dcsimg

Pernice ( 那不勒斯語 )

由wikipedia emerging languages提供

'A pernice (Alectoris graeca, Meisner 1804) è n'auciello d''a famiglia d''e Phasianidae facenno parte 'e ll'ordine d''e Galliformes.

'E uommene cacciano 'e ppernice pe 'o carne sapurito lloro. È pure allevata comme anemale dumesteco.

許可
cc-by-sa-3.0
版權
Wikipedia authors and editors
原始內容
參訪來源
合作夥伴網站
wikipedia emerging languages

Thëllëza e malit ( 阿爾巴尼亞語 )

由wikipedia emerging languages提供
 src=
Rock Partridge

Gjatësia

32–35 cm, krahët e hapur: 46–53 cm.

Përcaktimi

Jeton në grupe. Specia është e ngjashme me thëllëzat e tjera. Ndryshon prej tyre nga grykorja e bardhë me një bordurë ndarëse me ngjyrë të zezë midis grykës dhe qafës, nga vetullat e bardha dhe të ngushta të cilat shpesh përshkojnë pjesën ballore dhe një vijë e vogël e zezë që mund të dallohet në fund të nofullës së sipërme.

Përhapja dhe habitati

Shpend tipik i vendeve malore të pjerrëta me orientim nga jugu, maleve të zhveshur, me bimësi të pakët. Riprodhimi: Folezimi ndodh nga fundi i prillit deri në qershor. Femra lëshon 8-14 vezë dhe periudha e inkubacionit zgjat 24-26 ditë. Të vegjlit janë të aftë për fluturime të vogla në moshën 7-10 ditore dhe të aftë të fluturojnë plotësisht pas 50-60 ditësh.

Ushqimi

Bimë dhe insekte.

Zëri

Thirrjet tokësore janë zakonisht tinguj shumë të fortë grykorë, në seri të shkurtra e të çrregullta, që ndërpriten nga një seri ”çi-çekpe- ti-çek”.

許可
cc-by-sa-3.0
版權
Autorët dhe redaktorët e Wikipedia
原始內容
參訪來源
合作夥伴網站
wikipedia emerging languages

Thëllëza e malit: Brief Summary ( 阿爾巴尼亞語 )

由wikipedia emerging languages提供
 src= Rock Partridge
許可
cc-by-sa-3.0
版權
Autorët dhe redaktorët e Wikipedia
原始內容
參訪來源
合作夥伴網站
wikipedia emerging languages

Πετροπέρδικα ( 現代希臘語(1453 年以後) )

由wikipedia emerging languages提供

Η πετροπέρδικα είναι ένα είδος πέρδικας του γένους Alectoris, που απαντάται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Alectoris graeca και περιλαμβάνει 3 υποείδη.[1]

Στην Ελλάδα απαντάται το υποείδος Alectoris graeca graeca, το οποίο είναι ενδημικό των Βαλκανίων.[1]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

  • Καθοδική ↓[2]

Ονοματολογία

Το όνομα του γένους προέρχεται από την Αρχαία Ελληνική alektoris που αναφερόταν σε οικόσιτα κοτόπουλα,[3] ενώ η ειδική ονομασία του είδους graeca οφείλεται στον τόπο όπου περιγράφηκε.

Η ελληνική ονομασία οφείλεται στο γεγονός ότι ζει σε βραχώδεις περιοχές.

Συστηματική ταξινόμηση

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Μεϊσνέρ (Meisner) ως Perdix graeca (Ελλάδα, 1804).[4]

