dcsimg

Associations ( Anglèis )

fornì da BioImages, the virtual fieldguide, UK
Foodplant / internal feeder
larva of Arhopalus ferus feeds within wood of Picea

Foodplant / internal feeder
larva of Arhopalus ferus feeds within wood of Pinus

Plant / associate
imago of Arhopalus ferus is associated with dead wood of Pinopsida
Remarks: season: 7-8(-11)

licensa
cc-by-nc-sa-3.0
drit d'autor
BioImages
proget
BioImages

Arhopalus ferus ( Grech modern (1453-) )

fornì da wikipedia emerging languages

Το Arhopalus ferus είναι ένα κολεόπτερο από την οικογένεια Cerambycidae.[1] Το γένος Arhopalus εκπροσωπείται στην Ευρώπη με τέσσερα είδη.[2] Παγκοσμίως κατατάσσονται είκοσι είδη στο γένος Arhopalus που διαιρείται σε δύο υπογένη.[3] Από αυτά τα είδη το Arhopalus ferus,[1] το Arhopalus rusticus [4] και το Arhopalus syriacus [5] απαντάται στην Ελλάδα.

Ετυμολογικές και ιστορικές παρατηρήσεις

Το έντομο αναφέρεται για πρώτη φορά ως Criocephalum Ferum το 1837 σε ένα κατάλογο για τα κολεόπτερα της περίφημης συλλογής του Γάλλου Dejean.[6] Αναφέρεται όμως μόνο το όνομα, λείπει μια καταγραφή. Αυτή δόθηκε το 1839 από τον Mulsant υπό τον όνομα Criocephalus ferus.[1] Κατά την εκτίμηση του Mulsant, ο οποίος είναι ένα από τους κολεοπτερολόγους που δούλεψαν για τον Dejean πάνω στην συλλογή του, το έντομο είναι μόνο μια παραλλαγή του Criocephalum rusticum [7] Παραπάνω ο Mulsant παρατηρεί, πως αυτή η παραλλαγή ονομάστηκε Callidium triste από τον Fabricius. Αντί Criocephalum ο Mulsant γράφει Criocephalus.[8]

Αργότερα οι περισσότεροι κολεοπτερολόγοι (Reitter, Freude-Harde-Lohse) θεωρούν το έντομο γνήσιο είδος και το ονομάζουν Criocephalus tristis συνδυάζοντας το όνομα είδους που δόθηκε από τον Fabricius, που ήταν πιο περίφημο από τον Mulsant, και το όνομα γένους όπως το έγραφε ο Mulsant. Αυτό το όνομα είναι ακόμα πολύ κοινό στην βιβλιογραφία.

Ο Γάλλος Serville (ή Audinet-Serville) διόρισε πια 1833 το γένος Arhopalus με τύπο το Arhopalus rusticus,[9] το ίδιο είδος που ο Mulsant ονόμασε Criocephalus rusticus το 1839. Με τους σημερινούς κανόνες της νομοθεσίας ισχύει το αρχαιότερα όνομα δηλαδή Arhopalus αντί Criocephalus. Παραπάνω είναι αμφίβολο, εάν η περιγραφή του Fabricius για το tristis είναι συνώνυμο για ferus ή για rusticus.[10] Για αυτό το μόνο σωστό όνομα είναι σήμερα Arhopalus ferus, εάν ακόμα χρησιμοποιείται επίσης Arhopalus tristis.

Το όνομα του είδους, η λέξη ferus είναι η λατινική λέξη που συμαίνει "άγριο"[11] Το συνώνυμο tristis είναι η λατινική λέξη για "θλιβερό, σκοτεινό" και αναφέρεται στο σκούρο χρώμα.[11]

Το όνομα του γένους Criocephalus προέρχεται από τις λέξεις "κριός" και "κεφαλή" και αναφέρεται στις κεραίες που θυμίζουν τα κέρατα του κρίου. Το όνομα Arhopalus είναι συνθεση από το "α" για την απουσία και "ρόπαλον" και θέλει εκφράζει, πως η οι κεραίες δεν τελειώνουν με ένα ρόπαλο.[12]

Μορφολογικά χαρακτηριστικά του ακμαίου

Όλα τα είδη του γένους έχουν θαμπό καστανό μέχρι μαύρο χρώμα. Το Arhopalus ferus αποκτά μήκος δεκατριών μέχρι εικοσιπέντε χιλιοστόμετρων και φάρδος περίπου έξι χιλιοστόμετρων.

