Ο Καζουάριος της Νέας Γουινέας είναι παλαιόγναθο ατροπιδοφόρο πτηνό της οικογενείας των Καζουαριιδών, που απαντά αποκλειστικά στις βόρειες περιοχές της Νέα Γουινέας [i] και των γύρω νησιών. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Casuarius unappendiculatus και δεν περιλαμβάνει υποείδη. [1]
Η επιστημονική ονομασία Casuarius προέρχεται από την λέξη kasuari, όπως αποκαλείται στην μαλαισιανή γλώσσα το πτηνό. [3]. Ωστόσο, είναι ακόμη πιθανότερη η προέλευση –πάλι από τα μαλαισιανά- από παράφραση της λέξης suwari (Crawfurd, Gramm. and Dic. Malay Language, ii. pp. 178 and 25), που πρωτοδημοσιεύθηκε ως Casoaris, από τον Bontius, το 1658 (Hist. Nat. et med. Ind. Orient. p. 71[4] Την ίδια προέλευση έχει η ονομασία του γένους σε όλες τις γλώσσες.
Ο όρος unappendiculatus στην επιστημονική ονομασία του είδους, προέρχεται από την λατινική λέξη pendeo «ζυγίζω, κρεμιέμαι, εξαρτώμαι» [5] και αναφέρεται στο μοναδικό (σε αντίθεση με το διπλό στον καζουάριο της Αυστραλίας) λειρί του πτηνού.
Ο καζουάριος της Νέας Γουινέας αποκαλείται, επίσης, με τις ονομασίες βόρειος καζουάριος (northern cassowary), επειδή η γεωγραφική του εξάπλωση είναι πιο βόρεια από εκείνην του καζουάριου της Αυστραλίας, χρυσόλαιμος καζουάριος (gold(en)-neck(ed) cassowary) και καζουάριος με ένα λειρί (single (one)-wattled cassowary).
Στο νησί Γιαπέν αποκαλείται από τους ντόπιους ως, Orawei ή Orawai. [6]
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Άγγλο ζωολόγο και φαρμακοποιό Ε. Μπλάιθ (Edward Blyth, 1810-1873), υπό την σημερινή του ονομασία, το 1860, χωρίς locus classicus. Στο παρελθόν, αναγνωρίζονταν 4 υποείδη (unappendiculatus, occipitalis, aurantiacus και philipi) ή περισσότερα. Ωστόσο, η εκτεταμένη ποικιλομορφία, μαζί με την σύγχυση λόγω των πολλών και εκτεταμένων εισαγωγών κατά την διάρκεια των αιώνων, της ανεπάρκειας μουσειακών δειγμάτων και των αξιόπιστων δεδομένων σχετικά με τα χρώματα των γυμνών -άπτερων- μερών των ενήλικων ατόμων, εμποδίζουν την ακριβή εικόνα της πραγματικής γεωγραφικής διαφοροποίησης. Σήμερα, ταξινομείται ως μονοτυπικό taxon. [7][8]
Όπως υπονοεί και η ονομασία του, το πτηνό περιορίζεται στα βόρεια πεδινά της Νέας Γουινέας, τόσο στον δυτικό, ινδονησιακό τομέα Παπούα (πρώην Irian Jaya), όσο και στον ανεξάρτητο ανατολικό τομέα, Παπούα-Νέα Γουινέα. Η κατανομή του στην σημαντική Χερσόνησο Φόχελκοπ (Vogelkop) είναι ελάχιστα γνωστή, αλλά είναι γνωστό από τα νησιά Γιαπέν (Yapen), Μπατάντα (Batanta) και Σαλαβάτι (Salawati). [9][10][11] Υπάρχουν μερικά περαιτέρω στοιχεία, όμως αυτές οι περιοχές είναι απόμακρες και σπάνια επισκέψιμες, ενώ πολλές άλλες έρευνες στην Παπούα έχουν αποτύχει στην εύρεση του πτηνού. [12][13][14] Είναι συνήθως λιγότερο κοινό στις περιοχές όπου θηρεύεται, [15] αλλά μεγάλες περιοχές του φάσματος κατανομής του είναι απομακρυσμένες, με λίγους κυνηγούς και, υπάρχει η υποψία ότι, είναι αρκετά κοινό στους πρόποδες των βουνών Foja της δυτικής Νέας Γουινέας. [16]
Ο καζουάριος της Νέας Γουινέας, διαβιοί στα πεδινά δάση του μεγάλου νησιού και των γύρω μικρότερων νησιών, συμπεριλαμβανομένων των δασικών βάλτων, μέχρι τα 700 μ. [17][18]
Η κάσκα είναι χαμηλή, πολύ πεπλατυσμένη στο πίσω μέρος, μαύρη. Το ράμφος είναι κοντό, παχύ και μαύρο, επίσης. Το κεφάλι και το πάνω μέρος του τραχήλου έχουν ανοικτοκυανό χρώμα με πρασινωπή απόχρωση. Τα πλαϊνά του προσώπου είναι βαθυκυανά, όπως και το πάνω μέρος του λαιμού και το σαγόνι. Το μεγαλύτερο μέρος του λαιμού είναι έντονο πορτοκαλί με χρυσαφί απόχρωση, με δύο λεπτές ταινίες του ιδίου χρώματος στα πλαϊνά του λαιμού, δίνοντας εντυπωσιακό παρουσιαστικό στο είδος. Το λειρί είναι ένα (1), με «βρώμικο» μωβ χρώμα.