Το είδος αυτό συνδέεται στενά με την νησιώτική πέρδικα (Alectoris chukar), τη πέρδικα του Πρζεβάλσκι (Alectoris magna), καθώς και με τις πέρδικες του Φίλμπι (Alectoris philbyi), σχηματίζοντας ένα υπερείδος (superspecies).[5] Οι Δυτική Μεσόγειο κόκκινα πόδια και Βαρβαρίας πέρδικες με στίγματα κολάρο στο λαιμό τους είναι ελαφρώς πιο μακρινούς συγγενείς. Παρ 'όλα αυτά, αν και εύρος αυτού του είδους θα δεν συμπίπτουν φυσικά με αυτό των συγγενών του, που συν-συμβαίνουν όταν έχουν εισαχθεί ως θηράματα, για παράδειγμα, στη Βόρεια Αμερική, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Νέα Ζηλανδία, και τη Ρωσία, και στη νοτιοανατολική Γαλλία, όπου έχουν κόκκινα πόδια πέρδικες έχουν κυκλοφορήσει. Σε αυτές τις περιοχές, τα υβρίδια μεταξύ αυτού του είδους, το chukar, και το κόκκινο πέρδικα βρίσκονται συνήθως (McGowan 1994).

Τρία επιζώντα υποείδη συνήθως αναγνωρίζονται (McGowan 1994), τα οποία διαφέρουν οριακά στο χρωματισμό και κάπως περισσότερο, σύμφωνα με μοριακές μελέτες (Randi 2006? δείτε παρακάτω για λεπτομέρειες).

Γεωγραφική εξάπλωση

 src=
Κατανομή της πετροπέρδικας (ροζ) και των άλλων συγγενικών περδικών

Η πετροπέρδικα είναι ενδημικό επιδημητικό πτηνό της Ευρώπης, όπου εξαπλώνεται μόνο στις Άλπεις, τα Απέννινα, τη Σικελία και τα Βαλκάνια.

Εντός των Βαλκανίων, αναπαράγεται στην Αλβανία, τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, τη Βουλγαρία, την Κροατία, την Ελλάδα, τη Βόρεια Μακεδονία, το Μαυροβούνιο και τη Σερβία.

Άλλες περιοχές εξάπλωσης του είδους αποτελούν την Γαλλία, την Αυστρία, την Ιταλία (Απέννινα, Σικελία) και την Ελβετία. Ένας μικρός πληθυσμός επιζεί στη Σλοβενία, όπου τρέχουσα τάση είναι άγνωστη. Θεωρείται πως έχει εξαφανιστεί από το Λίχτενσταϊν, ενώ έχει εισαχθεί σε Βέλγιο, Λιβάνο και Ισπανία.

Πηγές: [4][7] (σημ1. Επιπλέον, υπήρχε ένα παλαιοϋποείδος (paleosubspecies), το Α. g. martelensis, το οποίο είναι γνωστό μόνο από απολιθώματα)

(σημ 2. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Βιότοπος

Η πετροπέρδικα είναι είδος επιδημητικό σε βραχώδης πλαγιές, κυρίως στα βουνά, συχνά σε γρασίδι, σκόρπιους θάμνους και παραδοσιακές ορεινές καλλιέργειες σιτηρών και αποφεύγει τις βορινές πλαγιές[8]. Όπου, πάντως, δεν υπάρχει κυνηγετική πίεση ή άλλες ενοχλήσεις απαντάται και μέχρι το επίπεδο της θαλάσσης, π.χ. στο Άγιον Όρος.

Μορφολογία

 src=
Νεαρή πετροπέρδικα

Η πετροπέρδικα είναι μια τυπική πέρδικα του γένους Αλεκτορίς και δεν διαφέρει πολύ από τις άλλες πέρδικες του ίδιου γένους, ιδίως από τη νησιώτικη πέρδικα (Alectoris chukar). Έχει γκρίζο χρώμα με καστανόγκριζη ράχη, λευκά πλευρά με μαύρες ραβδώσεις κόκκινα πόδια, ράμφος και δαχτυλίδι ματιού και λευκή τραχηλιά με μαύρο περιθώριο.

