Pitkyjalgu (Himantopus himantopus) on lindu.
Ko te Poaka he manu waimāori o Aotearoa. He manu kautū. He roroa, he whīroki, he māwhero ngā waewae. Ko ngā ngutu, ngā parirau me te porongāua he pango. He mā katoa te tinana. He rite ana kit e Kakī.
Ko te ingoa pūtaiao o te Poaka he Himantopus himantopus leucocephalus. Ko te ingoa o tēnei manu i te reo Pākehā o Aotearoa nei, he Pied Stilt; engari, ki ngā tāngata o tāwāhi, he Black-winged Stilt kē te ingoa.
Ko te Poaka he manu waimāori o Aotearoa. He manu kautū. He roroa, he whīroki, he māwhero ngā waewae. Ko ngā ngutu, ngā parirau me te porongāua he pango. He mā katoa te tinana. He rite ana kit e Kakī.
Ko te ingoa pūtaiao o te Poaka he Himantopus himantopus leucocephalus. Ko te ingoa o tēnei manu i te reo Pākehā o Aotearoa nei, he Pied Stilt; engari, ki ngā tāngata o tāwāhi, he Black-winged Stilt kē te ingoa.
De Steltkluut (Himantopus himantopus) is en Vagel ut de Familie vun de Kluutvagels (Recurvirostridae). In Middeleuropa is de Steltkluut in’n Sommer hen un wenn mol to sehn, vunwegen datt he wiede Strecken achter sik bringt. Den gröttsten Bestand, de in Middeleuropa bröden deit, gifft dat in dat ungaarsche Siedland mit bit hen to 400 Paare.[1] To’n Anfang vun de 1990er Johre hefft sik Steltkluten ok wedder an’t Neusiedler Meer ansiedelt. Dor weer de Bestand al 1860 utstorven.[1]
Sunnerlich upfallen doot den Steltkluut siene extrem langen, roden Been un de swatte, nadelfiene, lieke un lange Snavel. Over’t Lief warrt he 33 bit 36 cm lang. Dor kaamt 6 cm bi up den Snavel. Wenn he flegen deit, reckt siene Been 14 bit 17 cm over dat Steertenne rut. Se weert dor nich to de Lengde mit totellt.
De Steltkluut leevt in Leegwaterzonen mit Sööt-, Brack- oder Soltwater in Lagunen, Salinen un Steppenseen. Mit siene langen Been kann he sien Freten in deep Water söken. Tohuse is he sunnerlich in Middeleuropa sien Süden, an de Kaspische un Swatte See un in de Törkei. To’n Deel kummt he to’n Bröden avers ok na Middeleuropa sien Norden hen. Dat gifft Populatschonen, de bröödt in Noordfrankriek un an den westlichen Donaustroom. De Steltkluut is en Langtrecker un overwintert in Afrika.
Wie he sik vermehrt, is noch nich toenne unnersocht. Wohrschienlich is dat normol, datt se in de Brödeltied mit een Partner tohopen sünd. Dat Nest warrt inricht up’e Eer, nich wiet af vun Leegwater oder up lüttje Eilannen. Wonnehr Steltkluten mit dat Eierleggen anfangt, hangt vun dat Umto af un ok vun dat Klima. In Süüdeuropa geiht dat al vun Midden Aprilmaand af an los, annerwegens fangt se ehrder twuschen Midden/Enne Mai un Enne Juni an.[1] Normolerwiese weert veer Eier leggt, mit en Afstand vun een bit twee Dage. Bröden doot se 23 bit 24 Dage. Beide Olen maakt dor bi mit. De Jungen gaht glieks ut’n Nest oder en lütt beten later. Mit 28 bit 32 Dage kaamt se alleen torecht.[2]
To’n Anfang vun dat 21. Johrhunnert warrt de Gesamtbestand in Europa taxeert up 37.000 bit 64.000 Paare, de dor bröden doot. De meisten Steltkluten leevt in Spanien, de Törkei un in Russland.[3]
De Steltkluut (Himantopus himantopus) is en Vagel ut de Familie vun de Kluutvagels (Recurvirostridae). In Middeleuropa is de Steltkluut in’n Sommer hen un wenn mol to sehn, vunwegen datt he wiede Strecken achter sik bringt. Den gröttsten Bestand, de in Middeleuropa bröden deit, gifft dat in dat ungaarsche Siedland mit bit hen to 400 Paare. To’n Anfang vun de 1990er Johre hefft sik Steltkluten ok wedder an’t Neusiedler Meer ansiedelt. Dor weer de Bestand al 1860 utstorven.
De Steltklút is in fûgel út de famylje fan de Klútfûgels. De 30-35 sm grutte fûgel is in wat lytser as de Klút. Steltkluten hawwe in lange rjochte snaffel, in wite búk en swarte rêch en lange rôze poaten.
