Bolla (Elaphe longissima ose Coluber longissimus) jeton në pyje të rralla gjethërënëse, në çeltina, livadhe dhe në kullosa të të gjitha viseve të Kosovës. Mund të jetë e gjatë mbi dy metra. Në trupin me ngjyrë të verdhë dhe të murrme ka dy shoka të mbyllëta. Ushqehet me minjë. Nuk është helmuese. Për të në popull tregohen shumë tregime të pabesueshme - se si me bisht rrah si me ndonjë topuz, se si ka shumë koka, e për ta mbytur duhet hequr të gjitha etj.
Smuk (Zamenis longissimus) je najveća bosanskohercegovačka zmija. Smuk je neotrovna zmija i može narasti i preko 2 m. Boja tijela je jednolična, sivkastosmeđa bez jasnih šara. Nalazimo ga po livadama i šumskim proplancima do 1500 m ali se može naći i u naseljenim mjestima.
Hrani se sitnijim sisarima i pticama.
Nedovršeni članak Smuk koji govori o biologiji treba dopuniti. prema pravilima Wikipedije.
Smuk (Zamenis longissimus) je najveća bosanskohercegovačka zmija. Smuk je neotrovna zmija i može narasti i preko 2 m. Boja tijela je jednolična, sivkastosmeđa bez jasnih šara. Nalazimo ga po livadama i šumskim proplancima do 1500 m ali se može naći i u naseljenim mjestima.
Tabib ilon (Elaphe longissima) — suvilonsimonlar oilasi turi. Boʻyi 2 m gacha. Kichkina boshi boʻynidan bir oz ajralib turadi, dumi uzun. Terisi sirtdan silliqtangachalar bilan qoplangan. Baʼzan tanasining orqa tomoni va boshining usti sargʻishkulrang , qoramtir yoki qora boʻladi. Oʻrmon va butazorlarda yashaydi. Urgʻochisi tuproqqa 5—8 ta tuxum qoʻyadi. Kemiruvchilar, mayda qushlar bilan oziqlanadi. Gʻarbiy Yevropaning jan. qismida, Ukrainaning jan.gʻarbida, Kichik Osiyo, Zakavkazye va Shim. Eronda tarkalgan. Kad. yunonlar va rimliklarning tibbiy emblemasida tabiblik xudosi — Eskulap qoʻliga ilon oʻralgan aso tutqazilgan. Eronliklar esa unga Tabib ilon deb nom berishgan.
Zamenis longissimus, antes Elaphe longissima, ye una cullebra d'a familia Colubridae. Ye una especie no verenosa muito rara en Aragón, que se troba en o Pireneu y prepireneu.[1] No ye verenosa, mincha micromamiferos, uevos y aus.
Zamenis longissimus, antes Elaphe longissima, ye una cullebra d'a familia Colubridae. Ye una especie no verenosa muito rara en Aragón, que se troba en o Pireneu y prepireneu. No ye verenosa, mincha micromamiferos, uevos y aus.
D'Äskulapnatter ass eng Natter aus der Ënneruerdnung vun de Schlaangen.
Ο Λαφίτης του Ασκληπιού (Zamenis longissimus, παλιότερα Elaphe longissima) είναι ένα μη δηλητηριώδες φίδι, γηγενές της Ευρώπης. Ανήκει στην οικογένεια των Καινοφιίδων (colubridae). Δεδομένου πως φτάνει σε μήκος τα 2 μέτρα θεωρείται από τα μεγαλύτερα φίδια της Ευρώπης παρόλο που δεν είναι όσο ογκώδες όσο ο Λαφιάτης ή το Malpolon monspessulanus. Ο λαφίτης του Ασκληπιού έχει πολιτιστική και ιστορική σημασία λόγω του ρόλου του στην Ελληνική και Ρωμαϊκή μυθολογία και τον επακόλουθο συμβολισμό.