Η μόνες διαφορές από τη νησιώτικη είναι πως έχει κάτασπρη τραχηλιά, σαφώς καθορισμένο περιθώριο τραχηλίας (ποικίλει σε φάρδος, π.χ. πιο φαρδύ στο υποείδος των Άλπεων, στενό ή και σπασμένο στο υποείδος της Σικελίας), στενό λευκό φρύδι που συχνά διασχίζει και το μέτωπο, λίγο μαύρο δίπλα στη βάση του πάνω ράμφους και σαφώς περισσότερες (σχεδόν οι διπλάσιες) ραβδώσεις στα πλάγια (περίπου 10–12). Τα νεαρά πουλιά έχουν κιτρινοκάστανο χρώμα με καφετί γραμμώσεις για καμουφλάζ.

Οι διαφορά ανάμεσα στα 2 φύλα εντοπίζεται στο μέγεθος (όπου τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα από τα θηλυκά) και στον αστράγαλο των ποδιών τους, στο αρσενικό φαίνεται έντονα ο αστράγαλος ενώ στο θηλυκό καθόλου.

Βιομετρικά στοιχεία

  • Μήκος σώματος: 33 έως 36 εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 46 έως 53 εκατοστά
  • Βάρος: ♂ 550 έως 850 γραμμάρια, ♀ 410 έως 650 γραμμάρια

(Πηγές: [4][9][10])

 src=
Βαλσαμωμένη πετροπέρδικα

Τροφή

Η τροφή της είναι κυρίως φυτική και κατά ένα μικρό μέρος ζωική. Αποτελείται από σπόρους φυτών, γράστεων, χυμώδεις καρπούς, σκουλήκια, έντομα, σαλιγκάρια κλπ. Μαζί με την τροφή καταπίνει και χαλίκια που βοηθούν στο άλεσμα αλλά γίνεται έτσι και πρόσληψη ασβεστίου.

Πτήση

Η πετροπέρδικα πετά σπάνια αλλά γρήγορα και καλύτερα από άλλα Ορνιθόμορφα. Πετάει μόνο σε ανάγκη, χαμηλά με γρήγορα φτεροκοπήματα και αερογλιστρήματα με αλύγιστες φτερούγες.

Φωνή

Το κάλεσμα στην επικράτειά της (πρωί πρωί ή σούρουπο) μια ακανόνιστη σειρά από σύντομες λαρυγγώδεις πολύ σκληρές νότες, που σποραδικά διακόπτονται από γρήγορες πνιχτές σειρές "τσι τσεκ πε–τι–τσεκ τσι–τσεκ τσικ τσι–τσεκ τσι–τσεαϊ–τσεαϊ, πε–τε–τι–τιτσεκ τσι τε..." κλπ.συχνά χωρίς το επαναλαμβανόμενο μοτίβο των συγγενών της.[9]

Ηθολογία

Η πετροπέρδικα είναι επιδημητικό είδος, είναι κοινωνικό και ζει κατά οικογενειακές ομάδες 10-15 ατόμων ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα μπορούν να συνενωθούν δύο οι περισσότερες τέτοιες ομάδες και να φτάσουν τα 40 άτομα. Η μονογαμία το διακατέχει και τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο οι ομάδες διαλύονται και σχηματίζονται τα ζευγάρια. Συνήθως τα κοπάδια αποτελούνται από τα ζευγάρια και τα μικρά τους καθώς και από ζευγάρια που δεν είχαν επιτυχημένη αναπαραγωγή. Η κοινωνική τους οργάνωση με τη μορφή του κοπαδιού αυξάνει τις πιθανότητες να επιβιώσουν τα άτομα που το απαρτίζουν, διότι επιτυγχάνεται αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των αρπακτικών.

Χαρακτηριστικό στοιχείο της συμπεριφοράς του είδους είναι το κελάηδημα νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα. Πέρα από τη λήψη της τροφής ασχολούνται και αρκετή ώρα με τη περιποίηση του φτερώματος τους και με τα αμμόλουτρα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας κουρνιάζουν σε ανοιχτά σημεία του εδάφους.