As briedgebiet hat de Steltklút in foarkar foar sompen, ûndjippe marren en poullen. De Steltkluten komme foar yn súd-Europa, yn Sintraal-Aazje, noard-Afrika, Austraalje en it grutste part fan Amearika. Nederlân leit oan de noardkant fan syn ferspriedingsgebied, de fûgel hâld wat mear fan de warmte en is komt yn grutter tal oan de Middellânske See foar. Der komme ek wol lytse groepkes briedende Steltkluten yn Nederlân foar, it tal briedende pearkes leit tusken in pear oan't inkele tsientallen. Foaral at it yn it suden te drûch wurdt lûke de fûgels mear nei it noarden en rint it tal briedpearkes yn de tsientallen. Plakken wêr't de steltklúten yn Nederlân wol sjoen wurde binne meast wiete natuergebieten, sa as bygelyks de Oostvaardersplassen, yn Seelân en by de Ezumakeech by it Lauwersmar.
Oer de taksanomy fan dizze soart is noch in soad undúdlik. Yn guon boarnen wurd oanjûn dat der wol fiif ferskillende soarten steltkluten binne, oare boarnen jouwe ien soarte mar mei ferskillende ûndersoarten.
De Steltkluten briede meast yn lytse koloanjes, ek wol tegearre mei de gewoane Kluten. Se lizze meast 4 aaien, dy't yn 22-26 dagen útbred wurde. De jongen kinne fleane at se sa'n 30-35 dagen âld binne.
De Steltklút is in fûgel út de famylje fan de Klútfûgels. De 30-35 sm grutte fûgel is in wat lytser as de Klút. Steltkluten hawwe in lange rjochte snaffel, in wite búk en swarte rêch en lange rôze poaten.
Ο Καλαμοκανάς είναι παρυδάτιο καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Ανωραμφιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Himantopus himantopus και περιλαμβάνει 5 υποείδη. [1]
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος H. h. himantopus (Linnaeus, 1758). [i]
Η επιστημονική ονομασία himantopus, είναι εκλατινισμένη απόδοση της αντίστοιχης ελληνικής (ιμάντας + πους) και παραπέμπει, όπως και η λαϊκή ονομασία καλαμοκανάς στα λεπτά -σαν ιμάντες ή σαν καλάμια- πόδια του πτηνού.
Η λέξη stilt στην αγγλική ονομασία του (Black-winged stilt), σημαίνει «πάσσαλος», «στύλος», αλλά σημαίνει και το κάθε ένα από τα «ξύλινα πόδια» των «ξυλοπόδαρων», εκείνων των ζογκλέρ, δηλαδή, που περπατάνε πάνω σ’αυτά. Ο συσχετισμός με τα πόδια του πτηνού είναι σαφέστατος. [2]
Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο ως Charadrius Himantopus (Ν. Ευρώπη, 1758). Φυλογενετικά, συνδέεται στενά με το H. novaezelandiae, με το οποίο είναι γνωστό ότι σχηματίζει υβρίδια.
Η ταξινομική του είδους παραμένει προβληματική και, παρά τις προσπάθειες από διάφορους ερευνητές να δοθεί λύση, δεν είναι ακόμη ξεκάθαρη η κατηγοριοποίηση των διαφόρων συστηματικών μονάδων (taxa) που έχουν καταχωρηθεί. Η βάση του προβλήματος έγκειται στο γεγονός ότι, τα διάφορα taxa είναι, στην πλειονότητά τους, γεωγραφικά απομακρυσμένα που, σε συνδυασμό με τα ακόμη ελλιπή χρωμοσωμικά δεδομένα, δεν έχουν αποδώσει τελικά συμπεράσματα για την κατάταξή τους στο επίπεδο του είδους ή του υποείδους. Το πρόβλημα επιτείνεται από τις συχνές διασταυρώσεις των υποειδών στις αλληλοεπικαλυπτόμενες περιοχές όπου απαντούν. Η ITIS δέχεται 4 taxa ως μονοτυπικά είδη: Himantopus himantopus, Himantopus leucocephalus, Himantopus melanurus, Himantopus novaezelandiae και 1 taxon, το Himantopus mexicanus να διαιρείται στα υποείδη: Himantopus mexicanus knudseni και Himantopus mexicanus mexicanus [3]
Η Bird Life International δέχεται μόνο 4 taxa, όλα στο επίπεδο του είδους: Himantopus himantopus, Himantopus leucocephalus, Himantopus novaezelandiae και Himantopus mexicanus με το Himantopus melanurus να ενσωματώνεται στο τελευταίο, ενώ το Himantopus mexicanus knudseni δεν αναφέρεται καν. [4]
Ο καλαμοκανάς απαντά σε όλες τις ηπείρους, αλλά με τοπική εξάπλωση και, συνήθως είναι μόνο κατά τόπους κοινό πτηνό, ιδιαίτερα στα εύκρατα κλίματα. [5] Το ευρωπαϊκό υποείδος απαντά σχεδόν σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο ως μεταναστευτικό. Έρχεται τα καλοκαίρια για αναπαραγωγή και μεταναστεύει τους χειμερινούς μήνες στα νότια, στις αντίστοιχες επικράτειες της Αφρικής και της Ασίας.