Το κεφάλι είναι πιο πλατύ παρά μακρύ. Τα στοματικά μόρια δείχνουν προς τα μπροστά. Το τελευταίο μέρος των γναθικών προσακτρίδων είναι μικρό και διευρύνεται μόνο λίγο προς την άκρη, ενώ στο Arhopalus syriacus το τελευταίο μέρος σχηματίζει φαρδύ τρίγωνο.[13] Οι σύνθετοι οφθαλμοί είναι μεγάλοι και νεφροειδείς. Μεταξύ των ομματιδίων το πολύ υπάρχουν λιγοστά και πολύ βράχια μαλλιά (Εικ. 2, το κίτρινο χρώμα είναι μόνο αποτέλεσμα της ξήρανσης, στο ζωντανό έντομο οι οφθαλμοί είναι σκούρο καφέ), ενώ στο Arhopalus rusticus υπάρχουν αρκετά κοντά μαλλιά (Εικ. 3). Οι κεραίες είναι νηματοειδείς και συνίστανται από ένδεκα μέρη. Στα θηλυκά φτάνουν μέχρι την μέση των ελύτρων, στα αρσενικά είναι λίγο μακρύτερο.

Το πρόνωτο είναι λίγο στρογγυλό και φαρδύτερο από το κεφάλι. Δείχνει στη μέση κατά μήκος μια ρηχή σούφρα. Σε κάθε πλευρά από αυτήν βρίσκεται ένα αβαθή βαθούλωμα.

Τα έλυτρα μαζί είναι λίγο φαρδύτερα από το πρόνωτο. Το μήκος είναι περίπου τρεις φορές πλάτος. Οι πλευρές είναι περίπου παράλληλες. Κάθε έλυτρο έχει δυο ή τρεις αδύνατες καρίνες. Τα έλυτρα τελειώνουν στη ραφή αμβλύα στρογγυλεμένα,

Αντίθετα σε άλλα γένη της υποοικογένειας Aseminae το γένος Arhopalus έχει μόνο ένα αγκάθι στο μπροστινή κνήμη (Εικ. 4).[14] Οι ταρσοί φαίνονται να έχουν μόνο τέσσερα μέρη, γιατί το μέρος μεταξύ του τρίτου και του τελευταίου είναι πολύ μικρό. Το τρίτο μέρος στο οπίσθιο ταρσό είναι σχισμένο μόνο περίπου μέχρι την μέση (Εικ. 5, το τελευταίο μέρος του ταρσούς αφαιρέθηκε), ενώ στα άλλα ελληνικά είδη το σχίσμα είναι πολύ βαθύτερα (Εικ. 6).

Μορφολογικά χαρακτηριστικά της προνύμφης

Η προνύμφη μοιάζει πολύ με την προνύμφη του γένους Asemum. Το πρόνωτο είναι ο πιο φαρδύς δακτύλιος του κορμιού, μετά οι δακτύλιοι στενεύουν μέχρι το πέμπτο κοιλιακό δακτύλιο, οι ακόλουθοι τρεις δακτύλιοι διευρύνονται. Ο ακόλουθος τελευταίος κοιλιακός δακτύλιος είναι περίπου τοσο φαρδύ όπως ο έβδομος και τελειώνει με δυο αγκάθια. Τα αγκάθια φύονται σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλα, είναι περίπου παράλληλα και κλίνουν λίγο προς τα πάνω και στο τέλος προς την μέση. Ο δεύτερος και ο τρίτος θωρακικός δακτύλιος είναι πολύ κοντοί, μαζί είναι περίπου το ίδιο κοντοί όπως κάθε κοιλιακός δακτύλιος και πιο κοντοί από τον πρώτο θωρακικό δακτύλιο. Τα πόδια είναι πάρα πολύ μικρά, διμερής με νύχι. Στο Arhopalus ferus το κεφάλι είναι πιο κοντό παρά στο Arhopalus rusticus.[14]

