Ο Αγριόχοιρος ή αγριογούρουνο είναι ο άγριος πρόγονος των εξημερωμένων χοίρων.
Το αγριογούρουνο ζει και αναπαράγεται σε όλη την Ευρωπαϊκή ήπειρο, κάτω από τον 58ο βόρειο παράλληλο, στην βόρεια Αφρική, στην κεντρική και νότια Ασία. Έχει εισαχθεί επίσης με επιτυχία στη βόρεια Αμερική και την Αυστραλία. Στην Ελλάδα υπήρχε σχεδόν παντού από χιλιάδες χρόνια, ενώ σήμερα συναντάται στη Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρο, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα και στη νήσο Σάμο. Έχει επίσης επανεισαχθεί από τις Κυνηγετικές Οργανώσεις με μεγάλη επιτυχία στην Πελοπόννησο και πολύ πρόσφατα έγινε εισαγωγή του στη νήσο Λέσβο, συγκεκριμένα στο όρος Όλυμπος του νησιού.
Το αγριογούρουνο είναι είδος δασόβιο. Ζει στα πυκνά θαμνώδη δάση πλατύφυλλων, δρυός, καστανιάς και οξιάς. Συχνά όμως μετακινείται για αναζήτηση τροφής σε ελώδεις εκτάσεις, σε γεωργικές καλλιέργειες που συνορεύουν με δάση ή ακόμα σε μεγάλα υψόμετρα το καλοκαίρι στην αλπική ζώνη.
Σε πλήρη ανάπτυξη φτάνει τα 110-180 εκ. σε μήκος και τα 170-200 κιλά σε βάρος. Πολλές φορές όμως ξεπερνά τα 250 κιλά. Έχει πολύ ανεπτυγμένη όσφρηση και ακοή ενώ η όρασή του είναι περιορισμένη, αντιλαμβάνεται κυρίως την κίνηση και όπως τα περισσότερα θηλαστικά δεν βλέπει τα χρώματα. Το τρίχωμα του αποτελείται από δύο ειδών τρίχες, το κυρίως τρίχωμα είναι τρίχες μακριές, σκληρές και αραιές ενώ το πυκνό υπόστρωμα είναι τρίχες μαλακές και κοντές για να το προφυλάσσουν από τις χαμηλές θερμοκρασίες. Το τρίχωμα αλλάζει δυο φορές το χρόνο, τον Οκτώβριο και τον Μάιο. Ο χρωματισμός του ποικίλλει ανάλογα τις εποχές, τις τοπικές γενιές και τον τόπο διατροφής του, από καφεκόκκινος, γκρι έως μαύρος. Είναι πολύ δυνατό ζώο και όταν τρέχει μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα έως 40 km/h παρασύροντας τα πάντα στο διάβα του.
Το κοντόχοντρο χαρακτηριστικό σχήμα του αγριόχοιρου οφείλεται στο δυσανάλογα μεγάλο σε μέγεθος κεφάλι του. Τα αυτιά του είναι σχετικά μεγάλα, τα οποία κινεί συνεχώς για να συλλάβει και τον πιο ανεπαίσθητο ήχο. Η μύτη έχει μακριά κατάληξη η οποία του επιτρέπει με την βοήθεια των δοντιών του να σκάβει προς αναζήτηση τροφής.
Οι 4 κυνόδοντες εμφανίζονται αμέσως μετά την γέννησή του. Οι κυνόδοντες της πάνω σιαγόνας είναι μεγαλύτεροι και ισχυρότεροι απ' αυτούς της κάτω και όλοι έχουν διεύθυνση προς τα πάνω. Τα αρσενικά έχουν μεγαλύτερους κυνόδοντες από τα θηλυκά. Κλείνοντας οι σιαγόνες, η εξωτερική πλευρά των πάνω κυνοδόντων έρχεται σε επαφή με την εσωτερική πλευρά των κάτω. Το εύρος της τριβής των κυνοδόντων είναι διαγνωστικό στοιχείο της ηλικίας των ζώων. Στα ανήλικα είναι ανύπαρκτη και αυξάνει με την πάροδο των χρόνων. Ένας άλλος τρόπος να διαπιστωθεί εμπειρικά η ηλικία των ζώων μιας ομάδας είναι ο τρόπος που σκάβουν το έδαφος. Τα νεαρά άτομα σκάβουν ακανόνιστα, ενώ τα ενήλικα δημιουργούν συνεχείς κανονικές αυλακώσεις. Γίνεται επικίνδυνο όταν πρόκειται να υπερασπιστεί τα μικρά του ή όταν είναι τραυματισμένο όπου στήνει και ενέδρες. Έχουν σημειωθεί έως και θανάσιμοι τραυματισμοί κυνηγών από αγριόχοιρους.