Στην Ευρώπη, ελάχιστες είναι οι περιοχές όπου ο καλαμοκανάς απαντά ως επιδημητικό πτηνό, κυρίως σε κάποιους θύλακες στη Σαρδηνία και πιθανόν στην Β. Ελλάδα και την Ιβηρική. Ακόμη, όμως, και ως καλοκαιρινός επισκέπτης δεν αναπαράγεται σε μεγάλους αριθμούς, με τον κύριο όγκο να βρίσκεται στις πεδιάδες της Ουγγαρίας (περίπου 400 ζευγάρια). [6] Γενικότερα, η παρουσία του περιορίζεται στο νότιο τμήμα της Κ. Ευρώπης, στα Βαλκάνια, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ιβηρική, ενώ λείπει παντελώς από τη Β. Ευρώπη.
Στην Ασία, απαντά ως επιδημητικό πτηνό σε πολλές περιοχές της Τουρκίας, στη Μέση Ανατολή, το Ιράκ, το Ιράν, περιοχές της Κασπίας, στη Σαουδική Αραβία, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, στην ινδική υποήπειρο, τη Σρι Λάνκα και την Ινδοκίνα. Ως καλοκαιρινός επισκέπτης αναπαράγεται σε εκτεταμένες περιοχές της νότιας Ρωσίας, του Καζακστάν, των χωρών στην περιοχή των Αλτάι, φθάνοντας μέχρι τη Μογγολία και την κεντρική Κίνα. Οι μεγαλύτεροι αναπαραγόμενοι πληθυσμοί, παγκοσμίως, βρίσκονται στην Κίνα, στην Ταϊβάν και στην Κορέα. [7]
Στην Αφρική αναπαράγεται σε μικρούς θύλακες στις παραμεσόγειες χώρες (Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, Λιβύη και Αίγυπτο).
Η Βόρεια Αμερική αποτελεί καλοκαιρινή επικράτεια αναπαραγωγής, στο μεγαλύτερο τμήμα της, με κάποιος μόνιμους πληθυσμούς στην Καλιφόρνια. Στην Κεντρική Αμερική υπάρχουν τόσο μόνιμοι όσο και μεταναστευτικοί πληθυσμοί, ενώ η Νότια Αμερική, αποτελεί επικράτεια επιδημητικών πληθυσμών.
Η Ωκεανία, επίσης, αποτελεί περιοχή όπου ζουν επιδημητικοί πληθυσμοί,
Οι περιοχές διαχείμασης βρίσκονται νότια των περιοχών αναπαραγωγής, ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος. Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί μεταναστεύουν κατά κύριο λόγο στην Αφρική από το Σαχέλ και νοτιότερα, ενώ οι ασιατικοί πληθυσμοί, φθάνουν μέχρι την Ινδονησία και τις Φιλιππίνες.
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Η φθινοπωρινή αποδημία του καλαμοκανά στο Βόρειο ημισφαίριο πραγματοποιείται από τον Αύγουστο μέχρι τον Νοέμβριο, ενώ η εαρινή αποδημία αρχίζει στα μέσα Μαρτίου και διαρκεί μέχρι τον Απρίλιο. [11] Η μετανάστευση πραγματοποιείται συνήθως κατά μεγάλα σμήνη, που αριθμούν εκατοντάδες άτομα. [12][13] Οι πληθυσμοί της Δ. Μεσογείου αλλάζουν πτέρωμαστην Ν. Ισπανία και το Μαρόκο. Άλλες μεγάλες μετα-αναπαραγωγικές συναθροίσεις παρατηρούνται στην περιοχή της Ν. Κασπίας, πιθανότατα, ακόμη μια τοποθεσία αλλαγής πτερώματος. [14]
Στη Νέα Ζηλανδία, οι πληθυσμοί του εκεί υποείδους, H. h. leucocephalus, μεταναστεύουν στo Βόρειο Νησί, τον Ιανουάριο-Μάρτιο, επιστρέφοντας τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο, ενώ οι πεδινοί και βόρειοι πληθυσμοί είναι, κυρίως, καθιστικοί. [15]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ισλανδία, την Σκανδιναβία και την Εσθονία, τις Σεϋχέλλες και τις Μαλδίβες, την Κορέα και την Νήσο των Χριστουγέννων. [16]
Στην Ελλάδα, ο καλαμοκανάς είναι αποδημητικό πτηνό που, έρχεται από το Μάιο μέχρι το Σεπτέμβριο, για να φωλιάσει τοπικά, σε υγροτόπους της βόρειας και κεντρικής χώρας, κυρίως. [17] Από την Κρήτη αναφέρεται ως σπάνιο διαβατικό [18] και από την Κύπρο ως κοινό διαβατικό, ιδιαίτερα την άνοιξη, ενώ μικροί πληθυσμοί μένουν στο νησί για να φωλιάσουν. [19] Εκτός από κάποια μεγάλα νησιά, φωλιάζει σε παράκτιες περιοχές στην ηπειρωτική χώρα και, πιο σπάνια, σε εσωτερικούς υγροτόπους, από την Δ. Πελοπόννησο και βορειότερα [20] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).