Arhopalus ferus up.jpg Arhopalus ferus eye.jpg Arhopalus rusticus detail.jpg Εικ.1: A. ferus από πάνω Εικ.2: A. ferus οφθαλμός Εικ.3: A. rusticus οφθαλμός
Arhopalus ferus front tibia.jpg
Arhopalus ferus detail.jpg Arhopalus rusticus detail 2.jpg Εικ.4: A. ferus κάτω ακμή της μπροστινής κνήμης Εικ.5: A. ferus τρίτο μέρος του οπίσθιου ταρσού Εικ.6: το ίδιο στο A. rusticus

Βιολογία

Παρ όλο που κατά την ημέρα το έντομο φαίνεται βραδύ και ληθαργικό, την νύχτα αποδειχθεί να είναι πολύ ενεργό και τρέχει και πετάει αρκετά γρήγορα. Τα κολεόπτερα βγαίνουν από τις κρυψώνες τους αργά το βράδυ. Το θηλυκό αποθέτει τα αυγά βαθιά στις ρωγμές του φλοιού στο κάτω μέρος του κορμιού ή μόνο ή σε ομάδες μέχρι 20 αυγά. Συνολικά ο αριθμός των αυγών εκτιμάται να φτάνει τα χίλια. Για αυτό το σκοπό επιλέγει διάφορα είδη της πεύκας ή του έλατου, που ακόμα είναι ζωντανά και γερά ή νέα κομμένα, επίσης όρθιες κουτσούρες. Η εκκόλαψη πραγματοποιείται περίπου δυο εβδομάδες αργότερα. Περίπου δυο μέρες μετά η προνύμφη αρχίζει με την κατανάλωση του ξύλου. Στις κουτσούρες ορύσσει προς το σομφόξυλο και εκεί κυρίως στην διεύθυνση των ινών του ξύλου προς τα κάτω. Κάθε μερικά λεπτά η προνύμφη γυρίζει και συμπιέσει τα περιττώματά προς τα πίσω. Το όγκος του καταναλωμένου ξύλου είναι μεγαλύτερο από το όγκος των συμπιεσμένων απορρίμματα, και για αυτό το μήκος του κενού χώρου μεταξύ το κεφάλι των σηράγγων και το βουλωμένο τέλος αυξάνεται συνεχώς. Μπορεί να κατασκευάζονται σήραγγες με μήκος μέχρι ενάμισι μέτρα και μόνο τα αρχικά πενήντα εκατοστόμετρα γεμάτα με απορρίμματα.[15] Η προνύμφη του τελευταίου σταδίου ορύσσει πια την έξοδο για το ακμαίο. Μετά την βουλώνει πολύ σφιχτά με μικρά κομμάτια του φλοιού. Η βουλωμένο μέρος πολλές φορές φτάνει μέχρι στο ξύλο, όπου τα κομμάτια φλοιού αντικατασταθούν με μακρές ίνες ξύλου. Κοντά στην έξοδο η προνύμφη ορύσσει μια κοντή διακλάδωση χωρίς έξοδο. Σε αυτήν καταθέσει τα τελευταία εκδύματα και μετά σκεπάζει την είσοδο με συντρίμμια ξύλου. Η νύμφωση γίνεται στην Αγγλία κατά το τέλος του φθινόπωρου. Μετά από την έκδυση του ακμαίου, αυτό παραμένει ακόμα περίπου δυο εβδομάδες στην νυμφική θήκη πριν βγαίνει κατά το αργά λυκόφως. Οι τρύπες, όπου βγαίνουν οι ακμαίες, είναι ωοειδείς με κάθαρες άκρες.[16] Στη Νέα Ζηλανδία το έντομο προκαλεί ορισμένες ζημίες σε δάσους που έχουν αποδυναμωθεί από πυρκαγιές. Ο βιολογικό κύκλος ολοκληρώνεται στην Νέα Ζηλανδία κατά κανόνα σε ένα χρόνο, μπορεί όμως να αρκεί μερικά χρόνια.[17]

Γεωγραφική εξάπλωση

Πρόκειται αρχικά για παλαιαρκτικό είδος, το οποίο εισήχθη στην Νέα Ζηλανδία.[17] Απαντάται στην Νότιο Ευρώπη, την Κεντρική Ευρώπη και το νότιο μέρος της Βόρειας Ευρώπης, την Βόρεια Αφρική, την Μικρή Ασία, την Συρία, τον Καυκασο και στη Σιβηρία. Δεν απαντάται στις Κυκλάδες στα Νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου , στα Δωδεκάνησα και στην Ευρωπαϊκή Τουρκία αλλά συναντούμε το έντομο στην ηπειρωτική Ελλάδα, στην Κρήτη και στην Κύπρος.[1]