Το χειμώνα, οι πετροπέρδικες υποφέρουν από την έλλειψη τροφής και, αν είναι βαρύς, πολλές πεθαίνουν από την πείνα. Αγαπούν πολύ τον ήλιο. Στη διάρκεια της ημέρας κινούνται ελάχιστα σε μια ορισμένη περιοχή ή κάθονται στο χώμα και απολαμβάνουν τον ήλιο.[11]

 src=
Αυγά του υποείδους Alectoris graeca graeca

Αναπαραγωγή

Οι πέρδικες είναι μονογαμικά πουλιά. Την άνοιξη, γεννά 10–15 αυγά, σπάνια 20, σε μια φωλιά η οποία είναι χτισμένη στο έδαφος. Στις Άλπεις καταγράφηκε να γεννάνε από μέσα Μαΐου μέχρι τον Ιούνιο, ενώ στην Ελλάδα από τέλη Απριλίου μέχρι τον Ιούνιο (νωρίτερα στα Νότια απ' ότι στα Βόρεια).[4] Τα αυγά έχουν σχήμα απιδοειδές, σκληρό και λείο κέλυφος, με πολλούς πόρους και χρώμα ωχρό κιτρινοκόκκινο με ή χωρίς κηλίδες. Το θηλυκό τα επωάζει επί τρεις εβδομάδες. Οι νεοσσοί είναι ευθείς βαδιστικοί. Ακολουθούν αμέσως τη μητέρα τους, η οποία τα φροντίζει και τα υπεραγαπά. Τα προφυλάσσει από κάθε κίνδυνο και όταν δεν βρίσκονται κοντά της τα ειδοποιεί με μια χαρακτηριστική φωνή κι εκείνα κρύβονται μέσα στα χόρτα.[11]

Θηρευτές

Κυριότεροι εχθροί της πετροπέρδικας αποτελούν οι αλεπούδες (Vulpes vulpes), οι λύγκες (Lynx lynx), τα αρπακτικά πουλιά και κυρίως τα γεράκια. Εχθρός της είναι και ο άνθρωπος που την κυνηγά για το νόστιμο κρέας της.[11]

Απειλές

Μελέτες σε διάφορα μέρη του φάσματος του είδους (συνοψίζονται στον Griffin 2011) δείχνουν ότι επηρεάζεται από μια ευρεία ποικιλία απειλών, συμπεριλαμβανομένου της απώλειας και υποβάθμισης των ενδιαιτημάτων (Bernard-Laurent και de Franceschi 1994), την εγκατάλειψη των παραδοσιακών δραστηριοτήτων γεωργίας (Budinski et al. 2010, Rippa et al. 2011), τη μειωμένη συνδεσιμότητα μεταξύ των μεταπληθυσμών (Cattadori et al. 2003), τη διαταραχή, τη λαθροθηρία, το μη βιώσιμο κυνήγι, τα ακραία καιρικά φαινόμενα (Bernard-Laurent και Leonard 2000), τον υβριδισμό με την εισαγωγή αιχμάλωτων νησιώτικων περδικών και κοκκινοπερδικών (Barilani et al. 2007, Randi 2008), και τη μεταφορά των παθογόνων και παρασίτων από αυτά τα είδη (Manios et al. 2002, Rosà et al. 2011). Πρόσθετες απειλές περιλαμβάνουν την αύξηση του τουρισμού στις ορεινές περιοχές, κυρίως στις γαλλικές και τις αυστριακές Άλπεις (Α Bernard-Laurent στο βιβλ. 2012).[2]

Τοπικά στην Ελλάδα, εκτός από την έντονη θήρευση, πιθανόν επίσης να απειλείται και από υβριδισμό με νησιωτικές πέρδικες, που απελευθερώνονται ανεξέλεγκτα κατά χιλιάδες για κυνηγετική κάρπωση, όπως στα Κύθηρα, όπου όλος ο πληθυσμός χαρακτηρίζεται πλέον ως υβριδικός.[12]

Κατάσταση πληθυσμού

Είναι ύποπτο να μειώνεται μετρίως γρήγορα, ιδιαίτερα στα Βαλκάνια που κατέχουν ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού και του εύρους του είδους, βασιζόμενο σε μια ισορροπημένη αξιολόγηση των διαθέσιμων στοιχείων (e.g. Griffin 2011, Α Bernard-Laurent στο βιβλ. 2012).