Ο αγριόχοιρος είναι παμφάγο ζώο. Τρέφεται κυρίως με βελανίδια, κάστανα, διάφορα φρούτα και καρπούς, ρίζες και βολβούς τα οποία βγάζει σκάβοντας το έδαφος. Οι επιδρομές του είναι συχνές σε καλλιέργειες με πατάτες, παντζάρια και καλαμπόκια, ιδίως όταν οι καρποί είναι σε γαλακτώδη ακόμα μορφή. Το διαιτολόγιο συμπληρώνεται με μύκητες (μανιτάρια), σκουλήκια, σαλιγκάρια, προνύμφες εντόμων, έντομα, αμφίβια, ερπετά, τρωκτικά, αυγά εδαφόβιων πτηνών αλλά και ψοφίμια. Τα ψοφίμια είναι όμως συχνά πτώματα ζώων φορέων της τριχινιάσεως, ασθένειας που μεταδίδεται στον άνθρωπο, γι' αυτό το κρέας του αγριόχοιρου πρέπει να βράζεται καλά.
Οι αγριόχοιροι διαβιούν σε ομάδες οι οποίες αποτελούνται από την μητέρα και τα μικρά των τελευταίων δύο ετών. Συχνά ενώνονται δύο ή περισσότερες ομάδες και σχηματίζουν κοπάδι. Αρχηγός της ομάδας ή του κοπαδιού είναι το γηραιότερο θηλυκό. Τα μικρά του κοπαδιού σχηματίζουν μια ομάδα επιτηρούμενη από τα θηλυκά από μια απόσταση,ενώ σε περίπτωση κινδύνου ειδοποιούνται από τους βρυχηθμούς του θηλυκού που τα επιτηρεί. Τα αρσενικά που είναι μεγαλύτερα των δύο ετών, σχηματίζουν μικρές ομόφυλες ομάδες ενώ τα γηραιότερα ζουν μόνα τους (μονιάδες). Επίσης συχνά γύρω από την ομάδα ειδικότερα την περίοδο αναπαραγωγής βρίσκονται ενήλικα αρσενικά τα οποία την ακολουθούν από μία σχετική απόσταση.
Οι ομάδες διατηρούν περιοχές επικράτειας και δεν τις εγκαταλείπουν όσο υπάρχει αρκετή τροφή εκεί. Οι περιοχές αυτές εκτείνονται ανάλογα με την επάρκεια τροφής για την συγκεκριμένη ομάδα και συχνά επικαλύπτονται με άλλες γειτονικής ομάδας. Η "σήμανση" της περιοχής επικράτειας γίνεται με το ξύσιμο ή την αποφλοίωση των κορμών των δέντρων. Η μετακίνηση της ομάδας για την τροφή γίνεται σε όλες σχεδόν της ώρες της ημέρας όταν δεν ενοχλείται, με συχνά διαλείμματα τις μεσημεριανές ώρες κυρίως. Όταν όμως ενοχλείται έντονα όπως στην περίοδο του κυνηγίου, γίνεται κατά την διάρκεια της νύχτας. Σε περιόδους με έλλειψη τροφής, η ομάδα μπορεί να διανύσει έως και 80 χιλ. Κατά την μακρά αυτή μετακίνηση η ομάδα σχηματίζει φάλαγγα, το ένα ζώο πίσω απ' το άλλο και είναι δύσκολη η καταμέτρησή τους από τα ίχνη.