Πηγές

  • Heinz Freude, Karl Wilhelm Harde (Hrsg.), Gustav Adolf Lohse (Hrsg.): Die Käfer Mitteleuropas Band 9. Cerambycidae Chrysomelidae, Spektrum Akademischer Verlag, München 1966, ISBN 3-8274-0683-8. σελ. 15 ως Criocephalus tristis
  • Edmund Reitter: Fauna Germanica, die Käfer des Deutschen Reiches IV. Band, K.G.Lutz' Verlag, Stuttgart 1912 σελ. 45 ως Criocephalus polonicus
  • Adolf Horion: Faunistik der mitteleuropäischen Käfer, Bd. XII. Überlingen-Bodensee 1974 σελ. 9
  • Klaus Koch: Die Käfer Mitteleuropas. Band 3: Ökologie, Goecke & Evers, Krefeld 1992, ISBN 3-87263-042-3. σελ. 10 ως Criocephalus tristis

Αναφορές

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Fauna Europaea, ταξινόμηση και γεωγραφική εξάπλωση του είδους Arhopalus ferus]
  2. Fauna Europaea, ευρωπαϊκά είδη του γένους Arhopalus
  3. υπογένος Cephalallus Sharp 1905 στο BioLib υπογένος Arhopalus στο BioLib γένος Arhopalus Audinet-Serville, 1834 στο BioLib
  4. Fauna Europaea, ταξινόμηση και γεωγραφική εξάπλωση του είδους Arhopalus rusticus
  5. Fauna Europaea, ταξινόμηση και γεωγραφική εξάπλωση του είδους Arhopalus syriacus
  6. Pierre François Marie Auguste Dejean Catalogue des Coléoptères de la collection de Dejean, σ. 354, στα Google Books
  7. E. Mulsant: Histoire naturelle des coléoptères de France Longicornes Paris 1862-1863 παρατήρηση στην σελίδα 127
  8. E. Mulsant: Histoire naturelle des coléoptères de France Longicornes Paris 1862-1863 στην λίστα των συνωνύμων σελίδα 126
  9. M. Audinet-Serville: Nouvelle Classification de la Famille de Longicornes στο Annales de la Société entomologique de France tome troisième, Paris 1834 σελίδα 5 στη συνεδρίαση 1833 το γένος στην σελ. 77
  10. Karl Mandl: Über die europäischen Arten der Gattung Arhopalus Serville (Criocephalus Mulsant) und Beschreibung ... στο Mitteilungen der Münchener Entomologischen Gesellschaft Jahrgang 1972 Selbstverlag, München 1972 σελ. 154
  11. 11,0 11,1 Sigmund Schenkling: tionen Εξήγηση των επιστημονικών ονομάτων κολεοπτέρων (είδος), Γερμανικά
  12. Sigmund Schenkling: Εξήγηση των επιστημονικών ονομάτων κολεοπτέρων (γένος), Γερμανικά
  13. κλειδί του γένους στο Coleo-net, γερμανικά
  14. 14,0 14,1 D. Sharp: The genus Criocephalus στο Transactions of the Entomological Society of London London, 1905 αγκάθι σελ. 145 παρατήρηση*, προνύμφη σελ. 161 πλάκα ΙΧ, εικ 1,3,5
  15. H.R.Wallace: Notes on the Biology of Arhopaus ferus Mulsant στο Proceedings of the Royal entomological Society London Series A General Entomology Vol. 29, Issue 7-9, pages 99-113 Sept. 1954 DOI: 10.1111/j.1365-3032.1954.tb01209.x πρώτη σελίδα του άρθρου
  16. Gilbert Smith: The habits of Asemum striatum and Criocephalus ferus στο Transactions of the Entomological Society of London London, 1905 σελ. 172
  17. 17,0 17,1 Επίσημες πληροφορίες για το έντομο στην Νέα Ζηλανδία, αγγλικά
licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
Συγγραφείς και συντάκτες της Wikipedia

