Cëgliucc pëccërigl ë la famiglia ë gl Passeriformes.
Codanzínzëra (Atini), colanzínzëra (Sëttëfrat), coradënzínzëra (Sand Rënat).
È luongh 16,5 a 18 cm; da na scenna a n’ata 24–28 cm.
Gl máscurë tiev gl chëlor ë la schina verd-marron chiar, cora nera chë lë penn rëttric ë fòr gghiangh. Gl cuap pò cagnà ë chëlor e quess dëpènn da lë tand sottëspèc chë zë tròvanë a l’Auròpa. Chella chë šta ë cchiù a l’Ëtalia, la cinereocapilla, tè gl cuap grigg, la canna gghianga e tòrn tòrn lë recchië è nera fin a gl bbecch. Gl piett e la panza suó ggiall.
La fèmmëna arrassëmeglia a në máscurë sculërit. Zamb e bbecch, a gl máscurë comm a lë fémmënë, suó nir.
Fav lë nédëra a lë part sott a lë fratt.
Gl tip cinereocapilla è quigl chë zë tròva cchiù spiss a l’Ëtalia, la Frangia ë gl Sudd e a l’Ištria. Passa gl viern a l’Áfrëca ciendr-uccëdëntal, a sudd ë gl Sahara. Chëmènza a zë fà vëdé a fin marz-abbril (trica në ccon a par a gl tip nòrdëchë flava).
Cëgliucc pëccërigl ë la famiglia ë gl Passeriformes.
Li djaene hosse-cou (ou djaene hosse-cawe, ou djaenisse), c' est on hosse-cou avou on djaene ploumaedje .
No d' l' indje e sincieus latén : Motacilla flava
C 'est on voyaedjant oujhea ki vént djusse acover e l' Urope.
Li djaene hosse-cou (ou djaene hosse-cawe, ou djaenisse), c' est on hosse-cou avou on djaene ploumaedje .
No d' l' indje e sincieus latén : Motacilla flava
Dûverzînk, gaçerink, dûvzelînk, an bergawîlkeya zerd (Motacilla flava), çûkeke biçûk, dirêj û zirav e ji qûnhejhejokan (Motacillidae) e.
Meziniya wê 16-17 cm digihê.
Dûverzînk, gaçerink, dûvzelînk, an bergawîlkeya zerd (Motacilla flava), çûkeke biçûk, dirêj û zirav e ji qûnhejhejokan (Motacillidae) e.
Fiskesbeštor (Motacilla flava) lea beštoriidda (Motacillidae) gullevaš loddi.
It giel boumantsje (Motacilla flava) is in 16 sm grutte fûgel út de famylje fan de piperfûgels.
It giel boumantsje wurd ek wol gielboarstje of giele wipsturt neamd.
It giel boumantsje is der yn ferskillende foarmen. Der binne ferskeidene ûndersoarten dy't foaral by harren kop ferskille. Se hawwe wol allegear in giele boarst en búk en in grienbrune rêch.
De giele boumantsjes komme foar yn it iepen fjild. Yn sompen of op it boulân mar it meast yn de greiden, yn de buert fan wetter.
De fûgels briede yn Europa en Aazje, mar oerwinterje meast yn Afrika en it súden fan Aazje. Der is ek in populaasje yn Alaska yn Noard-Amearika, dy fûgels oerwinterje meast súdliker by de Pasifyske kust.
De giele boumantsjes ite meast ynsekten dy't troch it fee yn de greiden opjage wurd. Se rinne mei de bisten mei at se iten sykje werby se hurd rinne en ûnderwilens ek stil steane werby se mei harren sturt op en del wippe. Ek at se oerwinterje yn Afrika sykje se it selskip fan boeren mei harren fee.
It giele boumantsje makket in nêst op de grûn ferside tusken it gers. Yn it nêst leit it wyfke 4-6 wyteftige aaien mei griisbrune plakken. It wyfke briedt de aaien yn 11-12 dagen út wernei de jonge fûgels nog 11-13 dagen yn it nêst troch beide âlden fuorre wurde. Dernei ferlitte de jongen it nêst wylst se dan noch net fleane kinne. De boumantsjes bringe yn in jier ien of twa nêsten mei jongen grut.
It giel boumantsje (Motacilla flava) is in 16 sm grutte fûgel út de famylje fan de piperfûgels.
Gulerla (frøðiheiti - Motacilla flava)
A güülbük ((mo.) göölbüker, gööle wipstjart, go. göölbök, wi. hääwerföögel) (Motacilla flava) as en fögel ütj at famile faan a piipern (Motacillidae).
A güülbük ((mo.) göölbüker, gööle wipstjart, go. göölbök, wi. hääwerföögel) (Motacilla flava) as en fögel ütj at famile faan a piipern (Motacillidae).
Jouhlinduine (latin.: Motacilla flava) om Evrazijan i Afrikan levitadud kezalind. Mülütadas Vagolindunvuiččed-sugukundha. Läz 10..15 alaerikod.
Heimon kaikiš penemb erik, 15..16 sm pitte i 17 grammad vedutte hibjanke. Ižačun pök om loštai pakuine, emäčun — vauvazpakuine. Käpšud oleldas muzaburan vai mustan mujun.
Ecib sömäd man pindal päpaloin, vagolindun erineden. Jouhlinduine ani kuti hüppib madme leten. Parad sädas pezoid severziš-se kümniš metrad toine toižespäi da sen edemba. Pezoiteldas luhtoiš, mecoiden jogialangištoiš, soil penzhištonke.
Jouhlinduine (latin.: Motacilla flava) om Evrazijan i Afrikan levitadud kezalind. Mülütadas Vagolindunvuiččed-sugukundha. Läz 10..15 alaerikod.
Heimon kaikiš penemb erik, 15..16 sm pitte i 17 grammad vedutte hibjanke. Ižačun pök om loštai pakuine, emäčun — vauvazpakuine. Käpšud oleldas muzaburan vai mustan mujun.
Ecib sömäd man pindal päpaloin, vagolindun erineden. Jouhlinduine ani kuti hüppib madme leten. Parad sädas pezoid severziš-se kümniš metrad toine toižespäi da sen edemba. Pezoiteldas luhtoiš, mecoiden jogialangištoiš, soil penzhištonke.
Keldupästärikki libo keldupästärikkö (Motacilla flava) on pästärikkilöin heimoh kuului čiučoilinduluadu.
Piduhus: 15-16 cm
Paino: 15-23 g, uročču on emäččyy suurembi.
Keldupästärikki libo keldupästärikkö (Motacilla flava) on pästärikkilöin heimoh kuului čiučoilinduluadu.
Lonjqheue o Vàrdhiére (Motacilla flava)
La pìspisa è n'aceddu (Motacilla flava) cu pizzu suttili e appuntutu, ali e cuda longhi, piumi giarni supra la panza e griciu–bruni supra la schina.