Το μέγεθος των φιδιών κατά την εκκόλαψη είναι περίπου 30 cm. Το μέγεθος των ενηλίκων συνήθως κυμαίνεται μεταξύ 110 και 160 cm. συνολικά (συμπεριλαμβανομένης της ουράς). Μπορεί να φτάσει τα 200 cm. με το μέγιστο καταγεγραμένο μήκος τα 225 cm.[3] Είναι μακρύ, λεπτό, σκούρο και συνήθως χαλκόχρωμο, με ομαλές λεπίδες που του δίνουν μια μεταλλική γυαλάδα.
Τα ανήλικα άτομα συγχέονται εύκολα με ανήλικα νερόφιδα που επίσης διαθέτουν κίτρινο περιλαίμιο το οποίο περιστασιακά παραμένει για κάποιο χρόνο και σε νεαρά ενήλικα άτομα. Το χρώμα τους είναι ανοιχτό πράσινο ή καφε-πράσινο με διάφορα σκουρόχρωμα μοτίβα κατά μήκων των πλευρών και της πλάτης τους. Το κεφάλι των ανήλικων επίσης διαθέτει χαρακτηριστικές σκούρες κηλίδες: μια κηλίδα σε σχήμα οπλής βρίσκεται πίσω από το κεφάλι και ανάμεσα στις κίτρινες λωρίδες του λαιμού. Μια οριζόντια λωρίδα ξεκινάει από το μάτι και ενώνεται με τα σημάδια στον λαιμό ενώ μια κάθετη λωρίδα συνδέει το μάτι με την 4η και 5η φολίδες του άνω χείλους.
Αν και δεν υπάρχει αισθητός σεξουαλικός διμορφισμός ως προς τον χρωματισμό, τα αρσενικά άτομα αναπτύσσουν αρκετά μακρύτερο μήκος από τα θηλυκά, πιθανώς λόγω της πιο σημαντικής συμβολής ενέργειας εκ μέρους των τελευταίων κατά τον αναπαραγωγικό κύκλο. Άλλες διαφορές, όπως και σε πολλά άλλα φίδια, περιλαμβάνουν την σχετικά μακρύτερη προς το συνολικό μήκος του σώματος ουρά και την ευρύτερη βάση της ουράς στα αρσενικά άτομα.
Η διάταξη των φολίδων περιλαμβάνει 23 σειρές ραχιάιων φολίδων στο μέσο του σώματος (σπανιότερα 19 ή 21), 211-250 κοιλιακές φολίδες, μια διαιρεμένη πρωκτική φολίδα, και 60-91 ζεύγη φολίδων στο κάτω μέρος της ουράς.[4] Οι κοιλιακές φολίδες σχηματίζουν οξεία γωνία στο σημείο συνάντησης του κάτω μέρους του σώματος με το πλαϊνό, πράγμα που ενισχύει την αναρριχητική ικανότητα του είδους. Η διάρκεια ζωής υπολογίζεται σε περίπου 25 με 30 χρόνια.[3]
Η συνεχής περιοχή εξάπλωσης του Zamenis longissimus longissimus, που πλέον αποτελέι τη μόνη αναγνωρισμένη μονοτυπική μορφή, καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της Γαλλίας, (εκτός του Βορρά, περίπου μέχρι το γεωγραφικό πλάτος του Παρισιού), τα ισπανικά Πυρηναία και την ανατολική πλευρά των ισπανικών βόρειων παραλίων, την Ιταλία (εκτός από το Νότο και τη Σικελία), ολόκληρη τη Βαλκανική χερσονήσο και τμήματα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης μέχρι περίπου τον 49ο παράλληλο στο ανατολικό τμήμα της περιοχής εξάπλωσης. Απομονωμένοι πληθυσμοί έχουν εντοπιστεί στα Κανταβρικά όρη, στη Δυτική Γερμανία, στα βορειοδυτικά της Τσεχικής Δημοκρατίας (κοντά στο Κάρλοβι Βάρι, που επί του παρόντος αποτελεί και τη βορειότερη γνωστή φυσική παρουσία του είδους) και στη νότια Ουκρανία. Βρίσκεται επίσης στη βόρεια Τουρκία, το νότιο Αζερμπαϊτζάν και το βορειοδυτικό Ιράν.[5]