Είναι το δεύτερο μεγαλύτερο είδος καζουαρίου μετά τον καζουάριο της Αυστραλίας , αν και υπάρχουν άτομα ισομεγέθη με εκείνον.
Οι νεοσσοί και τα νεαρά άτομα μοιάζουν με του καζουάριου της Αυστραλίας, αλλά είναι αρκετά πιο ανοικτόχρωμα.
Η οικολογία του είδους είναι ελάχιστα γνωστή, αλλά θεωρείται ότι είναι παρόμοια με εκείνην του καζουάριου της Αυστραλίας. [19] Έχει αναφερθεί ως υποχρεωτικό οπωροφάγο πτηνό, με κρίσιμο οικολογικό ρόλο στην διασπορά σπερμάτων στα δάση της Νέας Γουινέας.
Όπως όλοι οι καζουάριοι, ο καζουάριος της Νέας Γουινέας θηρεύεται εντατικά κοντά στις κατοικημένες περιοχές και είναι ιδιαίτερα ευάλωτος, καθώς έχει προτίμηση σε πλημμυρικές περιοχές ποταμών που είναι ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένες. [20] Επίσης, το πτηνό αποτελεί σημαντική πηγή τροφής για τις κοινότητες των ιθαγενών και είναι πολύτιμο στα τελετουργικά τους, προσφερόμενο ως δώρο, ιδιαίτερα τα φτερά ως διακοσμητικό στοιχείο και τα οστά ως εργαλεία για διάφορες χρήσεις. [21][22][23] Οι νεοσσοί που συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι εκτρέφονται σε χωριά για εμπόριο και κατανάλωση, χωρίς ωστόσο να υπάρχει οργανωμένη εκτροφή τους ως κατοικίδιων πτηνών. [24] Επειδή το κυνήγι και το εμπόριο δεν είναι βιώσιμα σε πολλούς τομείς της επικρατείας του, έχουν οδηγήσει στην εξάλειψή του πτηνού από ορισμένες τοποθεσίες, καθώς είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε υπο-εθνικό επίπεδο για τον εφοδιασμό των αγορών σε πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές. [25] Οι αυξανόμενοι ανθρώπινοι πληθυσμοί και η διάδοση των κυνηγετικών όπλων που χρησιμοποιούνται έχουν επιδεινώσει την κατάσταση. [26]
Μπορεί, πιθανότατα, να επιβιώσει σε επιλεκτικά υλοτομημένα δάση, αλλά οι δρόμοι που ανοίγονται γι’ αυτόν τον σκοπό, προσφέρουν πρόσβαση στους κυνηγούς. [27] Αν και φαίνεται να επιβιώνουν σε ορισμένες περιοχές θήρας, αυτό εξαρτάται από την τοπική κουλτούρα, την διαθεσιμότητα κυνηγετικών όπλων και των εναλλακτικών πηγών κρέατος. [28][29][30]
Το είδος έχει χαρακτηριστεί ως Τρωτό (VU) με βάση τον -κατ' εκτίμησιν- μικρό, διαρκώς μειούμενο πληθυσμό. Ωστόσο, υπάρχουν λίγα δεδομένα και, παρόλο που το είδος είναι γενικά σπάνιο, είναι συχνά «ντροπαλό», δηλαδή δύσκολα κάνει την εμφάνισή του. Αυτό σημαίνει ότι, περαιτέρω έρευνα μπορεί να οδηγήσει σε ανακατάταξη στην λίστα της IUCN. Ωστόσο, πέρα από κάποια διάσπαρτες αναφορές (βλ. Γεωγραφική εξάπλωση), δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τον πληθυσμό του, αν και εκτιμάται στα 3.500-15.000 άτομα. [31]
Πρόγραμμα με βάση την κοινότητα έχει εκπονηθεί στην Παπούα Νέα Γουινέα, για την διερεύνηση της βιωσιμότητας της άγριας ζωής και του εμπορίου. [32]
i. ^ Παρόλο που, τυπικά, το δυτικό τμήμα του νησιού ανήκει στην Ινδονησία, η βιογεωγραφική/οικογεωγραφική ζώνη αναφοράς είναι η νήσος της Νέας Γουινέας εν συνόλω, επειδή τα taxa που απαντούν εκεί, είναι ιδιαίτερα από κάθε άποψη.
Ο Καζουάριος της Νέας Γουινέας είναι παλαιόγναθο ατροπιδοφόρο πτηνό της οικογενείας των Καζουαριιδών, που απαντά αποκλειστικά στις βόρειες περιοχές της Νέα Γουινέας και των γύρω νησιών. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Casuarius unappendiculatus και δεν περιλαμβάνει υποείδη.