La pìspisa è n'aceddu (Motacilla flava) cu pizzu suttili e appuntutu, ali e cuda longhi, piumi giarni supra la panza e griciu–bruni supra la schina.
The Watter-waggie, or the Wastren Yellae Wagtail (Motacilla flava) is a smaa passerine in the wagtail faimily Motacillidae, which an aa includes the pipits an longclaws.
The Watter-waggie, or the Wastren Yellae Wagtail (Motacilla flava) is a smaa passerine in the wagtail faimily Motacillidae, which an aa includes the pipits an longclaws.
Η Κιτρινοσουσουράδα είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Σεισοπυγιδών, μία από τις σουσουράδες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Motacilla flava και περιλαμβάνει 17 υποείδη.[i][1][2]
Η επιστημονική ονομασία του γένους, Motacilla, είναι λατινική και έχει ως ρίζα το ρήμα moto «κινώ», με σαφή αναφορά στη χαρακτηριστική κίνηση του οπισθίου τμήματος του πτηνού.[6] Αυτό ισχύει και για την αγγλική ονομασία wagtail «κινώ την ουρά».
Η ίδια σημασία αποδίδεται και στην ελληνική λαϊκή ονομασία «σουσουράδα», με ενδιαφέρουσα ετυμολογία: [ΕΤΥΜ. < σεισουράδα (με προληπτ. αφομοίωση) < σεισούρα (< σείω, πβ; αόρ. έ-σεισ-α, + ουρά) + παραγ. επίθημα -άδα]. [7] Επίσης, η λόγια ονομασία του πτηνού «σεισοπυγίς», έχει τα ίδια εννοιολογικά χαρακτηριστικά: [ΕΤΥΜ. < μτγν. σεισοπυγίς, -ίδος < σεισο- (< αρχ. σείω, πβ. αόρ. σεΐσ-ai) + - πυγίς < αρχ. πυγή «οπίσθια».[8]
Ο όρος flava στην επιστημονική ονομασία του είδους, καθώς και οι λαϊκές ονομασίες του στην αγγλική (Yellow wagtail) και ελληνική γλώσσα παραπέμπουν στο χαρακτηριστικό κίτρινο πτέρωμα του πτηνού.
Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο (Ν. Σουηδία, 1758), υπό την σημερινή του ονομασία. Αποτελεί «πρόκληση» για την επιστήμη της Συστηματικής Ταξινομικής, καθώς παρουσιάζει πολλά και αλληλοσυνδεόμενα, μεταξύ τους, προβλήματα. Η κατάσταση περιπλέκεται από τις διασταυρώσεις των υπαρχόντων πληθυσμών, τις διαφορές μεταξύ των φύλων, την ύπαρξη δύο πτερωμάτων στα αρσενικά (αναπαραγωγικό και μη), τα ελλιπή στοιχεία -σε κάποιες περιπτώσεις- και την είσοδο των μοριακών δεδομένων κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Οι σχέσεις μεταξύ των επί μέρους taxa παραμένουν, κατά μεγάλο μέρος, αδιευκρίνιστες και περαιτέρω δεδομένα κρίνεται απαραίτητο να συλλεχθούν.
Πιθανόν, σχηματίζει υπερείδος με το Μ. citreola ή το Μ. capensis, ή με τα δύο αυτά μαζί με το Μ. flaviventris, αλλά οι πρόσφατες μελέτες μοριακής γενετικής δείχνουν ότι, ουδεμία από αυτές τις υποθέσεις ευσταθεί. Πρόσφατες μελέτες μιτοχονδριακού DNA, υποδηλώνουν ότι όλα τα taxa μπορεί να αντιπροσωπεύουν μόνον 3 ξεχωριστά «είδη»: ένα στα βορειοανατολικά του φάσματος κατανομής (με βάση την «φυλή» tschutschensis), ένα στα απώτατα νοτιοανατολικά (με βάση τις «φυλές» taivana και macronyx) και το τρίτο στα δυτικά και κεντρικά (με βάση την «φυλή» flava). Επιπλέον, οι μοριακές μελέτες υποδηλώνουν ότι, η πρώτη «φυλή» συγγενεύει με τους πληθυσμούς του Μ. citreola που απαντούν στα ανατολικά (Μ. c. citreola), ενώ η δεύτερη είναι πιο κοντά στους πληθυσμούς του Μ. citreola που απαντούν στα δυτικά (Μ. c. werae). Ωστόσο, άλλοι ερευνητές θεωρούν ότι τα συγκεκριμένα δύο υποείδη του Μ. citreola είναι αδιαχώριστα από μορφολογική άποψη. Επιπλέον, αρκετοί πληθυσμοί (ιδιαίτερα των υποειδών lutea, feldegg και taivana), συχνά, αντιμετωπίζονται ως ξεχωριστά είδη από κάποιους ερευνητές. Όπως προαναφέρθηκε, η ταξινομική περιπλέκεται περαιτέρω από το γεγονός ότι, ορισμένοι πληθυσμοί υβριδοποιούνται ανά αρκετά τακτά χρονικά διαστήματα, συγχέοντας έτσι την εικόνα σε σχέση με τα όρια κατανομής τους. Αυτό έχει συμβεί με τα προταθέντα taxa, superciliaris, dombrowskii και perconfusus, τα οποία θεωρούνται υβρίδια.
Το υποείδος Μ. f. tschutschensis διασπάστηκε από τα υπόλοιπα το 2004, από την AOU, θεωρηθέν ως διακριτό είδος (Μ. tschutschensis), αλλά η συγκεκριμένη αντιμετώπιση δεν υιοθετήθηκε από την ταξινομική ομάδα εργασίας του BirdLife λόγω των ανεπίλυτων σχέσεων σε διάφορα άλλα υποείδη στην «ομάδα» της flava, πράγμα που σημαίνει ότι τα γεωγραφικά και ταξινομικά όρια δεν μπορούν, ακόμη, να τεθούν στα δύο taxa, εφόσον έχουν ταξινομηθεί ως ξεχωριστά είδη.[9]
Εν αναμονή περαιτέρω ερευνών και έχοντας κατά νου τα προαναφερθέντα στοιχεία, η συστηματική του είδους παραμένει σε εξαιρετικά «δυναμική» κατάσταση και, αυτή που ακολουθείται σήμερα, είναι η πλέον «παραδοσιακή» με 17 υποείδη να αναγνωρίζονται (βλ. Πίνακες Ι και ΙΙ).[i][10]
Το είδος εμφανίζει, ευρύτατο φάσμα κατανομής στον Παλαιό Κόσμο (Παλαιαρκτική, Ινδομαλαισιανή και Αυστραλασιανή οικοζώνες, ως πλήρως μεταναστευτικό πτηνό, που σημαίνει ότι, δεν υπάρχει κάποια επικράτεια στην οποία παραμένει όλες τις εποχές του έτους ως επιδημητικό –με εξαίρεση το αιγυπτιακό υποείδος Μ. f. pygmaea και κάποιους πιθανούς θύλακες στα βορειοδυτικά της Αφρικής και την Ν. Ισπανία. Συν τοις άλλοις, κάποιοι πληθυσμοί έρχονται να φωλιάσουν και στην περιοχή της Αλάσκας απέναντι από την ΒΑ. Σιβηρία, ενώ κάποιοι άλλοι διαχειμάζουν στην Αυστραλία.