Κατάσταση πληθυσμού στην Ελλάδα

Στη χώρα μας έχει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση. Απαντάται στην Πελοπόννησο και σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα, ανατολικά μέχρι την Ξάνθη, καθώς και σε ορισμένα Ιόνια Νησιά (Κεφαλλονιά, Ιθάκη, Λευκάδα και Παξοί).[13][14] Υπήρχε επίσης στη Ζάκυνθο και στην Κέρκυρα, νησιά από τα οποία εξοντώθηκε ήδη από το τέλος του 19ου αιώνα, ενώ ο πληθυσμός των Κυθήρων έχει πρόσφατα υποστεί υβριδισμό.[12] Ο πληθυσμός της δείχνει σαφή και συνεχή μείωση, το είδος δε είναι εξαιρετικά σπάνιο ή έχει ήδη εξαφανιστεί από αρκετές περιοχές, όπως η Αττική. Πρόσφατα όμως διευκρινίστηκε πως ο ελληνικός πληθυσμός παραμένει σταθερός. Δεν υπάρχουν ακριβή δεδομένα για τον πληθυσμό της και οι κατά καιρούς εκτιμήσεις ποικίλουν, εκτιμάται όμως ότι ανέρχεται σε 7.000-13.000 ζευγάρια (BirdLife International 2004). Όλα αυτά τα στοιχεία κατέταξαν την πετροπέρδικα στην Ελλάδα στα Τρωτά (VU) είδη.

Άλλες ονομασίες

Στον ελλαδικό χώρο, η Πετροπέρδικα απαντά και με τις ονομασίες Βουνίσια πέρδικα, Ορεινή πέρδικα[15] ή απλώς Πέρδικα. Συνηθίζεται επίσης να ονομάζεται το αρσενικό Κώτσος από την ιδιομορφία του (κότσι).[10]

Αναφορές στα αρχαία κείμενα

Σύμφωνα με την παράδοση της αρχαιότητας, η πέρδικα ήταν μια ψυχρή και αναίσθητη γυναίκα. Μια μέρα, όπως κάθονταν δίπλα σε ένα πουρνάρι, είδε το μυθικό Δαίδαλο την στιγμή που έθαβε τον άμοιρο γιο του, τον Ίκαρο. Αντί να λυπηθεί για το δυστύχημα αυτό, όπως θα έκανε κάθε συμπονετικός άνθρωπος, άρχισε να ειρωνεύεται. Ο Θεός τότε οργίστηκε και την μεταμόρφωσε σε πουλί.

Οι αρχαίοι Έλληνες την είχαν σε ιδιαίτερη εκτίμηση και τη θεωρούσαν ως ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα εδέσματα, που, μάλλον, απευθυνόταν στους πλούσιους Αθηναίους. Χαρακτηριστικό είναι το το δίστιχο του «Εμπόρου» του Διφίλου (Κoch II, 550) « Μα τον Δία, για μας δεν είναι δυνατόν να δούμε την πέρδικα και τη τσίχλα ούτε στον αέρα να πετάει» και υπονοεί «πόσο, μάλλον να τη φάμε». Στην αρχαιότητα ήταν αρκετά διαδεδομένα τα περδικοτροφεία με τις οικόσιτες πέρδικες και γινόταν διάκριση από τις λιβαδοπέρδικες (ατταγας). Στους Αχαρνείς, στ. 873, αναφέρεται ότι «Βοιωτός έμπορος φέρνει ατταγάς στην αγορά της Αθήνας από την ορνιθοτρόφο Κωπαΐδα». Αν και στα αρχαία κείμενα υπάρχουν αποσπάσματα που επαινούσαν τους «Αιγύπτιους ατταγάς».

