας, συχνά μαζί με τους πετροκότσυφες. Γενικά, είναι εξαιρετικά δύσκολο να διαχωριστούν οι πραγματικά μεταναστευτικοί πληθυσμοί, από εκείνους που πραγματοποιούν τοπικές μετακινήσεις. [16]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Βέλγιο, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Σουηδία, το Μάλι και την Ακτή Ελεφαντοστού, τον Καναδά, αλλά και από την Αυστραλία. [17]

Στην Ελλάδα, ο γαλαζοκότσυφας είναι επιδημητικό είδος, ζει δηλαδή και αναπαράγεται καθ’ όλη την διάρκεια του έτους, σε εκτεταμένες βραχώδεις περιοχές, κυρίως στη νησιωτική χώρα. Ωστόσο, απαντά και στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας, γίνεται όμως σπάνιος στην βόρεια χώρα. [18][19][20] Από την Κρήτη αναφέρεται ως σπάνιο επιδημητικό πτηνό. [21]

Από την Κύπρο αναφέρεται ως επιδημητικό είδος, χειμωνιάτικος μη κοινός επισκέπτης και σπάνιο μεταναστευτικό πτηνό. [22]

Βιότοπος

Ο γαλαζοκότσυφας είναι τυπικό πτηνό μέσου και μεγάλου υψομέτρου, αφού ο κύριος οικότοπος του είδους είναι οι ημιορεινές και ορεινές βραχώδεις τοποθεσίες με διάσπαρτη βλάστηση. Ωστόσο, το υψόμετρο μπορεί να είναι μικρό, ακόμη και κοντά στην θάλασσα, αρκεί να υπάρχουν βράχια στην περιοχή. Επίσης, απαντά σχεδόν πάντοτε σε χαμηλότερα υψόμετρα από εκείνα του συγγενικού πετροκότσυφα. [23][24][25]

Στην ευρύτερη περιοχή του Νεπάλ μπορεί να «ανεβεί» το καλοκαίρι από τα 2.590 μέχρι τα 4.880 μέτρα, αλλά διαχειμάζει κάτω από τα 1.400 μέτρα σε ποτάμια και παλιά κτήρια. [26],

Στην Ελλάδα, οι κύριοι οικότοποι περιλαμβάνουν πετρώδεις και βραχώδεις περιοχές με ελαιώνες, αμπελώνες, αραιούς θάμνους, αλλά και σε ακροποταμιές, από το υψόμετρο της θάλασσα μέχρι τις κορυφές των βουνών. [27] Επίσης σε φαράγγια, ακτές νησιών και απομονωμένες βραχονησίδες. [28]

Μορφολογία

 src=
Το χαρακτηριστικό πολύχρωμο πτέρωμα ενός ενήλικου αρσενικού γαλαζοκότσυφα, κατά την αναπαραγωγική περίοδο (υποείδος M. s. philippensis, με πορτοκαλί κάτω επιφάνεια)

Ο γαλαζοκότσυφας, γενικά, είναι μεσαίου μεγέθους πτηνό που, μπορεί να μην είναι εύκολο να παρατηρηθεί, λόγω της φύσης του εδάφους όπου απαντά. Ωστόσο, η «φιγούρα» του μπορεί να κάνει την εμφάνισή της στιγμιαία, συνήθως στην άκρη ενός βράχου και, τότε, μπορεί να αναγνωριστεί, από το χαρακτηριστικό μπλε αναπαραγωγικό του πτέρωμα. Από μακριά, και με κόντρα φωτισμό, εμφανίζει την σιλουέτα της γερακότσιχλας (Turdus viscivorus), [29] Εχει τις διαστάσεις του πετροκότσυφα, αλλά είναι ελαφρά μεγαλύτερος και με σαφώς μεγαλύτερο ράμφος.

Στο είδος εμφανίζεται έντονος φυλετικός διμορφισμός, με τα δύο φύλα να έχουν μεγάλη διαφορά στο -καλοκαιρινό- πτέρωμα. Η ουρά είναι σχετικά κοντή, και το ράμφος μακρύ, οξύληκτο και με γκριζομπλέ χρώμα. Η ίριδα είναι μαύρη και οι ταρσοί με τα πόδια, γκριζοκαφέ. Ο οφθαλμός περιβάλλεται από ανεπαίσθητο ανοικτόχρωμο δακτύλιο.