Στην Ευρώπη, απαντά σε όλη σχεδόν την ήπειρο ως καλοκαιρινό αναπαραγόμενο είδος, με εξαίρεση την Ισλανδία, την Ιρλανδία και μεγάλο τμήμα των βρετανικών νησιών (κυρίως στα βόρεια και νοτιοανατολικά). Η κατανομή είναι πολύ συμπαγής, εκτός από τις πολύ ορεινές περιοχές των κατά τόπους επικρατειών.
Η Αφρική αποτελεί πολύ μεγάλη επικράτεια διαχείμασης, σε όλη την έκταση της ηπείρου νότια του Σαχέλ και του ισημερινού, μέχρι την Ν. Νότια Αφρική, αλλά υπάρχουν και μικρές επικράτειες μόνιμης παραμονής (καθιστικό) στα βορειοδυτικά και στα εδάφη παράλληλα με τον Νείλο (μέχρι το Σουδάν), που είναι και οι μοναδικές επιδημητικές θέσεις του παγκόσμιου πληθυσμού.
Η Ασία είναι, κυρίως, επικράτεια καλοκαιρινού φωλιάσματος, σε μεγάλη και συμπαγή ζώνη που αρχίζει από την Ρωσία και τις ακτές του Ευξείνου Πόντου στα δυτικά, μέχρι την απώτατη ΒΑ. Σιβηρία, την Ιαπωνία και τις απέναντι ακτές της Αλάσκας. Νότια, το είδος φθάνει σε όλη την Ινδομαλαισιανή και τμήμα της Αυστραλασιανής οικοζώνης, στην Νέα Γουινέα και την Ν. Αυστραλία, αποκλειστικά ως διαχειμάζον πτηνό.[11]
(σημ. με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντούν στον ελλαδικό χώρο. Ωστόσο, τα υποείδη κατά τις μεταναστεύσεις είναι, πρακτικά, αδύνατον να καταγραφούν με ακρίβεια και, πιθανότατα, είναι περισσότερα)
(σημ. Τα συγκεκριμένα στοιχεία των αρσενικών ατόμων αφορούν μόνο στο πτέρωμα αναπαραγωγής. Τα άτομα στα όρια των περιοχών εξάπλωσης -βλ. Πίνακα Ι- με πιο ακαθόριστα στοιχεία [less defined], λόγω υβριδοποιήσεων)
Η κιτρινοσουσουράδα θεωρείται πλήρως μεταναστευτικό είδος σε όλες τις επικράτειες όπου εξαπλώνεται και, ανάλογα με το γεωγραφικά πλάτη, αποδημεί συνήθως νότια των περιοχών φωλιάσματος. Πάντως, οι ακριβείς περιοχές διαχείμασης των διαφόρων υποειδών δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν με ακρίβεια.
Οι περισσότεροι πληθυσμοί διαχειμάζουν στην Αφρική, την Ινδία και την ΝΑ. Ασία. Εξαίρεση αποτελούν οι αιγυπτιακοί πληθυσμοί του M. f. pygmaea, καθώς και κάποιοι στην ΒΔ. Αφρική και τη Ν. Ισπανία που θεωρούνται επιδημητικοί.
Οι παράγοντες που τεκμηριώνουν την έντονη μεταναστευτική συμπεριφορά του είδους είναι καλώς τεκμηριωμένοι: εμφανής -κυρίως κατά την διάρκεια της ημέρας-αποδημία, χρήση πολυπληθέστατων θέσεων κουρνιάσματος -τόσο κατά τη μετανάστευση όσο και τον χειμώνα που διευκολύνει την δακτυλίωση-, και απόκτηση από τα αρσενικά διακριτών πτερωμάτων αναπαραγωγής, λίγο πριν από την ανοιξιάτικη μετανάστευση. Από την άλλη πλευρά, μπορεί να προκύψει σύγχυση από τις ενδιάμεσες διασταυρώσεις και το διακεκομμένο μοτίβο στις γεωγραφικές ποικιλομορφίες.[15]
Οι αποδημίες, τόσο την άνοιξη όσο και το φθινόπωρο, πραγματοποιούνται σε ευρύ μέτωπο, με πλήθος καταγραφών πάνω από τη θάλασσα σε όλους τους τομείς του φάσματος κατανομής. Το φθινοπωρινό πέρασμα στην Ελβετία σημειώνεται ήδη από τα τέλη Ιουλίου, αλλά ο κύριος όγκος αρχίζει το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου και κορυφώνεται συνήθως μέχρι τον Σεπτέμβριο για να τελειώσει απότομα στις αρχές Οκτωβρίου, αν και έχουν παρατηρηθεί άτομα να περνάνε κατά το πρώτο τρίτο του Νοεμβρίου. Στο στενό του Γιβραλτάρ, η δίοδος εκτείνεται από τις αρχές Αυγούστου μέχρι τις αρχές Νοεμβρίου και κορυφώνεται στα μέσα Σεπτεμβρίου. Η άφιξη στην Αφροτροπική οικοζώνη είναι στα τέλη Σεπτεμβρίου, νοτιότερα, τον Οκτώβριο.[16]
Η εαρινή επιστροφή στα βόρεια, αφού προηγηθεί συσσώρευση λίπους ακριβώς νότια της Σαχάρας πραγματοποιείται, επίσης, σε ευρύ μέτωπο, αρχής γενομένης από το Μάρτιο και παρατείνεται μέχρι τις αρχές Μαΐου. Τα αρσενικά φθάνουν στους τόπους αναπαραγωγής πριν από τα θηλυκά, με τις αφίξεις να πραγματοποιούνται από τα τέλη Μαρτίου στη Ν., Δ. και μεγάλο μέρος της Κ. Ευρώπης, από τα μέσα Απριλίου στην περιοχή της Μόσχας, και από τις αρχές Μαΐου ή τις αρχές Ιουνίου στην Λαπωνία.[17]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί, μεταξύ άλλων, από τα Σβάλμπαρντ και την Ισλανδία, τις Μαλδίβες, τις Σεϋχέλλες και τις Κομόρες.[18]