Arhopalus ferus: Brief Summary ( Grech modern (1453-) )

fornì da wikipedia emerging languages

Το Arhopalus ferus είναι ένα κολεόπτερο από την οικογένεια Cerambycidae. Το γένος Arhopalus εκπροσωπείται στην Ευρώπη με τέσσερα είδη. Παγκοσμίως κατατάσσονται είκοσι είδη στο γένος Arhopalus που διαιρείται σε δύο υπογένη. Από αυτά τα είδη το Arhopalus ferus, το Arhopalus rusticus και το Arhopalus syriacus απαντάται στην Ελλάδα.

licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
Συγγραφείς και συντάκτες της Wikipedia

Arhopalus ferus ( Indonesian )

fornì da wikipedia ID

Arhopalus ferus adalah spesies kumbang tanduk panjang yang tergolong famili Cerambycidae. Spesies ini juga merupakan bagian dari genus Arhopalus, ordo Coleoptera, kelas Insecta, filum Arthropoda, dan kingdom Animalia.

Larva kumbang ini biasanya mengebor ke dalam kayu dan dapat menyebabkan kerusakan pada batang kayu hidup atau kayu yang telah ditebang.

Referensi

  • TITAN: Cerambycidae database. Tavakilian G., 25 Mei 2009.


licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
Penulis dan editor Wikipedia
original
visité la sorgiss
sit compagn
wikipedia ID

Arhopalus ferus: Brief Summary ( Indonesian )

fornì da wikipedia ID

Arhopalus ferus adalah spesies kumbang tanduk panjang yang tergolong famili Cerambycidae. Spesies ini juga merupakan bagian dari genus Arhopalus, ordo Coleoptera, kelas Insecta, filum Arthropoda, dan kingdom Animalia.

Larva kumbang ini biasanya mengebor ke dalam kayu dan dapat menyebabkan kerusakan pada batang kayu hidup atau kayu yang telah ditebang.

licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
Penulis dan editor Wikipedia
original
visité la sorgiss
sit compagn
wikipedia ID

Arhopalus ferus ( Minangkabau )

fornì da wikipedia MIN
Blue morpho butterfly.jpg Artikel batopik biologi ko baru babantuak rancangan. Sanak dapek mambantu Wikipedia mangambangannyo.
licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
En
original
visité la sorgiss
sit compagn
wikipedia MIN

Zwarte grootoogboktor ( olandèis; flamand )

fornì da wikipedia NL

Insecten

De zwarte grootoogboktor (Arhopalus ferus) is een keversoort uit de familie van de boktorren (Cerambycidae). De wetenschappelijke naam van de soort werd voor het eerst geldig gepubliceerd in 1839 door Mulsant.[1]

Bronnen, noten en/of referenties
  1. (fr) Tavakilian, G. (auteur) & Chevillotte, H. (software) (2012) Base de données Titan sur les Cerambycidés ou Longicornes. (bezocht 30 januari 2014)
Geplaatst op:
16-02-2014
Dit artikel is een beginnetje over biologie. U wordt uitgenodigd om op bewerken te klikken om uw kennis aan dit artikel toe te voegen. Beginnetje
licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
Wikipedia-auteurs en -editors
original
visité la sorgiss
sit compagn
wikipedia NL

Arhopalus ferus ( norvegèis )

fornì da wikipedia NO


Arhopalus ferus er en bille som tilhører familien trebukker (Cerambycidae). Den er utbredt nord til den sørlige Sverige, men ikke i Norge.

Utseende

En middelsstor til ganske stor (9-27 mm), avlang og noe flat, brun til brunsvart trebukk. Den ligner mye på brun stubbebukk (Arhopalus rusticus), men skiller seg fra denne på pronotums form: ganske firkantet hos brun stubbebukk, med kraftig rundete sider hos A. ferus. Dessuten er fasettøynene nakne, mens de er tydelig hårete hos brun stubbebukk. Antennene er nesten så lange som halve kroppen. Hodet er kort og bredt, fasettøynene er ganske store og nyreformede, uten lange hår innimellom fasettene. Pronotum er bredere enn langt, nesten ovalt med sterkt rundede sider og lite fremtredende hjørner. Det har en tydelig grop på hver side, mellom disse en grunn midtfure. Dekkvingene er parallellsidige med markerte, rettvinklede skuldre, hver vinge med to lengderibber. Beina er brune og forholdsvis korte.