Το αναπαραγωγικό πτέρωμα του αρσενικού είναι ομοιόμορφο κυανόγκριζο σε όλο το σώμα, χωρίς τις οριοθετημένες καστανόξανθες περιοχές του πετροκότσυφα, ενώ οι πτέρυγες είναι σκοτεινόχρωμες. Πολλές φορές, αυτό το χρώμα δεν φαίνεται παρά μόνον υπό κατάλληλο φωτισμό, αλλιώς εμφανίζεται πολύ σκούρο. Τα καλυπτήρια φτερά της κάτω επιφανείας της ουράς είναι γκριζομπλέ με λευκές αποχρώσεις. [30]Κατά το φθινόπωρο, το αρσενικό εμφανίζεται πιο «μαυριδερό». [31]

Το θηλυκό, δεν διαθέτει τα φανταχτερά χρώματα του αρσενικού, ωστόσο ξεχωρίζει από τις χαρακτηριστικές λεπτές, ραβδώσεις στο πτέρωμα, που δίνουν την αίσθηση σκωληκοειδών γραμμών, στο κάτω μέρος του σώματος. Πιθανόν να διατηρεί κάποια υποκύανη απόχρωση. [32] Μοιάζει πολύ με τον θηλυκό πετροκότσυφα, αλλά το στέμμα είναι σκουρότερο, ενώ η ουρά είναι σκούρα καφέ και όχι πορτοκαλί-καφέ. Επίσης, η άνω επιφάνεια δεν έχει τις λεπτές ραβδώσεις που υπάρχουν στο κάτω μέρος του σώματος.

Τα νεαρά άτομα είναι πιο σκούρα, με σκούρες σκωληκοειδείς γραμμές και ανοικτόχρωμες άκρες στα στέγαστρα των πρωτευόντων ερετικών φτερών. [33]

Βιομετρικά στοιχεία

Γενικά

  • Μήκος σώματος: (20-) έως 22 (-23) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 33 έως 37 εκατοστά
  • Βάρος: 37 έως 54 γραμμάρια

(Πηγές: [34][35][36][37][38][39][40][41][42])

Τροφή

Ο γαλαζοκότσυφας τρέφεται κυρίως με έντομα (ακρίδες, τριζόνια, κάμπιες κ.α.), μικρές σαύρες και μερικές φορές με σπέρματα ή καρπούς, που συλλέγει είτε από το έδαφος, είτε απευθείας από τα φυτά. Συνηθίζει να κάθεται σε κάποιο σταθερό σημείο, από όπου εποπτεύει τον χώρο, επιτίθεται στα διερχόμενα θηράματα και επανέρχεται στην αρχική του θέση.

Ηθολογία

Γενικά, ο γαλαζοκότσυφας θεωρείται αρκετά απρόσιτος και συνηθίζει να κρύβεται ανάμεσα στις πέτρες, οπότε είναι πιο εύκολο να τον ακούσει, παρά να τον δει κάποιος, [43] ακόμη, όμως, και αν συμβεί αυτό, αναζητά αμέσως κάλυψη. [44][45] Κάνει την εμφάνισή του μοναχικά ή σπανιότερα- κατά ζεύγη, στην άκρη ενός βράχου από όπου αρθρώνει το μελωδικό του κελάηδημα. [46] Συνήθως, περιπλανιέται κοντά σε περιοχές με νερό, διότι πίνει συχνά και του αρέσει να κάνει το καθημερινό «μπάνιο» του.

Φωνή

Το πολύ ηχηρό τραγούδι του γαλαζοκότσυφα είναι φλουταριστό και μελαγχολικό και μοιάζει με εκείνο του κότσυφα [47] και του πετροκότσυφα, αλλά διανθίζεται κάθε τόσο από «σκληρότερες» (harsh) νότες. [48] Ιδιαίτερα αισθητό γίνεται, όταν τα άλλα πουλιά είναι σιωπηλά, αργά το απόγευμα ή κατά τη διάρκεια ψιλόβροχου. Στις περισσότερες περιπτώσεις κελαηδάει από κάποια βραχώδη προεξοχή σε εμφανές σημείο, οπότε είναι πιο εύκολο να τον παρατηρήσει κανείς. Μπορεί όμως να αρθρώνει το τραγούδι του και κατά την πτήση, συνήθως με ανοιγμένη ουρά και με κάθετες εφορμήσεις.

