Η Μετασεκόια η γλυπτοστροβοειδής (Metasequoia glyptostroboides) είναι ένα ταχέως αναπτυσσόμενο, απειλούμενο με εξαφάνιση κωνοφόρο δέντρο, μοναδικό αρτίγονο είδος του γένους Μετασεκόια (Metasequoia), και, μαζί με την Σεκόια την αειθαλή (Sequoia sempervirens) και το Σεκοϊάδενδρο το γιγαντιαίο (Sequoiadendron giganteum), ένα από τα τρία είδη κωνοφόρων που ταξινομούνται στην υποοικογένεια των Σεκοϊομόρφων (Sequoioidae, γνωστά και ως redwoods στα αγγλικά) της οικογένειας των Κυπαρισσοειδών (Cupressaceae). Είναι ενδημικό στην περιοχή Σιτσουάν-Χουπέι της Κίνας.
Το 1941 ο ιάπωνας παλαιοβοτανολόγος Σιγκέρου Μίκι (三木茂) επινόησε το όνομα "Μετασεκόια" ("σαν την σεκόια") για να περιγράψει ένα γένος δέντρων πολύ γνωστό σε συλλογές απολιθωμάτων του βορείου ημισφαιρίου με διάφορα ονόματα, όπως Σεκόια και Ταξόδιο, τα οποία ήταν όλα εσφαλμένα.[2][3] Το 1943 ο Τσαν Γουάνγκ (王战), επιστήμονας του Εθνικού Γραφείου Δασικών Ερευνών της Κίνας, κατά την διάρκεια επίσκεψης στην επαρχία Χουπέι κλήθηκε να αναγνωρίσει ένα "παράξενο" δέντρο στην πόλη Μουντάο (谋道镇)· ο Γουάνγκ συνέλεξε δείγματα του δέντρου τα οποία μετέπειτα ταυτοποίησε ως ανήκοντα στον Γλυπτόστροβο (Glyptostrobus pensilis], ένα φυλλοβόλο κωνοφόρο κοινό στην νότια Κίνα. Το 1945, μετά από περαιτέρω εξέταση από τον Γουάν Τσενγκ (郑万钧), καθηγητή δενδρολογίας, διαπιστώθηκε ότι τα δείγματα δεν προέρχονταν από άτομο G. pensilis αλλά από δέντρο άγνωστο μέχρι τότε στην επιστήμη.[2][3] Όταν τα νέα για την ανακάλυψη ενός νέου γένους διαδόθηκαν, ο δασοκόμος του Πανεπιστημίου του Πεκίνου Τ. Καν, είπε στον Τσενγκ ότι και αυτός είχε δει το δέντρο το χειμώνα του 1941 και αργότερα είχε συλλέξει δείγματα, τα οποία όμως δεν διατήρησε ή επιχείρησε να ταυτοποιήσει. Μόλις το 1948[2] έγινε ο συσχετισμός μεταξύ του νέου γένους του Σ. Μίκι και των ζωντανών δειγμάτων που εντοπίστηκαν από τους Γουάνγκ και Καν. Ο συσχετισμός αυτός και η απόδοση του επιθέτου "γλυπτοστροβοειδής", λόγω της ομοιότητας με τον Γλυπτόστροβο, πιστώνονται στον Γουάν Τσενγκ και τον τότε διευθυντή του Ινστιτούτου Βιολογίας του Πεκίνου Τσιανσου Χου (胡先驌).