Στην Ελλάδα, η κιτρινοσουσουράδα απαντά -όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη- ως καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης στην βόρεια και κεντρική χώρα, αλλά και ως διαβατικό πτηνό κατά τις δύο μεταναστεύσεις, σε όλη την επικράτεια.[19][20] Τα πρώτα αρσενικά του αναπαραγόμενου υποείδους M. f. feldegg καταφθάνουν στην Ελλάδα στα μέσα Μαρτίου, με την αποδημία να έχει ολοκληρωθεί στις αρχές Απριλίου. Η διέλευση άλλων υποειδών, κυρίως των M. f. flava και M. f. thunbergi πραγματοποιείται αργότερα, από τα τέλη Μαρτίου μέχρι τις αρχές Μαΐου, με κορύφωση στα μέσα Απριλίου.[21]
Κατά την φθινοπωρινή αποδημία, κάποιες ημέρες υπάρχει το ίδιο πρόβλημα, καθώς οι αναχωρούντες αναπαραγωγικοί πληθυσμοί του M. f. feldegg, αναμιγνύονται με τους διαβατικούς μεταναστευτικούς πληθυσμούς άλλων υποειδών από τον βορρά. Η αποδημία πραγματοποιείται από τα μέσα ή τέλη Αυγούστου, μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου. ΟΙ «βόρειες» φυλές περνούν λίγο αργότερα, από τα μέσα Σεπτεμβρίου μέχρι τα μέσα ή τέλη Οκτωβρίου. Η φθινοπωρινή μετανάστευση περιλαμβάνει περισσότερα άτομα από την εαρινή.[22] Κατά τις μεταναστεύσεις, οι πληθυσμοί των παρατηρουμένων πτηνών ανήκουν σε διάφορα υποείδη, καθώς και σε ενδιάμεσες μορφές λόγω υβριδισμού. Οι πληθυσμοί των υποειδών M. f. feldegg και M. f. flavaείναι, μακράν, οι πολυπληθέστεροι. Έχουν παρατηρηθεί, κατά καιρούς, πληθυσμοί των υποειδών M. f. thunbergi (κυρίως), M. f. leucocephala, M. f. lutea, M. f. beema, M. f. cinereocapilla και M. f. flavissima.[23]
Από την Κρήτη αναφέρεται ως καλοκαιρινός επισκέπτης[24] και από την Κύπρο αναφέρεται ως κοινός διαβατικός μετανάστης.[25]
Γενικά, το είδος συχνάζει σε ποικιλία οικοτόπων, συνήθως υγρών ή κοντά σε νερό, με χαμηλή βλάστηση, όπως υγρά λιβάδια και έλη, κοντά σε λίμνες και σε αποχετεύσεις αγροκτημάτων. Ωστόσο, στην Δ. Παλαιαρκτική απαντά στην αρκτική τούνδρα και στην υποαρκτική ή εύκρατη στέπα, από μεσαία έως μεγάλα υψόμετρα. Στις μεσογειακές περιοχές συχνάζει στα ηπειρωτικά ή στις παρυφές με τα ωκεάνια οικοσυστήματα, κατά μεγάλο μέρος σε επίπεδα ή ελαφρώς κεκλιμένα, πεδινά εδάφη.[26] Κατά τις μεταναστεύσεις κατακλύζουν λειμώνες και γήπεδα του γκολφ, ενώ κουρνιάζουν σε καλαμιώνες.[27]
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Αρόσιμες εκτάσεις, Εκβολές, Χείμαρροι, Ποταμοί και Λίμνες.[28]
Στην Ελλάδα, η κιτρινοσουσουράδα είναι τυπικό είδος παράκτιων, αλατούχων ελών, όπου κυριαρχούν αλόφυτα (Arthrocnemum spp., Juncus spp.), με ενδιάμεσες συστάδες από αλμυρίκια. Κοντά στις ακτές, μπορεί να φωλιάζει σε ορυζώνες, ενώ στα ηπειρωτικά καταγράφονται ζευγάρια σε υγρά λιβάδια και έλη με χαμηλή βλάστηση.[29] Επίσης, σε βοσκοτόπους βοοειδών και τρεχούμενα νερά.[30]
Η κιτρινοσουσουράδα είναι λεπτό αλλά εύρωστο πτηνό, με μακριά ουρά, μυτερό ράμφος και λεπτούς, μακρείς ταρσούς. Ξεχωρίζει εύκολα από τις άλλες σουσουράδες από το, ελαφρώς μικρότερο μέγεθος, την μικρότερη ουρά και το, γενικότερο, κίτρινο χρώμα της κάτω επιφάνειας του σώματος και την ελαιοπρασινωπή ή γκριζοπράσινη ράχη. Οι πτέρυγες είναι καφεγκρίζες, με λεπτές αλλά αρκετά διακριτές ανοικτοκίτρινες ή λευκοκίτρινες μπάρες, ενώ η ουρά έχει λευκές άκρες και τα πόδια είναι σκουρόχρωμα. Ωστόσο, οι χρωματισμοί αυτοί όπως, κυρίως, το μοτίβο του κεφαλιού είναι εκείνα τα μορφολογικά στοιχεία που διαφοροποιούνται έντονα στους κατά τόπους πληθυσμούς και συμβάλλουν καθοριστικά στην μεγάλη ποικιλομορφία του είδους (για λεπτομερή περιγραφή των επί μέρους υποειδών, βλ. Πίνακα ΙΙ).
Στα περισσότερα υποείδη εμφανίζεται φυλετικός και εποχικός διμορφισμός (ιδιαίτερα στο κεφάλι και το στήθος), με τα αρσενικά να έχουν πιο φωτεινά χρώματα από τα θηλυκά κατά την αναπαραγωγική περίοδο, αλλά τα χάνουν αργότερα και μοιάζουν με τα θηλυκά. Τα ανήλικα άτομα του φθινοπώρου είναι «θαμπά» στο κάτω μέρος, με ωχρόλευκο, ελάχιστα κιτρινωπό υπογάστριο.