Ο καλαμοκανάς αναπαράγεται σε επίπεδους ανοιχτούς χώρους και σε ρηχούς υγροτόπους με θαλασσινό ή υφάλμυρο νερό που βρίσκονται σε νησιά, χερσονησίδες, ή γυμνές παρυφές από άμμο, λάσπη ή αργιλώδες έδαφος, κοντά στο επίπεδο του νερού. [21] Κατάλληλοι οικότοποι περιλαμβάνουν, επίσης, έλη και βάλτους, παρυφές ρηχών λιμνών, κοίτες ποταμών, πλημμυρισμένα χωράφια, [22] αρδευόμενες περιοχές, [23] λιμνάζοντα νερά αποχετεύσεων [24] και μικρές λίμνες με ψάρια. [25]
Το είδος μπορεί, επίσης, να φωλιάσει γύρω από αλκαλικές και σε μεγάλο υψόμετρο (ορεινές) λίμνες, [26] ή σε πιο αλμυρά περιβάλλοντα, όπως δέλτα ποταμών και εκβολές τους, [27] παράκτιες λιμνοθάλασσες, [28][29] ρηχές παράκτιες λιμνούλες με εκτεταμένα λασπώδη σημεία, αλίπεδα, [30] αλυκές, παράκτια έλη [31] και βάλτους. [32]
Εκτός περιόδου αναπαραγωγής, το είδος το είδος καταλαμβάνει τις παρυφές των μεγάλων υδάτινων οικοσυστημάτων στις εκβολές ποταμών και των παρακτίων θέσεων. [33] Τέτοια είναι, τα δέλτα των ποταμών, [34] οι παράκτιες λιμνοθάλασσες [35][36] και οι ρηχοί νερόλακκοι με γλυκά ή υφάλμυρα νερά σε εκτεταμένες λασπώδεις περιοχές, αλίπεδα, [37] αλυκές, παράκτια έλη [38] και βάλτοι. [39]
Ο καλαμοκανάς είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα παρυδάτια πτηνά και, με το χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο πτέρωμα και τους, επίσης χαρακτηριστικούς, εξαιρετικά μακρείς ταρσούς του, δύσκολα συγχέεται με άλλο είδος (indintinguishable). Από μακριά, δίνει την εντύπωση μικρού πελαργού.
Τα ενήλικα πουλιά, έχουν ομοιόμορφη χαρακτηριστική «ενδυμασία», στην οποία δεσπόζει η αντίθεση μεταξύ λευκού και μαύρου χρώματος. Τα αρσενικά διαφέρουν από τα θηλυκά, αυτό όμως είναι έκδηλο κυρίως στο καλοκαιρινό τους πτέρωμα. Η πλάτη είναι μαύρη, συχνά με κάποια πρασινωπή γυαλιστερή απόχρωση, ενώ το στέμμα του κεφαλιού είναι μαυριδερό το καλοκαίρι και γκριζόλευκο τον χειμώνα. Ο μανδύας των θηλυκών είναι μαυριδερός με καφέ απόχρωση, κάνοντας αντίθεση με τα μαύρα πρωτεύοντα ερετικά φτερά, ενώ υπάρχει λιγότερο μαύρο στο κεφάλι και τον λαιμό όλο το χρόνο χωρίς, ωστόσο, αυτή η διαφορά να είναι πάντοτε ξεκάθαρη. [41]
Οι εξαιρετικά μακρείς ταρσοί είναι και στα δύο φύλα έντονοι ροζ που, σε συνδυασμό με το μακρύ, μαύρο και ίσιο ράμφος, διαφοροποιούν τον καλαμοκανά από την αβοκέτα, που ζει σε παρόμοιους οικοτόπους. Το πόδι του καλαμοκανά έχει 3 δακτύλους σε αντίθεση με τους 4 της αβοκέτας. [42] Το μαύρο ράμφος είναι λεπτό -διατομής μολυβιού- [43] και ίσιο, λίγο μεγαλύτερο σε μέγεθος από το υπόλοιπο κεφάλι. [44] Η ίριδα του ματιού είναι κοκκινωπή και, συνήθως υπάρχει αχνή, μαυριδερή κηλίδα πίσω από τον οφθαλμό.
