Vigeuzamawe ni ndege wa jenasi Arenaria katika familia Scolopacidae. Wanafanana na chamchanga lakini ni wanene zaidi. Rangi yao ni kahawia na nyeusi mgongoni, nyeupe chini na nyeusi kidarini. Kigeuzamawe mweusi ana nyeusi zaidi mgongoni kuliko kigeuzamawe kahawia, na yule wa pili ana kichwa cheupe takriban kabisa. Spishi mbili zote huzaa katika kande za kaskazini za dunia na huhamia kusini nje ya majira ya kuzaa. Hula wadudu hasa wakati wa majira ya kuzaa; chakula kingine ni gegereka, konokono, nyungunyungu, mayai, mizoga na vipande vya mimea na miani. Hugeuza mawe na vitu vingine ili kutafuta mawindo (asili ya jina lao). Jike huyataga mayai 2-5 ardhini katikati ya mafunjo au manyasi karibu na maji.
Vigeuzamawe ni ndege wa jenasi Arenaria katika familia Scolopacidae. Wanafanana na chamchanga lakini ni wanene zaidi. Rangi yao ni kahawia na nyeusi mgongoni, nyeupe chini na nyeusi kidarini. Kigeuzamawe mweusi ana nyeusi zaidi mgongoni kuliko kigeuzamawe kahawia, na yule wa pili ana kichwa cheupe takriban kabisa. Spishi mbili zote huzaa katika kande za kaskazini za dunia na huhamia kusini nje ya majira ya kuzaa. Hula wadudu hasa wakati wa majira ya kuzaa; chakula kingine ni gegereka, konokono, nyungunyungu, mayai, mizoga na vipande vya mimea na miani. Hugeuza mawe na vitu vingine ili kutafuta mawindo (asili ya jina lao). Jike huyataga mayai 2-5 ardhini katikati ya mafunjo au manyasi karibu na maji.
Steenlopers (Arenaria) sünd en Geslecht ut de Familie vun de Snippenvagels (Scolopacidae). Dor höört twee Aarden to.[1]
Steenlopers (Arenaria) sünd en Geslecht ut de Familie vun de Snippenvagels (Scolopacidae). Dor höört twee Aarden to.
Χαλικοκυλιστής είναι η γενική ονομασία χαραδριόμορφων καλοβατικών πτηνών της οικογενείας των Σκολοπακιδών. Η επιστημονική ονομασία του γένους είναι Arenaria και περιλαμβάνει 2 είδη. [1]
Η επιστημονική ονομασία του γένους arenaria «αρεναρία» [2] προέρχεται πιθανότατα από τη λατινική hărēnārĭus, -a - um, [adj.] < harena, που σημαίνει «αυτός που σχετίζεται με την αρένα» -και κατ’επέκτασιν με την άμμο της αρένας- και παραπέμπει στα ενδιαιτήματα του πτηνού. [3]
Το γένος Arenaria περιγράφηκε από τον Γάλλο ζωολόγο Μ. Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723 – 1806), το 1760. [4] Αποτελεί διακριτό κλάδο εντός της οικογενείας των Σκολοπακιδών, την υποοικογένεια Arenariinae, που περιλαμβάνει μόνο το συγκεκριμένο γένος (μονοτυπικό). [5]. Ο, φυλογενετικά, πλησιέστερος συγγενής του γένους Arenaria είναι το γένος Calidris, [6] με το οποίο, πιθανόν, να σχηματίζουν το taxon Calidriini. [7]
Ένα αποσπασματικό απολίθωμα (ανατομική και φυσιολογία πτηνών|ταρσομεταταρσίου]] (tarsometatarsus) που βρέθηκε στην Κομητεία Edson Sherman, του Κάνσας, εμφανίζει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που θυμίζουν «χαλικοκυλιστές» και χρονολογείται από τα μέσα της περιόδου Blancan, περίπου 4 - 3.000.000 χρόνια πριν. [8]
ΠΜ = Πλήρως μεταναστευτικό, ΜΜ = Μερικώς μεταναστευτικό, ΕΠ = Επιδημητικό (καθιστικό/μόνιμο)
(σημ: με έντονα γράμματα η μορφή μετακίνησης της πλειονότητας των πληθυσμών, σε παρένθεση το μικρότερο ποσοστό και με έντονα πλάγια γράμματα το είδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Οι χαλικοκυλιστές είναι καλοβατικά πτηνά παράκτιων θέσεων που, κινούνται σε μια ζώνη 1-2 χλμ. από τα σημεία που σκάει το κύμα και, σπάνια, απαντούν στα ηπειρωτικά. Βέβαια, κατά τις μεταναστεύσεις παρατηρούνται αναγκαστικά σε εσωτερικά ύδατα (συνήθως όχθες λιμνών και ποταμών), ιδιαίτερα όταν το μεταναστευτικό ταξίδι περιλαμβάνει σταθμούς ανάπαυλας.
Γενικά, φωλιάζουν σε βραχώδεις ακτές, αμμώδεις παραλίες με ξεβρασμένα φύκια, παράλια αλίπεδα με πόες του γένους Cyperaceae (βούρλα κ.ο.κ.), τούνδρα με νανώδεις θάμνους, κ.λπ.