Μαζί με την Σεκόια την αειθαλή (Sequoia sempervirens) και το Σεκοϊάδενδρο το γιγαντιαίο (Sequoiadendron giganteum), η Μ. η γλυπτοστροβοειδής ταξινομείται στην υποοικογένεια των Σεκοϊομόρφων (Sequoioidae) της οικογένειας των Κυπαρισσοειδών (Cupressaceae). Παρότι είναι το μοναδικό αρτίγονο είδος του γένους του, είναι επίσης γνωστά και τρία απολιθωμένα είδη. Τα άλλα Σεκοϊόμορφα και αρκετά άλλα γένη μεταφέρθηκαν από τα Ταξοδιοειδή στα Κυπαρισσοειδή βάσει ανάλυσης αλληλουχιών DNA.[4]
Ενώ ο φλοιός και το φύλλωμα είναι παρόμοια με αυτά του στενά συγγενικού γένους των Σεκοϊομόρφων Σεκόια (Sequoia), η Μ. η γλυπτοστροβοειδής διαφέρει από την σεκόια την αειθαλή στο ότι είναι φυλλοβόλος, όπως το Ταξόδιο το δίστιχο (Taxodium distichum), και, όπως συμβαίνει και σε αυτό το είδος, τα γηραιότερα δέντρα σχηματίζουν πλατιά αντερείσματα στο κάτω μέρος του κορμού. Είναι δέντρο που αναπτύσσεται γρήγορα, φτάνοντας σε ύψος τα 40–45 m, σε μεμονωμένες περιπτώσεις μέχρι και τα 50 m [5], και σε διάμετρο κορμού τα 1 έως 2,5 m. Τα νεαρά δέντρα σχηματίζουν στενή κωνική ως πυραμιδοειδή κόμη η οποία με την πάροδο του χρόνου παίρνει πλατύ κωνικό σχήμα σχήμα.[6] Οι κλάδοι πρώτης τάξης έχουν ακανόνιστο σχήμα και συνήθως εκτείνονται σε αρκετό πλάτος. Οι κλάδοι ανώτερης τάξης είναι κρεμάμενοι και αντίθετα διατεταγμένοι. Αναπτύσσονται και βραχυκλάδια και μακροκλάδια. Τα βραχυκλάδια πέφτουν μαζί με τα φύλλα τον χειμώνα. Η μεγαλύτερη καταγεγραμμένη ηλικία δέντρου είναι 420 χρόνια.
Η Μ. η γλυπτοστροβοειδής σχηματίζει εκτεταμένο ριζικό σύστημα το οποίο φτάνει σε βάθος 50 έως 100 cm. Αναπτύσσονται κατ' αρχήν οι οριζόντιες ρίζες, οι οποίες αργότερα προχωρούν και σε βάθος.
Ο κορμός σχηματίζει μια χαρακτηριστική "μασχάλη" κάτω από κάθε κλαδί. Ο φλοιός των κλαδιών είναι πράσινος στην αρχή αλλά τον δεύτερο και τρίτο χρόνο παίρνει χρώμα γκρι ως γκριζοκαφέ. Ο φλοιός του κορμού των νεαρών δέντρων έχει χρώμα καφεκόκκινο και απολεπίζεται σε λεπτές πλάκες. Στα γηραιότερα δέντρα ο εξωτερικός φλοιός (ρυτίδωμα) έχει χρώμα γκρι ως γκριζοκαφέ, φέρει κατακόρυφες ρωγμές και έχει την τάση να απολεπίζεται σε λωρίδες με μορφή κορδέλλας, αποκαλύπτοντας έτσι τον καφεκόκκινο εσωτερικό φλοιό (βίβλο).
Το ξύλο δεν έχει κάποιο χαρακτηριστικό άρωμα, είναι μέτριας υφής, ελαφρύ και μαλακό. Το ανοιχτόχρωμο σομφόξυλο ξεχωρίζει χρωματικά από το κοκκινωπό εγκάρδιο ξύλο. Το παρέγχυμα είναι αραιό, μετά βίας ορατό με μεγεθυντικό φακό. Οι εντεριώνιες ακτίνες είναι λεπτές και οι ρητινοφόροι αγωγοί ελλιπείς.[7] Το ξύλο είναι ανθεκτικό στην σήψη[8][9] αλλά εύθρυπτο.[10] Οι ίνες του είναι ευθείες και σχετικά χοντρές. Το ειδικό βάρος του, με περιεχόμενη υγρασία (Μ) 12%, είναι περίπου 0,27 gr/cm3.[8]
Οι ωοειδείς έως ελλειπτικοί αμβλυκόρυφοι χειμερινοί οφθαλμοί είναι άτριχοι και έχουν μήκος περίπου 4 mm και πλάτος 3 mm. Τα λέπια τους μοιάζουν με κουκούλα και έχουν χρώμα κιτρινοκαφέ.
Τα βελονοειδή φύλλα έχουν μήκος 0,8 έως 3,5 cm και πλάτος 1 έως 2,5 mm. Έχουν χρώμα γαλαζοπράσινο στην πάνω πλευρά τους και ανοιχτό πράσινο στην κάτω. Στην κάτω πλευρά τους φέρουν δύο σειρές στομάτων (υποστοματικά φύλλα). Κάθε φύλλο φέρει τρία κανάλια ρητίνης. Τα φύλλα διατάσσονται κατ' εναλλαγή (σπειροειδώς) στα μακροκλάδια και ως επί το πλείστον αντίθετα στα βραχυκλάδια· το χαρακτηριστικό αυτό επιτρέπει την ασφαλή διάκριση από το, εξ αποστάσεως παρόμοιο σε εμφάνιση, Ταξόδιο το δίστιχο, το οποίο εμφανίζει φυλλοταξία αποκλειστικά κατ' εναλλαγή. Το φθινόπωρο το χρώμα των φύλλων, πριν την πτώση τους, μεταβάλλεται κατ' αρχήν σε πορτοκαλί ή κόκκινο και στην συνέχεια σε καφεκόκκινο.
