Ο Κρόσσαρχος είναι ένα γένος μαγκούστας. Από τις τρεις υποοικογένειες των Ερπηστιδών (Ερπηστίνες, Μουνγκοτίνες και Γαλιδιίνες), ο κρόσσαρχος ανήκει στις Ερπηστίνες ή τις Μουνγκοτίνες,[1] οι οποίες είναι μικρές, πολύ κοινωνικές μαγκούστες.[2]
Είναι γνωστή στα γαλλικά ως Mangouste Brune και στα γερμανικά ως Dunkelkusimanse.
Τα μέλη αυτού του γένους απαντώνται στα έλη και τα δάση της κεντρικής και δυτικής Αφρικής, στις χώρες Γκάνα,[2] Ακτή Ελεφαντοστού, Λιβερία και Σιέρα Λεόνε.[3]
Τρέφεται με έντομα, προνύμφες, μικρά ερπετά, καβούρια και μούρα. Χρησιμοποιεί τα νύχια και το ρύγχος του για να σκάβει σε πεσμένα φύλλα, κάτω από σαπισμένα δέντρα και πέτρες για να βρουν έντομα και προνύμφες. Επίσης υδροβατεί σε ρηχά ρέματα ψάχνοντας για κάβουρες του γλυκού νερού.
Στις περισσότερες περιοχές όπου ζουν, είναι τα αριθμητικά κυρίαρχα μέλη της κοινότητας των σαρκοφάγων των δασών.[4]
Γεννά περίπου από 2-3 φορές το χρόνο. Τα μικρά μπορούν να ανοίξουν τα μάτια τους σε περίπου δώδεκα μέρες, να φάνε στερεά τροφή σε τρεις εβδομάδες και αποκτούν το τρίχωμα ενήλικα σε διάστημα πέντε εβδομάδων.
Ο Κρόσσαρχος ζει σε ομάδες των 10 με 24. Μία έως τρεις οικογένειες ζουν σε μια ομάδα. Οι οικογένειες αποτελούνται από το ζευγάρι που ζευγάρωσε και τα μικρά. Δραστηριοποιούνται την ημέρα, και περιπλανιούνται σε όλη την περιοχή του συνεχώς, ποτέ δεν μένουν σε ένα μέρος για πολύ καιρό. Στις περιπλανήσεις τους δημιουργούν προσωρινά καταφύγια για τον εαυτό τους. Καθώς δεν καταλαμβάνουν μόνιμες φωλιές, τα μικρά δεν μπορούν να συμβαδίσουν με την ομάδα για αρκετές εβδομάδες και πρέπει να μεταφέρονται σε διαφορετικά σημεία τροφοληψίας. Τα άτομα της ομάδας αναλαμβάνουν εκ περιτροπής να μεταφέρουν τα μικρά από τόπο σε τόπο και επίσης να τα βοηθούν να φάνε.[2]
Εφόσον οι κοινωνικοί κρόσσαρχοι δεν ζουν σε ανοικτό βιότοπο, που διατηρούν επαφή με τα πυκνά τροπικά δάση υποβλάστησης σφυρίζοντας ενώ ταξιδεύουν.[2]
Ο Κρόσσαρχος είναι ένα γένος μαγκούστας. Από τις τρεις υποοικογένειες των Ερπηστιδών (Ερπηστίνες, Μουνγκοτίνες και Γαλιδιίνες), ο κρόσσαρχος ανήκει στις Ερπηστίνες ή τις Μουνγκοτίνες, οι οποίες είναι μικρές, πολύ κοινωνικές μαγκούστες.