Ο αγριόχοιρος λατρεύει τα λασπόλουτρα, τα οποία τον απαλάσσουν από τα παράσιτα ενώ συγχρόνως το δέρμα του λαμβάνει διάφορα ορυκτά άλατα και ιχνοστοιχεία. Αυτή του η δραστηριότητα τον αναγκάζει συχνά να διανύει μεγάλες αποστάσεις για να βρει κατάλληλο τόπο. Μετά το λασπόλουτρο τρίβεται στους κορμούς των δέντρων ώστε να καθαρίσει την ξεραμένη λάσπη η οποία απομακρύνεται μαζί με τα παράσιτα.
Ζει κατά μέσο όρο 10 χρόνια, σε σπάνιες περιπτώσεις φτάνει όμως και παραπάνω από 15.
Είναι είδος πολυγαμικό. Η περίοδος του οίστρου ξεκινά στα τέλη Δεκεμβρίου και τελειώνει στα τέλη Ιανουαρίου. Η διάρκεια του οίστρου των θηλυκών είναι 48 ώρες. Όλη αυτήν την περίοδο τα αρσενικά πλησιάζουν τις ομάδες των θηλυκών και τότε επιδίδονται σε άγριες μάχες, αν και όχι θανατηφόρες, για την επικράτηση των πιο ισχυρών αρσενικών τα οποία θα σχηματίσουν τα "χαρέμια" τους, τα οποία συνήθως περιλαμβάνουν έως 8 θηλυκά.
Η κυοφορία στις πρωτότοκες θηλυκές διαρκεί 114-130 ημέρες, ενώ στις ώριμες 133-140. Γεννούν από 3 έως 10 μικρά. Σε περιοχές ή σε περιόδους πολυκαρπίας με άφθονη τροφή, οι γεννήσεις είναι κατά μέσο όρο 6 μικρά, ενώ σε φτωχές περιόδους πολύ λιγότερα. Τα θηλυκά ωριμάζουν για αναπαραγωγή στην ηλικία των 12 μηνών, ενώ τα αρσενικά στους 18-24. Με ευνοϊκές συνθήκες διατροφής είναι δυνατόν τα θηλυκά να έχουν οργασμό σε μικρότερη ηλικία.
Το θηλυκό απομακρυνόμενο απ' την ομάδα για την γέννα, κατασκευάζει υποτυπώδη φωλιά και γεννά μικρά με ανοικτά τα μάτια και ευθυβαδιστικά. Την πρώτη εβδομάδα παραμένουν στη φωλιά για προστασία από το ψύχος και ο θηλασμός τους διαρκεί 2-3 μήνες. Γεννιούνται με κοκκινωπό χρώμα με τις χαρακτηριστικές ανοικτοκίτρινες ραβδώσεις που τους δίνουν κάποια προσαρμογή με τον χρωματισμό του περιβάλλοντος. Οι ραβδώσεις διατηρούνται έως την ηλικία των 6 μηνών, (απαγορεύεται η θήρα τέτοιων μικρών) μετά την παρέλευση των οποίων, το χρώμα τους γίνεται καφέ, ενώ με την συμπλήρωση του πρώτου έτους αποκτούν τον χρωματισμό της ομάδας των ενηλίκων και ανεξαρτητοποιούνται. Η θνησιμότητα των νεογνών είναι μεγάλη τους πρώτους μήνες και φτάνει το 40-50% και οφείλεται στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, στην αρπακτικότητα μεγάλων θηλαστικών και στα παράσιτα. Η έντονη σεξουαλική δραστηριότητα εξασθενίζει τα αρσενικά που χάνουν έως και το 20% του βάρους τους. Σε ευνοϊκές περιόδους πολυκαρπίας είναι δυνατόν να γίνουν δύο γέννες το χρόνο, μία τον Ιανουάριο και η δεύτερη στο τέλος Ιουλίου με αρχές Αυγούστου.
Ο Αγριόχοιρος ή αγριογούρουνο είναι ο άγριος πρόγονος των εξημερωμένων χοίρων.