Όλες οι χαλικοκυλιστές, χαρακτηρίζονται από το «κοντόχονδρο» παρουσιαστικό τους , με χαρακτηριστικό μοτίβο στο πτέρωμα και ασπρόμαυρους ή καφέ-λευκούς χρωματισμούς. Το ράμφος τους είναι κοντό, αλλά λεπταίνει από την βάση προς το άκρο και έχει οξύ, ελαφρώς ανασηκωμένο άκρο.
Οι ταρσοί είναι κοντοί, πορτοκαλί ή κοκκινωποί και τα φύλα παρόμοια, που εμφανίζουν εποχικό διμορφισμό, με διαφορετικό πτέρωμα στην περίοδο αναπαραγωγής. (βλ. λεπτομέρειες στα επί μέρους είδη)
(Πηγές: [13][14][15][16][17][18])
Οι χαλικοκυλιστές είναι πτηνά που, κατά βάσιν, τρέφονται με ασπόνδυλα (invertivores), κυρίως καρκινοειδή, θηκόστρακα, πεταλίδες, μαλάκια, εχινόδερμα και μικρά ψάρια. Επίσης, με Δίπτερα έντομα (ενήλικα και προνύμφες), καθώς και προνύμφες από Λεπιδόπτερα, Υμενόπτερα, Κολεόπτερα και αράχνες, ενώ κατά καιρούς περιλαμβάνεται επίσης φυτικό υλικό, [19] κυρίως στην αρχή της σεζόν, [20] αβγά πουλιών και θνησιμαία.
Οι χαλικοκυλιστές υιοθετούν ποικιλία τεχνικών για να εντοπίσει και να συλλάβει το θήραμα, κυρίως όμως, αναποδογυρίζουν πέτρες ή άλλα αντικέιμενα -τεχνική στην οποία οφείλει τη λαϊκή του ονομασία- με το ράμφος του, για να αποκαλύψουν κυρίως γαστερόποδα του γένους Littoraria και αμφίποδα της οικογενείας Gammaridae.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι χαλικοκυλιστές «κινούνται» μεταξύ αυτών των τεχνικών διατροφής, με βάση την ατομική προτίμηση, το φύλο και την κοινωνική θέση, σε σχέση με άλλα άτομα του ιδίου είδους. Σε μελέτη πληθυσμού, τα κυρίαρχα άτομα έτειναν να υιοθετούν την πρώτη τεχνική (περιήγηση) ενώ, ταυτόχρονα, παρεμπόδιζαν τα κατώτερα στην ιεραρχία άτομα να κάνουν το ίδιο. Όταν αυτά τα κυρίαρχα άτομα απομακρύνθηκαν προσωρινά, μερικοί από τους «υφισταμένους» άρχισαν να εφαρμόζουν το ίδιο, ενώ άλλοι δεν έδειξαν καμία αλλαγή στην στρατηγική αναζήτησης τροφής. (βλ. λεπτομέρειες στα επί μέρους είδη)
(βλ. δείγματα φωνής στα λήμματα των επί μέρους ειδών).
Παρόλο που οι χαλικοκυλιστές αναπαράγονται κατά τα καλοκαίρια των αντιστοίχων οικοζωνών, σε κάποιες περιοχές του Νοτίου Ημισφαιρίου, η περίοδος φωλιάσματος, είναι μεταβλητή, ανάλογα με τις βροχοπτώσεις και τη διαθεσιμότητα του νερού. Είναι μονογαμικά πτηνά και η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο.
Οι χαλικοκυλιστές φωλιάζουν σε μοναχικά ζυγάρια ή κατά χαλαρές αποικίες, ακόμη και αν δείχνουν έντονη διάθεση προστασίας του ζωτικού τους χώρου, με διαμάχες μεταξύ γειτονικών ζευγαριών, ενώ πριν το ζευγάρωμα προηγούνται τελετουργικά ερωτοτροπίας. Η φωλιά δεν είναι παρά μια ρηχή κοιλότητα, εντελώς άδεια από υλικό επίστρωσης ή, κάποιες φορές, υπάρχει λιγοστό, νεκρό φυτικό υλικό.
Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος. Η γέννα αποτελείται από 4 υποελλειπτικά προς οβάλ, κηλιδωτά και ελειοπράσινα αβγά, η επώαση πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και, διαρκεί 21 έως 25 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι, αφήνουν σχεδόν αμέσως την φωλιά, επιτηρούνται στενά από τους γονείς και, πολύ σύντομα τρέφονται μόνοι τους.
Γενικά, το γένος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και η IUCN κατατάσσει τα είδη στα Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).
i. ^ Σπάνια λόγια ονομασία κατά Harriet I. Jorgensen, Nomina Avium Europaearum. Copenhagen, 1958 [21] Ωστόσο, η συγκεκριμένη απόδοση είναι παντελώς τεχνητή και ουδεμία σχέση έχει με την λατινική ονομασία του πτηνού (βλ. Ονοματολογία)
Χαλικοκυλιστής είναι η γενική ονομασία χαραδριόμορφων καλοβατικών πτηνών της οικογενείας των Σκολοπακιδών. Η επιστημονική ονομασία του γένους είναι Arenaria και περιλαμβάνει 2 είδη.
Таш тинткичтер (лат. Arenaria) — чулдуктардын бир тукумчасы, буларга өкүл катары кадимки таш тинткич (лат. Arenaria interpres) кирет.
Таш тинткичтер (лат. Arenaria) — чулдуктардын бир тукумчасы, буларга өкүл катары кадимки таш тинткич (лат. Arenaria interpres) кирет.