Αναπαραγωγή

 src=
Ο θηλυκός γαλαζοκότσυφας δεν διαθέτει τα λαμπερά χρώματα του αρσενικού (υποείδος M. s. philippensis)

Στα αναπαραγωγικά ενδιαιτήματα (βλ. Βιότοπος) οι γαλαζοκότσυφες φωλιάζουν σε πετρώδη εδάφη, συχνά σε ερείπια, κτήρια και ορυχεία. [49] Η θέση φωλιάσματος είναι τέτοια (βράχια) που, σπάνια υπάρχει ανταγωνισμός ζωτκού χώρου. [50] Η αρχή της αναπαραγωγικής περιόδου εξαρτάται από την γεωγραφική επικράτεια (Μάιο με Ιούνιο στην Ιβηρική, Απρίλιο με Μάιο στην ΒΔ. Αφρική, κ.λ.π.) [51] και η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ ή σπανιότερα δύο φορές σε κάθε φώλιασμα. [52]

Η φωλιά έχει κυπελοειδές (cup) σχήμα και κατασκευάζεται από το θηλυκό, σε μια κοιλότητα βράχου ή σχισμή ενός κτηρίου. [53] Αποτελείται από χορτάρι και βρύα, ενώ επιστρώνεται με φρέσκο γρασίδι και ρίζες. Η γέννα αποτελείται συνήθως από 4-5 (σπανιότερα 3-6) αβγά, διαστάσεων 27,3 Χ 19,9 χιλιοστών. Η επώαση πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί 13-16 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι (altricial), γεννιούνται δηλαδή ανήμποροι και χρειάζονται την προστασία των γονέων τους. Επιτηρούνται κυρίως από το θηλυκό, [54] πτερώνονται και αφήνουν τη φωλιά στις 17 ημέρες, περίπου, [55] ενώ εξακολουθούν να σιτίζονται από τους γονείς για 2 εβδομάδες ακόμη.

Κατάσταση πληθυσμού

Παρόλο που ο γαλαζοκότσυφας δεν φαίνεται ότι μπορεί να επεκτείνει το εύρος εξάπλωσής του στις βορειότερες ευρωπαϊκές περιοχές, λόγω καταστροφής των ενδιαιτημάτων του, δεν θεωρείται απειλούμενος σε παγκόσμιο επίπεδο.

Tο είδος, συνολικά, δεν θεωρείται ότι προσεγγίζει τα κατώτατα όρια του κριτηρίου μείωσης για τον παγκόσμιο πληθυσμό της IUCN Red List (δηλαδή, μείωση κατά περισσότερο από 30%, μέσα σε δέκα χρόνια ή τρεις γενεές), και ως εκ τούτου αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC). [56]

Κουλτούρα

Στο κράτος της Μάλτας ο γαλαζοκότσυφας είναι το «εθνικό πτηνό» των νησιών, μάλιστα, απεικονιζόταν στην Μαλτέζικη Λίρα.

Άλλες ονομασίες

Λόγιες

Οι περισσότερες λόγιες ονομασίες του Γαλαζοκότσυφα είναι τεχνητές και δεν ανταποκρίνονται στην ακριβή μετάφραση από τα λατινικά (βλ. Ονοματολογία και Σημειώσεις), μερικές από τις οποίες είναι: Πετροκόσσυφος ο κυανούς, Κυανοκόσσυφος, Κόσσυφος ο κυανούς, Κυανοκόσσυφος ο κρητικός. Κάποιες είναι πιο κοντά στην λατινική όπως το Κόσσυφος ο μονήρης. Πιθανόν να είναι ο Κύανος των αρχαίων. [57]

Λαϊκές

Στον ελλαδικό χώρο ο Γαλαζοκότσυφας απαντά και με τις ονομασίες Μέρουλα [58] και Γαλαζοπετροκότσυφας. [59] Ωστόσο, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι ονομασίες που τού δίνονται είναι οι ίδιες με εκείνες του Πετροκότσυφα, ιδίως σε περιοχές όπου τον αντικαθιστά στον οικολογικό θώκο (π.χ. Κρήτη, Κυκλάδες).