Η Μ. η γλυπτοστροβοειδής είναι μόνοικο και δικλινές φυτό. Οι ιουλόμορφοι κώνοι γύρης έχουν μήκος 5-6 χιλ.· εμφανίζονται το φθινόπωρο πάνω στις μασχάλες των φύλλων μακροκλαδίων του προηγούμενου έτους αλλά απελευθερώνουν την γύρη την επόμενη άνοιξη. Τα βράκτια φύλλα είναι εκφυλισμένα. Οι σφαιροειδείς έως ωοειδείς θηλυκοί κώνοι αναπτύσσονται στις άκρες κοντών κλαδιών, μεμονωμένοι· έχουν μήκος 1,8 έως 2,5 εκ. και πλάτος 1,6 έως 2,3 εκ. και αποτελούνται από 16-28 σφηνοειδείς φολίδες διατεταγμένες κατά αντίθετα ζεύγη σε τέσσερεις σειρές, με κάθε ζεύγος σε ορθή γωνία ως προς τα γειτονικά του. Έχουν χρώμα πράσινο, το οποίο μεταβάλλεται σταδιακά σε καφέ καθώς πλησιάζει η ωρίμανση. Η επικονίαση γίνεται νωρίς την άνοιξη, πριν την εμφάνιση των φύλλων (Φεβρουάριο-Μάρτιο στην φυσική περιοχή εξάπλωσης), και οι θηλυκοί κώνοι ωριμάζουν 8-9 μήνες μετά (Οκτώβριο-Νοέμβριο). Κάθε φολίδα περικλείει 5-9 σπόρους, επίπεδους, αντωοειδείς, με οδοντωτή κορυφή, μήκους μέχρι 5 mm που φέρουν πτερύγιο. Η φύτρωση των σπόρων είναι επίγεια και τα σπορόφυτα φέρουν δύο κοτυληδόνες.[11]
Η Μετασεκόια είναι διπλοειδής οργανισμός· ο αριθμός χρωμοσωμάτων της είναι 2n = 22.
Η Μετασεκόια η γλυπτοστροβοειδής απαντάται στη φύση μόνο σε μικρούς υπολειμματικούς πληθυσμούς στην περιοχή Σιζού (石柱土) στο ανατολικό Σιτσουάν, στην περιοχή Λιτσουάν (黎川县) στο δυτικό Χουπέι καθώς και στις περιοχές Λονγκσάν (龙山县) και Σανγκζί (桑植县) στο βορειοδυτικό Χουνάν στην Κίνα. Το μοναδικό δάσος με μόλις 5.400 δέντρα[12][13] βρίσκεται στο Λιτσουάν.
Στη φυσική περιοχή εξάπλωσής της, απαντάται σε μικτά δάση με ποικιλία ειδών, σε υψόμετρα 750-1.500 m[14] σε παρόχθια ενδιαιτήματα στο βάθος κοιλάδων και στους υγρούς πυθμένες φαραγγιών, σε όξινα, ορεινά κίτρινα (πλούσια σε υδροξείδια του σιδήρου) εδάφη σε περιοχές με ήπιο κλίμα και μέση ετήσια βροχόπτωση 1.000 mm. Αντέχει σε θερμοκρασίες μέχρι –29 °C περίπου.[13][15]
Μετά την ανακάλυψή της, η μετασεκόια έγινε ένα είδος εθνικού συμβόλου για την Κίνα, με αποτέλεσμα το είδος και να προστατεύεται πλέον από τον νόμο και να φυτεύεται εκτεταμένα. Παρόλα αυτά, στην φύση εξακολουθεί να κινδυνεύει με αφανισμό.[1] Παρότι η κοπή δέντρων ή κλαδιών είναι παράνομη, η ζήτηση για σπορόφυτα έχει οδηγήσει σε εκτεταμένη συλλογή κώνων η οποία έχει αναστείλει την φυσική αναπαραγωγή στο δάσος μετασεκόιας.[16][17]
Το 1975 φυτεύτηκε στην επαρχία Πιζού (邳州) δενδροστοιχία μήκους 60 km αποτελούμενη από 1.000.000 μετασεκόιες, η οποία, ακόμα και μετά τον χωρισμό της σε 2 μέρη με την αφαίρεση ενός τμήματος 13 km, εξακολουθεί να είναι η μακρύτερη στον κόσμο.[18][19]