Τα νεαρά πουλιά, που δεν έχουν ακόμη αποκτήσει το τελικό τους πτέρωμα, μοιάζουν με τα θηλυκά, αλλά με «θαμπό» γκρίζο-καφέ χρωματισμό στο κεφάλι και το λαιμό. [45] Οι ταρσοί τους είναι γκριζορόδινοι. [46]
(Πηγές: [47][48][49][50][51][52][53][54][55][56][57][58][59][60][61][62]
Η διατροφή του καλαμοκανά εξαρτάται άμεσα από τα εκάστοτε εποχικά θηράματα, [63] αλλά γενικά περιλαμβάνει υδρόβια έντομα (π.χ. Κολεόπτερα, Εφημερόπτερα, Τριχόπτερα, Ημίπτερα, Οδοντόγναθα, Δίπτερα, Νευρόπτερα και Λεπιδόπτερα) και τις προνύμφες τους, Μαλάκια, Καρκινοειδή, Αράχνες, Δακτυλιοσκώληκες (Ολιγόχαιτοι, Πολύχαιτοι), γυρίνους και γόνους Αμφιβίων, μικρά ψάρια, αυγά ψαριών και, περιστασιακά, σπέρματα. [64][65]
Ο καλαμοκανάς, κατά την πτήση, πέρα από το χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο χρωματισμό, διακρίνεται από τις μαύρες, τριγωνικές πτέρυγες και από τα πόδια που, τα κρατάει τεντωμένα και ασυνήθιστα μακριά από το άκρο της ουράς. Συνήθως πετάει κατά μκρά σμήνη, μέχρι 15 άτομα, [68][69] δεν είναι όμως τόσο αγελαίος όσο η αβοκέτα. [70]
Το είδος αναπαράγεται μοναχικά ή σε χαλαρές αποικίες των 2-50 ατόμων αν και, περιστασιακά, μπορεί να φωλιάζουν μαζί έως και αρκετές εκατοντάδες ζεύγη. [72][73] Προτιμώνται οι περιοχές με ανοικτό ορίζοντα, για την καλύτερη επισκόπηση του χώρου. [74]
Η περίοδος αναπαραγωγής στην Ευρώπη, ξεκινάει στα μέσα Απριλίου στο νότο, αλλά, ανάλογα με τις γεωγραφικές και κλιματικές συνθήκες, μπορεί να ξεκινήσει από τα μέσα Μαΐου και να φθάσει μέχρι τα τέλη Ιουνίου. [75] Στις τροπικές περιοχές η περίοδος φωλιάσματος εξαρτάται άμεσα από τις βροχοπτώσεις, με την ωοτοκία να ακολουθεί την περίοδο των βροχών στην πλειονότητα των περιπτώσεων. [76]
Η φωλιά είναι ένα απλό βαθούλωμα στο έδαφος κοντά στο νερό, [77] αλλά μπορεί και να κατασκευαστεί πάνω σε φυτικό υλικό μέσα στο νερό -συνήθως ρηχό - εν είδει πλωτής πλατφόρμας. [78][79][80] Μπορεί να επιστρώνεται με γρασίδι, κλαδιά και κοχύλια. [81]
Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος. [82] Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 (-5) αβγά, που μοιάζουν με εκείνα της αβοκέτας. [83] Η επώαση πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και, διαρκεί 22-25 (-26) ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι επιτηρούνται στενά από τους γονείς και, πολύ σύντομα, είναι σε θέση να τρέξουν και να κολυμπήσουν μόλις στεγνώσει το χνούδι τους -συνήθως εντός 24 ωρών από την εκκόλαψη. Αργότερα, τρέφονται μόνοι τους, πτερώνονται στις 28-32 ημέρες ,ενώ ανεξαρτητοποιούνται 2-4 εβδομάδες μετά την πτέρωση. [84][85][86]
Οι αναπαραγόμενοι πληθυσμοί του καλαμοκανά βρίσκονται σε σταθερό ή και ελαφρά ανοδικό επίπεδο, παρόλο που δεν υπάρχουν στοιχεία για πολλές περιοχές φωλιάσματος. [88] Οι μεγαλύτεροι αναπαραγωγικοί πληθυσμοί βρίσκονται στην Ισπανία, την Τουρκία και τη Ρωσία. [89]
Γενικά, το είδος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, γι’ αυτό η IUCN το κατατάσσει στα Ελαχίστης Ανησυχίας (LC). [90]
Για την Ελλάδα, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την ιστορική κατανομή του είδους, αλλά κάποτε φώλιαζε στη λίμνη Κάρλα, που κατόπιν είχε αποξηρανθεί. Σήμερα, οι ελληνικοί πληθυσμοί εμφανίζουν σαφείς καθοδικές τάσεις, κυρίως στους παραδοσιακά μεγάλους υγροτόπους (Έβρος, Μεσολόγγι, κ.α.).
Αναπαράγεται στην Λήμνο και την Λέσβο και σε κάποια ακόμη νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου. Από τον Έβρο όπου φώλιαζε παλαιότερα δεν υπάρχουν πλέον αναφορές, αλλά παρατηρούνται μεγάλες «αναπαραγωγικές» συναθροίσεις σε αρκετούς υγροτόπους της Β. Ελλάδας. [91] Κατά τις μεταναστεύσεις, οι πληθυσμοί του καλαμοκανά είναι, σαφώς, πολυαριθμότεροι, ιδιαίτερα την άνοιξη, σε όλα τα ηπειρωτικά και σε πολλά νησιά. Τα πρώτα πουλιά καταφθάνουν γύρω στα μέσα Μαρτίου, λίγο νωρίτερα στην Πελοπόννησο, με κορύφωση από τα μέσα Απριλίου μέχρι τον Μάιο. Περιστασιακά, κάποια μη-αναπαραγόμενα άτομα, παραμένουν αρκετό χρονικό διάστημα, κάτι που εξαρτάται από την στάθμη του νερού στους υγροτόπους. Γι’ αυτό, μετά τα μέσα Ιουλίου αρχίζει σταδιακή διασπορά τους, λόγω της αυξανόμενης ξήρανσης των οικοτόπων. Το φθινοπωρινό πέρασμα δεν περιλαμβάνει τους ανοιξιάτικους αριθμούς, καθώς οι περισσότεροι σταθμοί ανάπαυλας είναι στεγνοί από νερό. Η φθινοπωρινή αποδημία ξεκινάει από τις αρχές Αυγούστου και κορυφώνεται μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου. [92]
Το είδος απειλείται κυρίως από την αποξήρανση και την εκμετάλλευση των υγροτόπων του, αλλά και από το παράνομο κυνήγι -σε μικρότερο βαθμό. Για την προστασία του απαιτούνται, η λεπτομερής καταγραφή του αναπαραγόμενου πληθυσμού, η μελέτη της οικολογίας του και η διατήρηση ικανού μεγέθους εκτάσεων με ρηχά νερά, υγρολίβαδα, κ.ο.κ. [93]
Ειδικά για τον ελλαδικό χώρο, ο καλαμοκανάς κατατασσόταν παλαιότερα στην κατηγορία Τρωτά (Vulnerable, VU), [94] ωστόσο η συγκέντρωση επαρκέστερων δεδομένων οδήγησαν στην σημαντική αναβάθμιση του είδους στα Ελαχίστης Ανησυχίας (LC). [95]
Ι. Συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο του Κόκκινου Βιβλίου για τα απειλούμενα σπονδυλόζωα της Ελλάδος, στην κατηγορία Τρωτά.