Ο γιατρός Ορειβάσιος προτείνει να μαγειρεύεται μια μέρα μετά τη σφαγή για να είναι πιο μαλακό το κρέας της. Αξιόλογες συνταγές για τη μαγειρική της πέρδικας παρέχει και ο Ρωμαίος Απίκιος (di re coquinaria, VI)

O Αριστοτέλης και ο Θεόφραστος υποστήριζαν ότι η πέρδικα παραλλάζει τη φωνή της. Γενικά, η πέρδικα εθεωρείτο πονηρό και πανούργο πτηνό. Γι αυτό ο Αριστοφάνης αποκαλεί ως «πέρδικα» κάποιον πανούργο και δόλιο έμπορο. Ακόμα και ο σοφιστής Αθήναιος (160 – 230μ.Χ., περ.) συμφωνεί για την πανουργία του πτηνού (Αθην., 388b). Τέλος, ο Αριστοφάνης (στους Όρνιθες) χαρακτηρίζει ως πέρδικες τους δειλους και άτιμους ανθρώπους.Την πονηριά της πέρδικας εξιστορεί και ο Αίσωπος σε ένα μύθο του: « Ένας κυνηγός που του πήγε αργά ένας επισκέπτης του, δεν είχε τι να τον φιλέψει και άρπαξε την ήμερη (τιθασσόν) πέρδικα του για να τη σφάξει. Το πουλί τον κατηγόρησε για αχαριστία, γιατί, ενώ είχε πολλές ωφέλειες απ αυτό, και του πρόδιδε τους ομοφύλους του καλώντας τους, αυτός ήθελε να το σφάξει. Και αυτός του λέει: «Μα γι αυτό θα σε σφάξω, γιατί δε λυπάσαι τους ομοφύλους σου» (Αισώπου Μύθοι, Τ. Βουρνά, εκδ. Τολίδη).[10]

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 Howard & Moore, p. 70
  2. 2,0 2,1 http://www.iucnredlist.org/details/22678684/0
  3. Jobling, 2010
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 http://www.hbw.com/species/rock-partridge-alectoris-graeca
  5. Randi, 1996
  6. Madge, 2002
  7. http://avibase.bsc-eoc.org/species.jsp?lang=EL&avibaseid=44437074E18EB422
  8. http://www.patrisnews.com/%CF%80%CE%B5%CF%84%CF%81%CE%BF%CF%80%CE%AD%CF%81%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1-%CF%83%CE%B5%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CF%81%CF%87%CF%8C%CE%BD%CF%84%CE%B9%CF%83/
  9. 9,0 9,1 Mullarney et al, p. 84
  10. 10,0 10,1 10,2 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2019.
  11. 11,0 11,1 11,2 Σουπιωνά, p. 262
  12. 12,0 12,1 Tριανταφυλλίδης, 2007
  13. Hšlzinger, 1988
  14. Handrinos & Akriotis, 1997
  15. Τμήμα, Δασικών Εφαρμογών (2013). Κυνηγετικός Οδηγός. Ελλάδα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. σ. 18.

Πηγές

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992J
  • Άννα Σουπιονά-Τσαγκόγιωργα, Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια: Ζωολογία, Αθήνα 1983
  • Τριανταφυλλίδης, Κ. 2007. Γενετική ταυτοποίηση και διαχείριση της Ορεινής (Alectoris graeca) και Νησιώτικης Πέρδικας (Alectoris chukar) του Ελλαδικού χώρου. Τμ. Βιολογίας, ΑΠΘ - Κυνηγ. Ομοσπονδία Στερεάς Ελλάδος.
  • Jobling, James A (2010). The Helm Dictionary of Scientific Bird Names. London: Christopher Helm. p. 41. ISBN 978-1-4081-2501-4.
  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
  • Handrinos, G. & Akriotis, T. 1997. The Birds of Greece. C. Helm, London, 336 pp
  • Hšlzinger, J. 1988. Vertikale Verbreitungmuster des Steinhuhs (Alectoris graeca) in verschiedenen Griechenland. Kartierung medit. Brutvögel 1: 25-28.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2015 (2η Έκδοση)
  • Madge, S.C. & McGowan (2002). Pheasants, Patridges and Grouse, including Buttonquails, Sandgrouse and Allies. Christopher Helm, London.
  • McGowan, P.J.K. & Kirwan, G.M. (2017). Rock Partridge (Alectoris graeca). In: del Hoyo, J., Elliott, A., Sargatal, J., Christie, D.A. & de Juana, E. (eds.). Handbook of the Birds of the World Alive. Lynx Edicions, Barcelona. (retrieved from http://www.hbw.com/node/53379 on 12 January 2017).
  • Randi E. (1996). A mitochondrian cytochrome B phylogeny of the Alectoris patridges. Mol. Phyl. & Evol. 6 (2): 214-227
許可
cc-by-sa-3.0
版權
Συγγραφείς και συντάκτες της Wikipedia
原始內容
參訪來源
合作夥伴網站
wikipedia emerging languages