(Πηγές:[32][33][34][35][36][37][38][39][40][41][42][43][44][45])
Οι κιτρινοσουσουράδες τρέφονται κυρίως με μικρά ασπόνδυλα (έντομα, κάμπιες αράχνες, κ.α). Τρεις είναι οι βασικές τεχνικές αναζήτησης της τροφής, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης τής υψηλής πτήσης: 1) Κανονική συλλογή, απ’ ευθείας από το έδαφος ή την επιφάνεια του νερού, ενώ βαδίζει. 2) Γρήγορη σύλληψη μετά από ταχύ τρέξιμο (run-picking), με απότομη κίνηση αιφνιδιασμού της λείας, είτε από την επιφάνεια του εδάφους είτε κατά την απογείωση. 3) Εναέρια σύλληψη, με σύντομη πτήση από το έδαφος ή από σημείο επόπτευσης (perching post). Το θήραμα συλλαμβάνεται με το ράμφος είτε με κατάρριψή του (sic) στο έδαφος, με κτύπημα των πτερύγων. Περιστασιακά συλλαμβάνει έντομα από τα φυτά με αιώρηση, ή χαμηλή πτήση πάνω από το νερό. Η ουρά βοηθάει στην διατήρηση της ισορροπίας, όταν αλλάζει κατεύθυνση κατά την πτήση.[46] Επίσης, περιστασιακά, τρέφεται με φυτικό υλικό, κυρίως με σπέρματα.[47]
Η κιτρινοσουσουράδα είναι από τα πλέον οικεία στρουθιόμορφα, με την υπερκινητικότητά τους και την μακριά ουρά, που συνοδεύεται από την χαρακτηριστική, συνεχή κίνησή της «πάνω-κάτω», όπως κάνουν όλες οι σουσουράδες. Επίσης κινεί το κεφάλι «μπρος-πίσω» όταν βαδίζει, όπως κάνουν τα περιστέρια. Γενικά, είναι μοναχικό πτηνό εκτός από την μη-αναπαραγωγική περίοδο, οπότε σχηματίζει μικρά σμήνη. Πολλές φορές ακολουθεί τα ζώα κτηνοτροφίας όταν βόσκουν.[48] Η πτήση της είναι κυματιστή.[49]
Η περίοδος αναπαραγωγής, συνήθως, αρχίζει τον Μάιο-Ιούνιο στη Σκανδιναβία, τον Απρίλιο-Μάιο στη Βρετανία και την Ιρλανδία, τον Απρίλιο-Ιούνιο στη Ν. και Α. Ευρώπη και τον Απρίλιο-Μάιο στην Β. Αφρική.[50] Η ωοτοκία πραγματοποιείται συνήθως άπαξ ή δύο φορές σε κάθε περίοδο φωλιάσματος.[51]
Στις περιοχές αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), η φωλιά κατασκευάζεται στο έδαφος μέσα σε μια κοιλότητα, στους πυκνούς θάμνους ή κάτω από το φύλλωμα ενός χαμηλού φυτού. Είναι μια κυπελοειδής κατασκευή από γρασίδι, ρίζες και βλαστούς, επιστρωμένη με παχύ στρώμα από τρίχες, περιστασιακά από γούνα ή μαλλί.[52] Κατασκευάζεται από το θηλυκό, αν και το αρσενικό μπορεί να βοηθήσει.
Η γέννα αποτελείται από 5 έως 6 (-7) μικρά, υποελλειπτικά και γυαλιστερά αβγά, διαστάσεων 19,0 Χ 14,1 χιλιοστών[53] και βάρους 1,8 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 6% είναι κέλυφος.[54] Η επώαση αρχίζει μετά το τελευταίο αβγό, πραγματοποιείται κυρίως από το θηλυκό και διαρκεί 12 έως 14 ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι (altricial) και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων, αφήνουν την φωλιά στις 10-13 ημέρες, ενώ η πτέρωση πραγματοποιείται στις 16-17 ημέρες, περίπου.[55]
Στην Ελλάδα, κατά την φθινοπωρινή μετανάστευση, η κιτρινοσουσουράδα αποτελεί συχνό θήραμα του μαυροπετρίτη στην Κρήτη και τις Β. Σποράδες.[56]
Παρά το γεγονός ότι, οι πληθυσμοί του είδους εμφανίζουν μείωση σε κάποιες επικράτειες, δεν κινδυνεύει άμεσα, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[57] Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Ρωσία (χώρα-«κλειδί» για την επιβίωση του είδους), η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Πολωνία και η Ουκρανία.[58]
Το αναπαραγόμενο υποείδος M. f. feldegg είναι κοινό και διαδεδομένο σε όλα τα ηπειρωτικά της χώρας και σε πολλά νησιά του Αγαίου και του Ιονίου. Η παρουσία των άλλων υποειδών, παρόλο που καταγράφεται κυρίως κατά τις μεταναστεύσεις (βλ. Μετανάστευση στην Ελλάδα), δυσκολεύει πολύ την διάκριση μεταξύ τους. Μία, κάπως ασφαλέστερη, μέθοδος είναι η καταφυγή στο κάλεσμα (φωνή) των πτηνών, καθώς υπάρχουν διαφορές μεταξύ των υποειδών, ιδιαίτερα το φθινόπωρο, οπότε τα αρσενικά χάνουν το αναπαραγωγικό τους πτέρωμα και η πλειονότητα ανήκει σε νεαρά άτομα.[59]
Στον ελλαδικό χώρο η Κιτρινοσουσουράδα απαντά και με τις ονομασίες, Κοταλίδα (Καλαμάτα), Τσικλαρίδα, Τσιλιβήθρα, Τσίνα (Ακαρνανία),[60] Σκαλιφούρτα (Κύπρος)[61] και Ζευκαλάτης (Κύπρος).[62]
i. ^ Στο παρόν λήμμα ακολουθείται η κατά Howard & Moore (3th ed.) ταξινομική. Ωστόσο, αυτό κατ’ ουδένα τρόπο αποτελεί στατική κατάσταση, αλλά ως εκ της δυναμικής φύσεως του αντικειμένου, μπορεί να υπόκειται σε τυχόν αλλαγές (βλ. Συστηματική ταξινομική)
ii. ^ Συμπεριλαμβάνει και το υποείδος M. f. angarensis[63]
Η Κιτρινοσουσουράδα είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Σεισοπυγιδών, μία από τις σουσουράδες που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Motacilla flava και περιλαμβάνει 17 υποείδη.
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Motacilla flava feldegg Michahelles, 1830, ως το σημαντικότερο αναπαραγωγικό taxon, αλλά κατά τις μεταναστεύσεις παρατηρείται ανάμιξη διαφορετικών πληθυσμών και, πολλές φορές, είναι εξαιρετικά δύσκολο να καθοριστεί η ταυτότητα των κατά τόπους υποειδών, δεδομένης της -ούτως ή άλλως- περίπλοκης συστηματικής τους (βλ. Συστηματική Ταξινομική και Πίνακες υποειδών). Πολυπληθέστεροι διαβατικοί πληθυσμοί κατά τις μεταναστεύσεις, ανήκουν –πέραν του M. f. feldegg- στα υποείδη M. f. flava και M. f. thunbergi, αλλά έχουν παρατηρηθεί περισσότερα, αρκετά από τα οποία αποτελούν ενδιάμεσους υβριδικούς πληθυσμούς (βλ. και Μετανάστευση στην Ελλάδα). Η κιτρινοσουσουράδα, με τους πολυποίκιλους χρωματισμούς του πτερώματός της, ιδιάιτερα στην περιοχή του κεφαλιού, αποτελεί δυσεπίλυτο ταξινομικό γρίφο για τους επιστήμονες. Δεκάδες (sic) taxa έχουν περιγραφεί ως υποείδη, το στάτους των οποίων δεν έχει διευκρινιστεί και έντονες διαφωνίες έχουν διατυπωθεί, κατά καιρούς, και πολλοί ερευνητές τα αναβαθμίζουν σε διακριτά είδη. Η κατάσταση έχει περιπλακεί ακόμη περισσότερο μετά την εισαγωγή των μοριακών δεδομένων.Араҕас сылгычыай (лат. Motacilla flava, нуучч. желтая трясогузка) - көннөрү сылгы чыычааҕыттан кыра. Туундараҕа олохтоох[1].