ΙΙ. Συμπεριλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι της Κοινοτικής Οδηγίας 79/409 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διατήρηση των άγριων πουλιών.
ΙΙΙ. Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων. [96]
Στον ελλαδικό χώρο, ο Καλαμοκανάς απαντά και με τις ονομασίες Άτρακτος (Ακαρνανία), Αδρακτάς και Αδραχτάς (Μεσολόγγι), [97] ενώ στην Κύπρο αποκαλείται Καλαμοκαννάς. [98]
i. ^ Συμπεριλαμβάνεται και το H. h. ceylonensis [99]
Ο Καλαμοκανάς είναι παρυδάτιο καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Ανωραμφιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Himantopus himantopus και περιλαμβάνει 5 υποείδη.
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος H. h. himantopus (Linnaeus, 1758).
Το είδος εμφανίζει αρκετά ταξινομικά προβλήματα (βλ. Συστηματική ταξινομική) και η διαίρεση σε υποείδη πρέπει να αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη.БзулъэкӀыхь (лат-бз. Himantopus himantopus) — псыкъуакъо лъэпкъ, бзулъэкӀыхь лъэпкъыгъуэщ.
Дамэхэр, тхыцӀэр, пщэ, щхьэ щӀыбыр фӀыцӀэ-гъуабжафэщ, щӀагъыр хужьыфэщ. КӀэр кӀыхькъым, занщӀэуэ пыгъэшхъуам хуэдэщ. Пэ занщӀэ псыгъуэ, кӀыхь жанщ. Лъакъуэхэр икъукӀэ кӀыхьщ, плъыфэщ.
Мы бзур щыплъагъуну Хы ФӀыцӀэ, Хы МыутӀэ Ӏэгъуэблагъуэхэм щыӀэ хыкъум Ӏуфэхэм, Тэрч и пэм деж. ЩӀымахуэр Хы Каспий и ипщэ лъэныкъуэхэм щизых къахокӀ. Дунейм и щӀыпӀэ бжыгъэм щопсэу. Абгъуэхэр гуп-гупурэ ящӀ. Ар хъумэным йогугъхэу. ЦӀыху ялъагъумэ полъатэри, гум техуэгъуей гоу, хьэбанэ макъым ещхь ирагъэщӀэкӀ. Абгъуэм и гъунэгъу хъуамэ хьилагъэкӀэ зэрыпыӀуишынум пылъщ, елъэшауэ, дамэхэр къыдэмыбзафэ хуэдэ зищӀу. ЩӀыкӀуэкӀэ гузавэкъым, лъэбакъуэ къэси лъакъуэхэр лъагэу дреӀэтей. ФокӀадэм и япэ тхьэмахуэм бзулъэкӀыхьхэр мэлъэтэж.
БзулъэкӀыхь (лат-бз. Himantopus himantopus) — псыкъуакъо лъэпкъ, бзулъэкӀыхь лъэпкъыгъуэщ.
Долгоногата шлука, (науч. Himantopus himantopus) е широко распространета крајбрежна птица со многу долги нозе. Повеќето извори денес сугерираат дека постојат 2-4 вида.[2][3][4][5][6][7] Оваа птица ја има и во Македонија.
Возрасните долгоноги шлуки се долги 33-36 см. Имаат долги розови нозе, долг тенок црн клун и се црнкави одозгора и бели одоздола, со бел врат и глава. Мажјаците имаат црн грб, често со зеленикав сјај. Кај женките, пак, грбот има кафевкава нијанса која е во контраст со црните пердуви на крилјата. Младенчињата имаат сиво наместо црно и песочна нијанса на крилјата.
Таксономијата на оваа птица е сè уште проблематична. Некои издвојуваат најмногу 5 вида, а други, пак, сите ги сметаат за подвидови. Најприфатена таксономија е следната:
Живеалиштето за размножување на долгоногата шлука се мочуриштата, плитките езера и вештачки езерца. Некои популации се птици преселници и мигрираат на океанските крајбрежја зиме, a оние од потоплите краишта се постојани жители и само посетители на некои региони.
Се хранат собирајќи ја храната од песокот или од плитката вода. Претежно јадат инсекти и ракчиња.
Се гнездат на оголено место на земја, во близина на водата, обично во помали групи.
Долгоногата шлука е еден од видовите на кои се однесува Договорот за заштита на африканско-евроазиските водни птици-преселници.