Σημειώσεις

i. ^ Όπως συμβαίνει και με πολλά άλλα taxa, δεν υπάρχει κάποια λόγια ονομασία που να αποδίδει με ακρίβεια την λατινική επιστημονική ονομασία του πετροκότσυφα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων υπάρχουν καταγεγραμμένες τεχνητές ονομασίες που δεν είναι μετάφραση των λατινικών όρων, λ.χ. Κυανοκόσσυφος ο κρητικός (;!) ή Κόσσυφος ο κυανούς (;!) [60] Ωστόσο, αυτή η αδυναμία πρέπει να θεωρηθεί σε μεγάλο ποσοστό δικαιολογημένη, διότι πολλές λατινικές ονομασίες δεν είναι δυνατόν να αποδοθούν μονολεκτικά, ή, εάν γίνει αυτό, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι αισθητικά αδόκιμο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του είδους Monticola solitarius, του οποίου η ακριβής λόγια απόδοση είναι Ορεσίβιος ο μοναχικός (sic).

Στο παρόν λήμμα προτιμήθηκε η λόγια ονομασία Μοντικόλη η μοναχική, ως η πλησιέστερη στην απόδοση από τα λατινικά και ως, επίσης, καταγεγραμμένη στην βιβλιογραφία στο επίπεδο του γένους. [61]

Παραπομπές

  1. ΠΛ: 11, 121
  2. Howard and Moore, p. 674
  3. Howard and Moore, p. 688
  4. Howard and Moore, p. 688
  5. Bruun, p. 254
  6. http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=colere
  7. http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=solitarius
  8. http://ibc.lynxeds.com/species/blue-rock-thrush-monticola-solitarius
  9. http://ibc.lynxeds.com/species/blue-rock-thrush-monticola-solitarius
  10. Howard and Moore, p. 688
  11. http://www.iucnredlist.org/details/full/22708286/0
  12. http://ibc.lynxeds.com/species/common-rock-thrush-monticola-saxatilis
  13. Howard and Moore, p. 688
  14. http://www.iucnredlist.org/details/full/22708286/0
  15. http://ibc.lynxeds.com/species/common-rock-thrush-monticola-saxatilis
  16. planetofbirds.com
  17. http://www.iucnredlist.org/details/22708286/0
  18. Mullarney et al, p. 272
  19. Όντρια (Ι), σ. 204
  20. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 159
  21. Σφήκας, σ. 60
  22. Mullarney et al, p. 272
  23. Bruun, p. 254
  24. Mullarney et al, p. 272
  25. Flegg, p. 184
  26. Grimmett et al, p. 170
  27. Όντρια (Ι), σ. 204
  28. Mullarney et al, p. 272
  29. Mullarney et al, p. 272
  30. ibercajalav.net
  31. Bruun, p. 254
  32. Perrins, p. 164
  33. Mullarney et al, p. 272
  34. Flegg, p. 184
  35. Heinzel et al, p. 270
  36. Perrins, p. 164
  37. Bruun, p. 254
  38. Όντρια, σ. 204
  39. Mullarney et al, p. 272
  40. http://www.ibercajalav.net
  41. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  42. planetofbirds.com
  43. Heinzel et al, p. 270
  44. Bruun, p. 254
  45. Scott & Forrest, p. 234
  46. Bruun, p. 254
  47. Perrins, p. 164
  48. Mullarney et al, p. 272
  49. Mullarney et al, p. 272
  50. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Μαρτίου 2014. Ανακτήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 2014.
  51. planetofbirds.com
  52. Harrison, p. 265
  53. Perrins, p. 164
  54. planetofbirds.com
  55. Harrison, p. 265
  56. http://www.iucnredlist.org/details/22708286/0
  57. Απαλοδήμος, σ. 27
  58. Απαλοδήμος, σ. 27
  59. Όντρια, σ. 204
  60. Απαλοδήμος, σ. 27
  61. ΠΛ: 11, 121

Βιβλιογραφία

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).

Πηγές

  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: September 2014).
licence
cc-by-sa-3.0
droit d’auteur
Συγγραφείς και συντάκτες της Wikipedia

Γαλαζοκότσυφας: Brief Summary ( grec moderne (1453–) )

fourni par wikipedia emerging languages

O Γαλαζοκότσυφας είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Μυιοθηριδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Monticola solitarius και περιλαμβάνει 5 υποείδη.

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Monticola solitarius longirostris (Blyth, 1847).

Πτηνό προσαρμοσμένο να ζει σε βραχώδεις περιοχές, ο γαλαζοκότσυφας ξεχωρίζει από το κυανόγκριζο καλοκαιρινό του πτέρωμα και το μουσικό του κελάηδημα.
licence
cc-by-sa-3.0
droit d’auteur
Συγγραφείς και συντάκτες της Wikipedia