Уус саамай кыра чыычааҕа, этин-сиинин уһуна 15-16 см[2], ыйааһына 17 г кэриҥэ[3]. Араҕас төбөлөөх сылгычыайтан биллэ кыра, үрүҥ сылгычыайтан уратыта диэн кутуруга кылгас уонна өҥө атын.
Араҕас сылгычыай (лат. Motacilla flava, нуучч. желтая трясогузка) - көннөрү сылгы чыычааҕыттан кыра. Туундараҕа олохтоох.
Уус саамай кыра чыычааҕа, этин-сиинин уһуна 15-16 см, ыйааһына 17 г кэриҥэ. Араҕас төбөлөөх сылгычыайтан биллэ кыра, үрүҥ сылгычыайтан уратыта диэн кутуруга кылгас уонна өҥө атын.
Жолта тресиопашка или говедарка (науч. Motacilla flava) — мала врапчевидна птица од фамилијата на тресиопашките Motacillidae.
Овој вид го има низ цела умерена Европа и Азија, вклучувајќи ја и Македонија. Постојан жител е во потоплите краишта, како во западна Европа, но посеверните и поисточните популации се птици преселници кои зимуваат во Африка и јужна Азија.
Таа е тенка, вита птица, која е долга 15-16 см, со карактеристична долга опашка што постојано се тресе. Овој вид има најмала опашка од европските тресиопашки. Возрасниот мажјак во сезоната на парење е маслинастозелен одозгора и жолт одоздола. Во останатото перје жолтото може да биде заменето со бело. Главата на мажјакот има разни варијанти на обоеност и декорација, зависно од подвидот.
Повикот е карактеристично, високо чиит.[2]
Ова е инсектојадна птица која живее во отворени предели, близу вода, како на пример, влажни ливади. Гнезди во грмушки и несе 4-8 дамчести јајца.
Систематизацијата и филогенијата на овој вид е многу конфузна. Буквално десетици подвидови се опишани со текот на времето, но моментално се распознаваат 15-20.
Обоеноста се однесува на мажјаците, освен ако не е поинаку нагласено.
Жолта тресиопашка или говедарка (науч. Motacilla flava) — мала врапчевидна птица од фамилијата на тресиопашките Motacillidae.
Овој вид го има низ цела умерена Европа и Азија, вклучувајќи ја и Македонија. Постојан жител е во потоплите краишта, како во западна Европа, но посеверните и поисточните популации се птици преселници кои зимуваат во Африка и јужна Азија.
Таа е тенка, вита птица, која е долга 15-16 см, со карактеристична долга опашка што постојано се тресе. Овој вид има најмала опашка од европските тресиопашки. Возрасниот мажјак во сезоната на парење е маслинастозелен одозгора и жолт одоздола. Во останатото перје жолтото може да биде заменето со бело. Главата на мажјакот има разни варијанти на обоеност и декорација, зависно од подвидот.
Повикот е карактеристично, високо чиит.
Ова е инсектојадна птица која живее во отворени предели, близу вода, како на пример, влажни ливади. Гнезди во грмушки и несе 4-8 дамчести јајца.
МывэкӀэпысгъуэжь (лат-бз. Motacilla flava; Budytes flava) — мывэкӀэпыс лъэпкъым щыщ лӀэужьыгъуэщ.
Ищхъэрэ Къаукъазым щыбэгъуа лӀэужьыгъуэщ. Молэмусэ Хь. зэритхымкӀэ, нэхъыбэу уащыхуозэ Хы ФӀыцӀэ, Хы Каспийм я Ӏуфэхэм абы и лӀэужьыгъуэ къуэдзиплӀым (нэхъыбэу гъатхэмрэ бжьыхьэмрэ).
МывэкӀэпысгъуэжьхэм нэхъ къыхах хъупӀэ псыӀэхэмрэ удз кӀыру къыздэкӀ псыпцӀэхэмрэ. А щӀыпӀэхэм ядежи куэдрэ мывэкӀэпысщхьэгъуэжьхэм я гъунэгъуу абгъуэ ящӀ кхъандзэгъу лъабжьэм, е удзыр нэхъ здэӀув щӀыпӀэм. Абгъуэхэм нэхъыбэм я зэхуакущ метри 10-20
МывэкӀэпысгъуэжь (лат-бз. Motacilla flava; Budytes flava) — мывэкӀэпыс лъэпкъым щыщ лӀэужьыгъуэщ.
Ищхъэрэ Къаукъазым щыбэгъуа лӀэужьыгъуэщ. Молэмусэ Хь. зэритхымкӀэ, нэхъыбэу уащыхуозэ Хы ФӀыцӀэ, Хы Каспийм я Ӏуфэхэм абы и лӀэужьыгъуэ къуэдзиплӀым (нэхъыбэу гъатхэмрэ бжьыхьэмрэ).
МывэкӀэпысгъуэжьхэм нэхъ къыхах хъупӀэ псыӀэхэмрэ удз кӀыру къыздэкӀ псыпцӀэхэмрэ. А щӀыпӀэхэм ядежи куэдрэ мывэкӀэпысщхьэгъуэжьхэм я гъунэгъуу абгъуэ ящӀ кхъандзэгъу лъабжьэм, е удзыр нэхъ здэӀув щӀыпӀэм. Абгъуэхэм нэхъыбэм я зэхуакущ метри 10-20
Шар цэгцгий, Motacilla flava, нь Цэгцгийнхэн овгийн шувуу юм. Тэд Европ, Азийн сэрүүн бүс болон Хойд Америк, Аляскад нутаглана. Зөөлөн уур амьсгалтай хэсгийн шувууд нь суурин байх ба зарим нь өвлийн улиралд Африк, өмнөд Азируу нүүдэллэдэг.
Энэхүү шувуу нь 15-16 см урттай, нарийвтар биетэй, 20-35 гр жинтэй, бусад цэгцгийг бодвол богино сүүлтэй юм. Үржлийн улиралд эрэгчин нь оливын ногоон нуруун хэсэг, шар өвөртэй. Бусад улиралд шар хэсэг нь цагаан байна. Толгойн өнгө нь дэд зүйлээс шалтгаалан янз бүр байна.
Шар цэгцгий нь хорхой шавьжаар хооллох ба усны ойролцоо, чийглэг нуга хөндийд идэш тэжээл олно. Дов сондуулт газар үүрээ засаж, 4-8 өндөг гаргадаг.
Эрэгчин цэгцгийн өнгө зүсийг заасан болно.