Το 1995 δημιουργήθηκε στην Βόρεια Καρολίνα των ΗΠΑ το "Καταφύγιο Μετασεκόιας Κρέσεντ Ριτζ" (Crescent Ridge Dawn Redwoods Preserve). Φυτεύτηκαν πάνω από 200 μετασεκόιες με τελικό σκοπό την δημιουργία ενός αυτορρυθμιζόμενου δάσους άνω των 5.000 δέντρων, στο οποίο το είδος θα μπορεί να παρατηρηθεί και να καταγραφεί σε ένα περιβάλλον ανάλογο του φυσικού του.[20]
Το 1948 το δενδροκομείο Άρνολντ του πανεπιστημίου Χάρβαρντ (Arnold Arboretum) χρηματοδότησε αποστολή στην Κίνα για συλλογή σπόρων και κατόπιν μοίρασε σπόρους και σπορόφυτα σε διάφορα πανεπιστήμια και δενδροκομεία ανά τον κόσμο ώστε να διεξαχθούν δοκιμές ανάπτυξης. Έκτοτε, η μετασεκόια κατέστη δημοφιλές καλλωπιστικό φυτό σε πάρκα και κήπους σε όλο τον κόσμο.
Η μετασεκόια αποδείχθηκε δέντρο εύκολο στην καλλιέργεια στις εύκρατες ζώνες. Σε περιοχές με μέση ετήσια βροχόπτωση ανάλογη με αυτήν της φυσικής περιοχής εξάπλωσής της, αναπτύσσεται μέχρι και πάνω από ένα μέτρο τον χρόνο. Καλλιεργημένα δέντρα έχουν ήδη φτάσει τα 25-40 μέτρα σε ύψος και τα 1-1,3 μέτρα σε διάμετρο κορμού μέσα σε λιγότερο από 60 χρόνια.[10] Μπορεί να ευδοκιμήσει και σε στάσιμο νερό[21][22] Για όλους αυτούς τους λόγους, η Βρετανική Βασιλική Φυτολογική Κοινότητα της έχει απονείμει το "Βραβείο αξίας για τον κήπο" (RHS Award of Garden Merit)[23][24]
Το 1983 διαπιστώθηκε ότι πολλά από τα δέντρα δεύτερης γενιάς σε καλλιέργεια έπασχαν από ενδογαμικό εκφυλισμό (εξαιρετικά χαμηλή γενετική ποικιλότητα)[25][26] που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυξημένη ευαισθησία σε ασθένειες και αναπαραγωγική αποτυχία. Αυτό οφειλόταν στο ότι τα περισσότερα προέρχονταν από σπόρους και μοσχεύματα μόλις τριών δέντρων τα οποία είχε χρησιμοποιήσει ως πηγή το δενδροκομείο Άρνολντ.[27][28] Το 1990, στα πλαίσια ενός συλλογικού ερευνητικού προγράμματος για την μετασεκόια, έγινε εκτεταμένη συλλογή σπόρων στην Κίνα με σκοπό την διεξαγωγή δοκιμών κοινού περιβάλλοντος σε διάφορες τοποθεσίες, η πιο αξιοσημείωτη από τις οποίες στο δενδροκομείο Ντόους (Dawes arboretum).
Αρσενικοί κώνοι γύρης
Η Μετασεκόια η γλυπτοστροβοειδής (Metasequoia glyptostroboides) είναι ένα ταχέως αναπτυσσόμενο, απειλούμενο με εξαφάνιση κωνοφόρο δέντρο, μοναδικό αρτίγονο είδος του γένους Μετασεκόια (Metasequoia), και, μαζί με την Σεκόια την αειθαλή (Sequoia sempervirens) και το Σεκοϊάδενδρο το γιγαντιαίο (Sequoiadendron giganteum), ένα από τα τρία είδη κωνοφόρων που ταξινομούνται στην υποοικογένεια των Σεκοϊομόρφων (Sequoioidae, γνωστά και ως redwoods στα αγγλικά) της οικογένειας των Κυπαρισσοειδών (Cupressaceae). Είναι ενδημικό στην περιοχή Σιτσουάν-Χουπέι της Κίνας.