Πετροπέρδικα: Brief Summary ( 現代希臘語(1453 年以後) )

由wikipedia emerging languages提供

Η πετροπέρδικα είναι ένα είδος πέρδικας του γένους Alectoris, που απαντάται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Alectoris graeca και περιλαμβάνει 3 υποείδη.

Στην Ελλάδα απαντάται το υποείδος Alectoris graeca graeca, το οποίο είναι ενδημικό των Βαλκανίων.

許可
cc-by-sa-3.0
版權
Συγγραφείς και συντάκτες της Wikipedia
原始內容
參訪來源
合作夥伴網站
wikipedia emerging languages

Еребица камењарка ( 馬其頓語 )

由wikipedia emerging languages提供
 src=
Еребица камењарка
 src=
Alectoris graeca graeca

Еребицата камењарка (Alectoris graeca) е од фамилијата на фазаните, редот на кокошковидните. Распространета е во југозападниот дел на Азија и југоисточна Европа. Еребицата камењарка ја има и во Македонија.

Опис

Еребицата камењарка има округол облик, а боите ѝ се слични на боите на камењата. Претежно е сива, со светлокафеав грб, сиви гради и кремава боја на стомакот. Лицето ѝ е бело со црни линии, а на крилјата има коцкасти шарки. Нозете ѝ се црвени. Кога ќе се вознемири, таа претопчита да трча повеќе отколку да лета, но ако е неопходно ќе прелета кратко растојание. Има должина до 36 см, а распонот на крилјата може да ѝ достигне до 60 см.

Живеалиште и размножување

Оваа еребица живее на суви и отворени места, често во ридест предел. Создава мали јата и не е птица преселница. По острите и бучни звуци, како „га-га-га-га-чакара-чакара-чакара“, се разликува од сличните на неа птици. Гнездото го прави на земја, едвај постилајќи некое гранче, и несе од 5 до 21 јајце. Се храни со разни семиња и инсекти.

Статус

Овој вид е во опаѓање во делови од нејзиниот опсег што се должи на загубата на живеалиштата и на претераниот лов. И покрај тоа што генерално успева да се одржи како вид, статусот на Сицилија заслужува внимание.

Систематизација

Има три подвида (McGowan 1994), кои се разликуваат претежно во боите, но и според молекуларните студии (Randi 2006):

  • A. g. graeca (Meisner, 1804) - Источна еребица камењарка
Источна Босна и Херцеговина до Грција, Бугарија, Македонија.
  • A. g. saxatilis (Bechstein, 1805) - Централна еребица камењарка
Јужниот дел на Алпите до западна Босна и Херцеговина.
  • A. g. whitakeri Schiebel, 1934 - Сцилијанска еребица камењарка
Само на Сицилија.