Шар цэгцгий, Motacilla flava, нь Цэгцгийнхэн овгийн шувуу юм. Тэд Европ, Азийн сэрүүн бүс болон Хойд Америк, Аляскад нутаглана. Зөөлөн уур амьсгалтай хэсгийн шувууд нь суурин байх ба зарим нь өвлийн улиралд Африк, өмнөд Азируу нүүдэллэдэг.
पहेलो टिकटिके नेपालमा पाइने एक प्रकारको चराको नाम हो । यसलाई अङ्ग्रेजीमा वेस्टर्न येल्लो वाग्टेल (Western Yellow Wagtail) भनिन्छ ।
पहेलो टिकटिके नेपालमा पाइने एक प्रकारको चराको नाम हो । यसलाई अङ्ग्रेजीमा वेस्टर्न येल्लो वाग्टेल (Western Yellow Wagtail) भनिन्छ ।
पिलकिया या पियर खड़िच्ची (अंगरेजी: Western yellow wagtail, बै॰:Motacilla flava) चिरइन के खड़िच्ची परिवार के एगो प्रजाति बाटे।
पिलकिया या पियर खड़िच्ची (अंगरेजी: Western yellow wagtail, बै॰:Motacilla flava) चिरइन के खड़िच्ची परिवार के एगो प्रजाति बाटे।
पिवळा धोबी(इंग्रजी: Western yellow wagtail, हिंदी: पिलक्या, पिली खंजन) हा एक पक्षी आहे.
पिवळ्या धोब्याच्या काही उपप्रजाती आहेत.
पिवळा धोबी(इंग्रजी: Western yellow wagtail, हिंदी: पिलक्या, पिली खंजन) हा एक पक्षी आहे.
पिवळ्या धोब्याच्या काही उपप्रजाती आहेत.
करड्या डोक्याचा धोबी किंवा भाटुकली (इंग्लिश:Dark-headed Wagtail or Grey-headed Wagtail; हिंदी:नील-सिर पीलाकिया) ही पिवळ्या धोब्याची एक उपप्रजात आहे. पिवळा धोबी हा आकाराने चिमणीएवढाच असतो. वरील भागाचा रंग हिरवा असून शेपटीची किनार पाढरी असते. खालील भागाचा वर्ण पिवळा असतो. डोक्याचा रंग करडा अथवा थोडासा निळसर :असतो व भुवईचा रंग पांढरा असतो. पिवळा धोबी पाकिस्तान आणि भारतात गंगेचे मैदान ते दक्षिणेकडे कच्छ्, कन्याकुमारी, श्रीलंका आणि पूर्वेकडे बांगला देश ते ब्रम्हदेश व :अंदमान आणि निकोबार बेटे या भागात आढळून येतो. निळ्या डोक्याचा धोबी किंवा चिमण गांगेडा (इंग्लिश:Blue-headed Wagtail; हिंदी:नील-सिर पीलाकिया) ही पिवळ्या धोब्याची एक उपप्रजात आहे.
ਖੱਟਾ ਮਮੋਲਾ ਇੱਕ ਨਿੱਕਾ ਜਿਹਾ ਪੰਖੀ ਹੈ ਜੋ ਪਾਣੀ ਦੇ ਸਰੋਤਾਂ ਲਾਗੇ ਭੁੰਜੇ ਆਪਣੇ ਪੂੰਝੇ ਨੂੰ ਭੁੜਕਾਉਂਦਾ ਤੁਰਦਾ-ਫਿਰਦਾ ਨਜ਼ਰੀਂ ਪੈ ਜਾਂਦਾ ਏ। ਇਸਦਾ ਵਿਗਿਆਨਕ ਨਾਂਅ Motacilla Flava ਏ, ਜਿਸ ਮਾਇਨੇ ਵੀ ਖੱਟਾ ਮਮੋਲਾ ਏ। ਇਹ ਲਗਭਗ ਪੂਰੀ ਦੁਨੀਆ ਦਾ ਪਰਵਾਸ ਕਰਨ ਵਾਲ਼ਾ ਪੰਖੀ ਏ। ਇਸਦਾ ਇਲਾਕਾ ਯੂਰਪ, ਅਫ਼ਰੀਕਾ ਤੇ ਏਸ਼ੀਆ ਤੋਂ ਹੁੰਦੇ ਹੋਏ ਅਲਾਸਕਾ ਤੇ ਅਸਟ੍ਰੇਲੀਆ ਦੀ ਉੱਤਰੀ ਬਾਹੀ ਤੱਕ ਹੈ। ਇਹ ਆਪਣੇ ਰੰਗ ਕਰਕੇ ਬੜਾ ਹੀ ਮਨ-ਮੋਹਣਾ ਪੰਛੀ ਏ।