Долгоногата шлука, (науч. Himantopus himantopus) е широко распространета крајбрежна птица со многу долги нозе. Повеќето извори денес сугерираат дека постојат 2-4 вида. Оваа птица ја има и во Македонија.
Оҙонаяҡ сәпсәү, ағасаяҡ, ҡыҙылаяҡ, ялпылдаҡ, япылдаҡ, япаяп (рус. Ходулочник),(лат. Himantopus himantopus)—— Рәсәйҙең көньяғында тоҙло һыу буйҙарында йәшәй торған бик оҙон аяҡлы көйөлдөләр[1].
Ҡарға ҙурлыҡ. Түбәһе, һырты, ҡанаттары ҡара; ҡорһаҡ яғы, ҡойроғо аҡ. Нәҙек төп-төҙ суҡышы ҡара-көрән. Ҡыҙыл төҫтәге аяҡтары бик оҙон. Инә ҡош тоноғораҡ төҫтә. Беҙ-суҡыштан төҙ суҡышы, оҙон ҡыҙыл аяҡтары менән айырыла. Тауышы көслө генә: «яп-яп-яп». Ялан һәм далалар-ҙағы күл-һаҙлыҡтарҙа йәшәй, һыу йәнлектәре менән туҡлана. Күсмә ҡош. һирәк осрай. Ғәҙәттә, күмәкләшеп оялайҙар. Ояһын ерҙе соҡоп эшләй. Унда ҡара-көрән таплы 4 бөртөк һорғолт көрән йомортҡаһы була.
Оҙонаяҡ сәпсәү, ағасаяҡ, ҡыҙылаяҡ, ялпылдаҡ, япылдаҡ, япаяп (рус. Ходулочник),(лат. Himantopus himantopus)—— Рәсәйҙең көньяғында тоҙло һыу буйҙарында йәшәй торған бик оҙон аяҡлы көйөлдөләр.
Ҡарға ҙурлыҡ. Түбәһе, һырты, ҡанаттары ҡара; ҡорһаҡ яғы, ҡойроғо аҡ. Нәҙек төп-төҙ суҡышы ҡара-көрән. Ҡыҙыл төҫтәге аяҡтары бик оҙон. Инә ҡош тоноғораҡ төҫтә. Беҙ-суҡыштан төҙ суҡышы, оҙон ҡыҙыл аяҡтары менән айырыла. Тауышы көслө генә: «яп-яп-яп». Ялан һәм далалар-ҙағы күл-һаҙлыҡтарҙа йәшәй, һыу йәнлектәре менән туҡлана. Күсмә ҡош. һирәк осрай. Ғәҙәттә, күмәкләшеп оялайҙар. Ояһын ерҙе соҡоп эшләй. Унда ҡара-көрән таплы 4 бөртөк һорғолт көрән йомортҡаһы була.
प्रवालपाद नेपालमा पाइने एक प्रकारको चराको नाम हो । यसलाई अङ्ग्रेजीमा ब्ल्याक-विङ्ड स्टिल्ट (Black-winged Stilt) भनिन्छ ।
प्रवालपाद नेपालमा पाइने एक प्रकारको चराको नाम हो । यसलाई अङ्ग्रेजीमा ब्ल्याक-विङ्ड स्टिल्ट (Black-winged Stilt) भनिन्छ ।
मराठी नाव : शेकाटया, पाणटिलवा, टिलवा.
इंग्रजी नाव : Blackwinged Stilt (ब्लॅकविंग्ड स्टिल्ट)
शास्रीय नाव : Himantopus himantopus( हिमॅंटोपस हिमॅंटोपस )
आकार : २५ सेंमी
माहिती : उथळ पाण्यात वावरणारा हा एक काळा-पांढरा पक्षी असून त्याच्या लाल रंगाच्या आणि काड्यांसारख्या लांबलचक पायांवरून ओळखू येतो. नदीवर, तलावांच्या काठांवर शेकाटे दिसायला लागले, की पक्ष्यांचं स्थलांथर सुरु झाल्याची चाहूल लागते. पक्षीनिरीक्षक सावध होतात आणि इतर स्थलांतरी पक्ष्यांचा शोध सुरु होतो. दलदली, पाणथळ जागा, गावतळी, नद्या, मिठागरे आणि खाड्यांवर हे 'लंबूटांग' दिसतात.
निमुळत्या काळ्या चोचीच्या उपयोग करून शेकाटयांना गोगलगायी, कालव यांच्यासारखे कठीण कवचाचे जलचर, अळया आणि पाणकीटक पकडता येतात. हे पक्षी लहान-मोठ्या थव्यांमध्ये दिसतात आणि रात्रीच्या वेळी स्थलांतर करतात. रात्रीच्या अंधारात हे पक्षी एकमेकांना पाहू शकत नाहीत. त्यामुळे थव्यातला प्रत्येक पक्षी पिपाणीसारखा आवाज काढून आपापली जागा कुठे आहे हे दुसरया पक्ष्याला सांगतो. काही शहरांमध्ये गटाराच मैलोपाणी नदीत ज्या ठिकाणी सोडलं जातं अशा जागा शेकाटे विशेष पसंत करतात. सुमारे ५० ते १०० पक्ष्यांचे थवे गोळा होतात. कारण अशा ठिकाणी त्यांना त्याचं खाद्य भरपूर प्रमाणात उपलब्ध होत. उथळ पाण्यात चालत जाणारा शेकाटया गरज वाटली तर पोहू शकतो.