Σύμφωνα με στοιχεία από τη μελέτη απολιθώματων, η εξάπλωση του είδους στη θερμότερη Ατλαντική περίοδο (περίπου 8000-5000 χρόνια πριν) της Ολόκαινου έφτανε προς Βορρά ως τη Δανία. Ο σημερινός τσεχικός πληθυσμός θεωρείται πλέον αυτόχθον απομεινάρι της εν λόγω μέγιστης κατανομής με βάση τα αποτελέσματα γενετικών αναλύσεων, πράγμα που μάλλον ισχύει και για τους γερμανικούς πληθυσμούς. Τα απολιθώματα επίσης δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια προηγούμενων μεσοπαγετώνιων περιόδων πληθυσμοί ζούσαν και στη Βρετανία, αλλά οδηγήθηκαν Νότια αργότερα κατά τη διάρκεια μεταγενέστερων παγετωνικών περιόδων. Τέτοιες επαναλαμβανόμενες διακυμάνσεις της εξάπλωσης του είδους στην Ευρώπη εξαιτίας των κλιματολογικών συνθηκών φαίνεται να έχουν συμβεί πολλές φορές κατά το Πλειστόκαινο.[6]
O V.L. Laughlin διατύπωσε την υπόθεση πως τμήματα της γεωγραφικής κατανομής του είδους μπορεί να είναι το αποτέλεσμα της σκόπιμης απελευθέρωσης των φιδιών από τους Ρωμαίους από τους ναούς του Ασκληπιού, όπου τα φίδια έπαιζαν σημαντικό ρόλο στις ιατρικές τελετές και τη λατρεία του θεού.[7][8] Υπάρχουν πλέον δύο πληθυσμοί στη Βρετανία που προέρχονται από ζώα που έχουν δραπετεύσει από την αιχμαλωσία. Ο παλιότερος πληθυσμός, στη βόρεια Ουαλία, έχει επιβιώσει και αναπαράγεται εδώ και τουλάχιστον 30 χρόνια.[9] Ο δεύτερος, νεότερος πληθυσμός, βρίσκεται στο Regent's Park του Λονδίνου. Υπάρχουν υποψίες πως η αποικία υπήρχε για έναν αριθμό ετών χωρίς να γίνει αντιληπτή.[10]
Στο νότο, η εξάπλωση του λαφίτη του Ασκληπιού δείχνει να συμπίπτει με την οριογραμμή μεταξύ φυλλοβόλων δασών πλατύφυλλων και μεσογειακών θαμνώνων, με τους τελευταίους να είναι μάλλον πολύ ξηροί για το είδος. Βόρεια, η γραμμή της παρουσιάς τους δείχνει να καθορίζεται από την θερμοκρασία.[3]
Ο Λαφίτης του Ασκληπιού (Zamenis longissimus, παλιότερα Elaphe longissima) είναι ένα μη δηλητηριώδες φίδι, γηγενές της Ευρώπης. Ανήκει στην οικογένεια των Καινοφιίδων (colubridae). Δεδομένου πως φτάνει σε μήκος τα 2 μέτρα θεωρείται από τα μεγαλύτερα φίδια της Ευρώπης παρόλο που δεν είναι όσο ογκώδες όσο ο Λαφιάτης ή το Malpolon monspessulanus. Ο λαφίτης του Ασκληπιού έχει πολιτιστική και ιστορική σημασία λόγω του ρόλου του στην Ελληνική και Ρωμαϊκή μυθολογία και τον επακόλουθο συμβολισμό.