ਇਸਦੀ ਲੰਮਾਈ 16.5 ਸੈਮੀ, ਨਰ ਦਾ ਵਜ਼ਨ 12.3-26.4 ਗ੍ਰਾਮ ਤੇ ਮਾਦਾ 11.2-22.6 ਗ੍ਰਾਮ ਵਜ਼ਨੀ ਅਤੇ ਇਸਦੇ ਪਰਾਂ ਦਾ ਫੈਲਾਅ 25 ਸੈਮੀ ਦੇ ਏੜ-ਗੇੜ ਹੁੰਦਾ ਹੈ। ਨਰ ਦਾ ਸਿਰ,ਧੌਣ ਤੇ ਸਰੀਰ ਦਾ ਥਲੜਾ ਹਿੱਸਾ ਖੱਟੇ ਰੰਗ ਦਾ ਤੇ ਪਰਾਂ ਦਾ ਰੰਗ ਭੂਰਾ ਹੁੰਦਾ ਏ, ਜੋ ਥੋੜੀ-ਥੋੜੀ ਹਰੀ ਭਾਅ ਮਾਰਦੇ ਹਨ। ਮਾਦਾ ਦਾ ਸਿਰ, ਗਿੱਚੀ ਤੇ ਪਰ ਭੂਰੇ ਅਤੇ ਗਲ਼ੇ ਤੇ ਥੱਲੜੇ ਪਾਸਿਓਂ ਖੱਟੀ ਹੁੰਦੀ ਹੈ। ਮਾਦਾ ਨਰ ਦੇ ਮੁਕਾਬਲੇ ਸੁਸਤ ਸੁਭਾਅ ਦੀ ਹੁੰਦੀ ਹੈ। ਜਵਾਨ ਹੁੰਦੇ ਮਮੋਲੇ ਮਾਦਾ ਵਾਂਙੂੰ ਵਿਖਦੇ ਹਨ ਪਰ ਉਹਨਾਂ ਦੀ ਹਿੱਕ ਵੀ ਭੂਰੀ ਹੁੰਦੀ ਏ। ਖੱਟਾ ਮਮੋਲਾ ਗਾੜੀ ਵੀ ਕਈ ਰਕਮਾਂ ਵਿਚ ਵੰਡਿਆ ਹੋਇਆ ਜਿਸ ਕਾਰਨ ਵੱਖ-ਵੱਖ ਥਾਈਂ ਇਸਦੀ ਅਵਾਜ਼ ਵਿਚ ਥੋੜਾ-ਬਹੁਤਾ ਫ਼ਰਕ ਪੈ ਜਾਂਦਾ ਹੈ। ਕਈ ਵਾਰ ਖੱਟਾ ਮਮੋਲਾ ਭੂਰੇ ਮਮੋਲੇ ਦਾ ਭੁਲੇਖਾ ਪਾਉਂਦਾ ਹੈ ਪਰ ਭੂਰਾ ਮਮੋਲਾ ਇਸਨੋੰ ਜ਼ਿਆਦਾ ਤਕੜਾ ਤੇ ਲੰਮਾ ਹੁੰਦਾ ਏ, ਜੀਹਦਾ ਰੰਗ ਜ਼ਿਆਦਾ ਕਾਲ਼ੀ ਭਾਅ ਮਾਰਦਾ ਤੇ ਪੂੰਝਾ ਚਿੱਟਾ ਹੁੰਦਾ ਹੈ।
ਖੱਟਾ ਮਮੋਲਾ ਰੀੜ੍ਹ ਦੀ ਹੱਡੀ ਰਹਿਤ ਕੀਟ-ਪਤੰਗੇ ਖਾਂਦਾ ਹੈ। ਇਸਦੀ ਮੁੱਖ ਖ਼ੁਰਾਕ ਮੱਖੀਆਂ, ਭੂੰਡੀਆਂ ਤੇ ਮੱਕੜੀਆਂ ਵਰਗੇ ਜੀਅ ਹਨ। ਇਹ ਖੁੱਲ੍ਹਿਆਂ ਮੈਦਾਨਾਂ, ਘੱਟ ਬਨਸਪਤੀ ਵਾਲ਼ੀਆਂ ਚਰਾਂਦਾਂ ਵਿਚ ਖ਼ੁਰਾਕ ਲਈ ਵਾਸਾ ਕਰਦਾ ਏ। ਇਹ ਪਾਣੀ ਦੇ ਸਰੋਤਾਂ ਅਤੇ ਡੰਗਰਾਂ ਦੇ ਰਹਿਣ ਵਾਲ਼ੀਆਂ ਥਾਵਾਂ ਨੂੰ ਵੀ ਬੜਾ ਪਸੰਦ ਕਰਦਾ ਏ ਕਿਉਂਕਿ ਓਥੋਂ ਇਸਨੂੰ ਖਾਣ ਨੂੰ ਬਥੇਰੇ ਕੀਟ ਪਤੰਗੇ ਮਿਲ ਜਾਂਦੇ ਹਨ।
ਖੱਟੇ ਮਮੋਲੇ ਦਾ ਪਰਸੂਤ ਵੇਲਾ ਵਸਾਖ ਤੋਂ ਕੱਤੇਂ/ਕੱਤਕ (ਅਪ੍ਰੈਲ ਤੋਂ ਅਗਸਤ) ਤੱਕ ਹੁੰਦਾ ਏ ਪਰ ਵੱਖ-ਵੱਖ ਥਾਂਈਂ ਪਰਸੂਤ ਵੇਲੇ ਦਾ ਫੇਰ-ਬਦਲ ਵੀ ਹੋ ਸਕਦਾ ਏ। ਪਰਸੂਤ ਦੀ ਰੁੱਤੇ ਮਾਦਾ ਦੋ ਵੇਰਾਂ ਆਂਡੇ ਦੇਂਦੀ ਹੈ ਤੇ ਇੱਕ ਵੇਰਾਂ 4-6 ਆਂਡੇ ਦੇਂਦੀ ਏ। ਪਰਸੂਤ ਰੁੱਤੇ ਇਨ੍ਹਾਂ ਦੇ ਹਰ ਵੇਰਾਂ ਨਵੇਂ ਜੋੜੇ ਬਣਦੇ ਹਨ। ਮਾਦਾ ਉਸ ਨਰ ਨਾਲ ਹੀ ਗਾਟੀ ਪਾਉਂਦੀ ਹੈ ਜੋ ਉਸਦੇ ਆਲ੍ਹਣੇ ਵਾਲ਼ੇ ਇਲਾਕੇ ਦੀ ਦੁੱਜਿਆਂ ਨਰਾਂ ਤੋਂ ਰਾਖੀ ਕਰੇ। ਆਲ੍ਹਣਾ ਮਾਦਾ 'ਕੱਲੀ ਹੀ ਬਣਾਉਂਦੀ ਏ। ਇਹ ਆਪਣਾ ਆਲ੍ਹਣਾ ਭੁੰਜੇ ਹੀ ਕੂਲ਼ੇ ਘਾਹ, ਵਾਲਾਂ ਤੇ ਹੋਰ ਅਜਿਹੇ ਹੀ ਕੂਲ਼ੇ ਸਮਾਨ ਤੋਂ ਬਣਾਉਂਦੀ ਹੈ। ਆਂਡਿਆਂ 'ਤੇ ਯਾਰਾਂ ਤੋਂ ਤੇਰਾਂ ਦਿਨਾਂ ਲਈ ਬਹਿਣ ਤੇ ਬੋਟਾਂ ਨੂੰ ਚੋਗਾ ਲਿਆਣਕੇ ਖਵਾਉਣ ਦਾ ਕੰਮ ਨਰ ਤੇ ਮਾਦਾ ਦੋਵੇਂ ਰਲ਼ਕੇ ਹੀ ਕਰਦੇ ਹਨ। ਬੋਟ ਦੋ ਸਾਤੇ/ਹਫ਼ਤਿਆਂ ਜਾਂ ਇਸਤੋਂ ਥੋੜਾ ਵੱਧ ਚਿਰ ਤੀਕਰ ਆਲ੍ਹਣੇ ਵਿਚ ਰਹਿੰਦੇ ਹਨ ਤੇ ਜਦ ਉੱਡਣ ਗੋਚਰੇ ਹੋ ਜਾਂਦੇ ਫੇਰ ਖੁੱਲੇ ਅਸਮਾਨ ਨੂੰ ਉਡਾਰੀ ਲਾ ਜਾਂਦੇ ਹਨ।
மேற்கத்திய வலசை வாலாட்டி (Western yellow wagtail) [2] என்ற இந்த வகைப்பறவைகள் ஐரோப்பா, ஆசியா போன்ற கண்டங்களில் பரவலாகக் காணப்படுகிறது.
மேற்கத்திய வலசை வாலாட்டி (Western yellow wagtail) என்ற இந்த வகைப்பறவைகள் ஐரோப்பா, ஆசியா போன்ற கண்டங்களில் பரவலாகக் காணப்படுகிறது.