मराठी नाव : शेकाटया, पाणटिलवा, टिलवा.
इंग्रजी नाव : Blackwinged Stilt (ब्लॅकविंग्ड स्टिल्ट)
शास्रीय नाव : Himantopus himantopus( हिमॅंटोपस हिमॅंटोपस )
आकार : २५ सेंमी
माहिती : उथळ पाण्यात वावरणारा हा एक काळा-पांढरा पक्षी असून त्याच्या लाल रंगाच्या आणि काड्यांसारख्या लांबलचक पायांवरून ओळखू येतो. नदीवर, तलावांच्या काठांवर शेकाटे दिसायला लागले, की पक्ष्यांचं स्थलांथर सुरु झाल्याची चाहूल लागते. पक्षीनिरीक्षक सावध होतात आणि इतर स्थलांतरी पक्ष्यांचा शोध सुरु होतो. दलदली, पाणथळ जागा, गावतळी, नद्या, मिठागरे आणि खाड्यांवर हे 'लंबूटांग' दिसतात.
निमुळत्या काळ्या चोचीच्या उपयोग करून शेकाटयांना गोगलगायी, कालव यांच्यासारखे कठीण कवचाचे जलचर, अळया आणि पाणकीटक पकडता येतात. हे पक्षी लहान-मोठ्या थव्यांमध्ये दिसतात आणि रात्रीच्या वेळी स्थलांतर करतात. रात्रीच्या अंधारात हे पक्षी एकमेकांना पाहू शकत नाहीत. त्यामुळे थव्यातला प्रत्येक पक्षी पिपाणीसारखा आवाज काढून आपापली जागा कुठे आहे हे दुसरया पक्ष्याला सांगतो. काही शहरांमध्ये गटाराच मैलोपाणी नदीत ज्या ठिकाणी सोडलं जातं अशा जागा शेकाटे विशेष पसंत करतात. सुमारे ५० ते १०० पक्ष्यांचे थवे गोळा होतात. कारण अशा ठिकाणी त्यांना त्याचं खाद्य भरपूर प्रमाणात उपलब्ध होत. उथळ पाण्यात चालत जाणारा शेकाटया गरज वाटली तर पोहू शकतो.
ਲਮਲੱਤਾ (en:black-winged stilt:), (common stilt) ਲਗਪਗ ਹਰ ਖੇਤਰ ਵਿੱਚ ਮਿਲਣ ਵਾਲਾਂ ਪੰਛੀ ਹੈ ।
ਲਮਲੱਤਾ (en:black-winged stilt:), (common stilt) ਲਗਪਗ ਹਰ ਖੇਤਰ ਵਿੱਚ ਮਿਲਣ ਵਾਲਾਂ ਪੰਛੀ ਹੈ ।
நெடுங்கால் உள்ளான் (Black-winged Stilt - Himantopus himantopus) என்பது நீண்ட கால்களைக் கொண்ட கரைப்பறவைகளுள் ஒன்றாகும். இது நீர் நிலைகளுக்கு அருகில் வாழக்கூடிய பறவை ஆகும்.
இந்தப் பறவையின் உடல் நிறமானது கறுப்பு வெள்ளை நிறத்தில் இருக்கும். ஆனால் கால்கள் மட்டும் இளஞ்சிவப்பு நிறத்தில் இருக்கும். இந்தப் பறவையானது தன் கால்களைப் பயன்படுத்தி தனக்கான உணவைத் தேடுகின்றன. இவை ஆபத்தான சூழலில் மட்டும் நீரில் மூழ்கி நீந்தக்கூடியது.
இந்தப் பறவைகள் எப்போதும் கூட்டமாகவே காணப்படும். இவை தங்கள் கூடுகளை தண்ணீருக்கு அருகில் அருகருகே அமைத்துக் கொள்கின்றன. தன் எல்லைக்குள் வேறு பறவைகளை இவை நுழைய விடாது. அவ்வாறு நுழையும் பறவைகளை, சத்தம் எழுப்பித் துரத்தும். கோடைக் காலத்தில் இவை இனப்பெருக்கம் செய்கின்றன. கீழே உள்ள கூடுகளில் முட்டைகளை மறைவாக இட்டு வைத்திருக்கும். இவை பெரும்பாலும் இடம்பெயர்வதில்லை. தண்ணீர் வற்றிப்போனால் மட்டுமே வேறு வழியின்றி இவை இடம்பெயர்கின்றன. தமிழகத்தில், பள்ளிக்கரணை சதுப்புநிலத்திலும், வேடந்தாங்கலிலும் இந்தப் பறவை அதிகம் காணப்படுகிறது.[2]
நெடுங்கால் உள்ளான் (Black-winged Stilt - Himantopus himantopus) என்பது நீண்ட கால்களைக் கொண்ட கரைப்பறவைகளுள் ஒன்றாகும். இது நீர் நிலைகளுக்கு அருகில் வாழக்கூடிய பறவை ஆகும்.