Наводи

  • McGowan, Philip J. K. (1994): 11. Rock Partridge. In: del Hoyo, Josep; Elliott, Andrew & Sargatal, Jordi (editors): Handbook of Birds of the World, Volume 2: New World Vultures to Guineafowl: 485, plate 43. Lynx Edicions, Barcelona. ISBN 84-87334-15-6
  • Randi, Ettore (2006): Evolutionary and conservation genetics of the rock partridge, Alectoris graeca. Acta Zoologica Sinica 52(Supplement): 370–374. PDF fulltext
許可
cc-by-sa-3.0
版權
Автори и уредници на Википедија
原始內容
參訪來源
合作夥伴網站
wikipedia emerging languages

Еребица камењарка: Brief Summary ( 馬其頓語 )

由wikipedia emerging languages提供
 src= Еребица камењарка  src= Alectoris graeca graeca

Еребицата камењарка (Alectoris graeca) е од фамилијата на фазаните, редот на кокошковидните. Распространета е во југозападниот дел на Азија и југоисточна Европа. Еребицата камењарка ја има и во Македонија.

許可
cc-by-sa-3.0
版權
Автори и уредници на Википедија
原始內容
參訪來源
合作夥伴網站
wikipedia emerging languages

კოკობე ( 明格列爾語 )

由wikipedia emerging languages提供
 src=
კოკობე Alectoris graeca graeca

კოკობე (Alectoris graeca), მაფურინჯე ქოთომიშობურეფიშ რანწკიშე. ფერუან მოცაშფერო-მოტუტაშფერო რე, დუც დო ფსუალეფს მოვარდიშფერო ელფერი გინოჸუნს. ხასჷლეფს გადაბანო რუმე ზოლეფი გეთხოზჷ. მუმული ტანით დადულშე დიდი რე, კუჩხეფს უღჷ მოხამუზეფი. კოკობეშ ასა-გასაშ წონა 350-700 გრამს ოჭირინდუანს. მოდვალირი რე ბალკანეთიშ გვალეფშე ოორუე ჩინეთშახ. საქორთუოს ხე კავკაციონიშ ობჟათე კართეეფს, ცივ-გომბორიშ, გურია-აჭარაშ დო თრიალეთიშ ქჷნდჷრეფს, ქუაღორღამ, მეჯღერ ბართვონით ფორილ გვალეფიშ ფერდიეფს - გვალაშოწმოხონშე დახე თირიშ ღოზიშახ. ეთმიჯუმუაფუ ჩანარიშ თასით, შეჸელეფით, გვიგვილეფით დო ვალარეფით. სპორტული ჯინუაშ ობიექტი რე.

ლიტერატურა

  • ჟორდანია რ., ქსე, ტ. 5, გვ. 323-324, თბ., 1980
許可
cc-by-sa-3.0
版權
Wikipedia authors and editors
原始內容
參訪來源
合作夥伴網站
wikipedia emerging languages

კოკობე: Brief Summary ( 明格列爾語 )

由wikipedia emerging languages提供
 src= კოკობე Alectoris graeca graeca

კოკობე (Alectoris graeca), მაფურინჯე ქოთომიშობურეფიშ რანწკიშე. ფერუან მოცაშფერო-მოტუტაშფერო რე, დუც დო ფსუალეფს მოვარდიშფერო ელფერი გინოჸუნს. ხასჷლეფს გადაბანო რუმე ზოლეფი გეთხოზჷ. მუმული ტანით დადულშე დიდი რე, კუჩხეფს უღჷ მოხამუზეფი. კოკობეშ ასა-გასაშ წონა 350-700 გრამს ოჭირინდუანს. მოდვალირი რე ბალკანეთიშ გვალეფშე ოორუე ჩინეთშახ. საქორთუოს ხე კავკაციონიშ ობჟათე კართეეფს, ცივ-გომბორიშ, გურია-აჭარაშ დო თრიალეთიშ ქჷნდჷრეფს, ქუაღორღამ, მეჯღერ ბართვონით ფორილ გვალეფიშ ფერდიეფს - გვალაშოწმოხონშე დახე თირიშ ღოზიშახ. ეთმიჯუმუაფუ ჩანარიშ თასით, შეჸელეფით, გვიგვილეფით დო ვალარეფით. სპორტული ჯინუაშ ობიექტი რე.

許可
cc-by-sa-3.0
版權
Wikipedia authors and editors
原始內容
參訪來源
合作夥伴網站
wikipedia emerging languages