Levevis

Larvene utvikler seg i nylig furustammer som har vært døde noen år. Eggene legges i barksprekker, nær bakken for stående trær, og larven lever først en tid under barken før den gnager seg ned i røttene. Larveutviklingen tar 2-3 år. De voksne billene finnes i juli, og er nattaktive. Om dagen gjemmer de seg i barksprekker. Arten er trolig favorisert av skogbranner.

Utbredelse

Arten er utbredt i det østlige Europa, Midtøsten og Sibir. I Norden finnes den på Vestjylland i Danmark, det er også spredte, mest gamle, funn fra resten av Danmark og det sørlige Sverige, men ingen fra Norge.

Systematisk inndeling

Treliste

Kilder

Eksterne lenker

licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
Wikipedia forfattere og redaktører
original
visité la sorgiss
sit compagn
wikipedia NO

Arhopalus ferus: Brief Summary ( norvegèis )

fornì da wikipedia NO


Arhopalus ferus er en bille som tilhører familien trebukker (Cerambycidae). Den er utbredt nord til den sørlige Sverige, men ikke i Norge.

licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
Wikipedia forfattere og redaktører
original
visité la sorgiss
sit compagn
wikipedia NO

Wykarczak ciemny ( polonèis )

fornì da wikipedia POL
Commons Multimedia w Wikimedia Commons

Wykarczak ciemny[1], wykarczak świerkowy[2] (Arhopalus ferus) – gatunek chrząszcza z rodziny kózkowatych i podrodziny kłopotkowych.

Chrząszcz o ciele długości od 13 do 25 mm[2], barwy ciemnobrązowej do czarnej. Ma głowę o nagich oczach i pokrywy o wierzchołku zaokrąglonym na brzegu zewnętrznym. Stopy mają co najwyżej do połowy wycięte trzecie człony[3].

Larwy przechodzą rozwój w drewnie pniaków oraz w korzeniach i odziomkowych częściach pni obumierających. Roślinami żywicielskimi są sosny, świerki, a rzadziej modrzewie. Imagines spotkać można od lipca do września, czasem października[2].

Gatunek ten zasiedla iglaste i mieszane bory w prawie całej Palearktyce[2]. Znany jest też z krainy orientalnej[4]. W Polsce występuje w prawie całym kraju[2].

Przypisy

  1. Jacek Kurzawa: Polskie nazwy kózkowatych. [dostęp 2017-04-16].
  2. a b c d e Jiří Zahradník: Przewodnik: Kózkowate. Warszawa: Multico, 2001, s. 28.
  3. Jacek Kurzawa: Klucze do oznaczania: Arhopalus rusticus (Linnaeus, 1758) i Arhopalus ferus (Mulsant, 1839). W: entomo.pl [on-line]. 2005. [dostęp 2017-04-16].
  4. Arhopalus ferus. W: Fauna Europaea [on-line]. [dostęp 2017-04-16].
licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
Autorzy i redaktorzy Wikipedii
original
visité la sorgiss
sit compagn
wikipedia POL

Wykarczak ciemny: Brief Summary ( polonèis )

fornì da wikipedia POL

Wykarczak ciemny, wykarczak świerkowy (Arhopalus ferus) – gatunek chrząszcza z rodziny kózkowatych i podrodziny kłopotkowych.

Chrząszcz o ciele długości od 13 do 25 mm, barwy ciemnobrązowej do czarnej. Ma głowę o nagich oczach i pokrywy o wierzchołku zaokrąglonym na brzegu zewnętrznym. Stopy mają co najwyżej do połowy wycięte trzecie człony.

Larwy przechodzą rozwój w drewnie pniaków oraz w korzeniach i odziomkowych częściach pni obumierających. Roślinami żywicielskimi są sosny, świerki, a rzadziej modrzewie. Imagines spotkać można od lipca do września, czasem października.

Gatunek ten zasiedla iglaste i mieszane bory w prawie całej Palearktyce. Znany jest też z krainy orientalnej. W Polsce występuje w prawie całym kraju.

licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
Autorzy i redaktorzy Wikipedii
original
visité la sorgiss
sit compagn
wikipedia POL

Arhopalus ferus ( portughèis )

fornì da wikipedia PT

Arhopalus ferus é uma espécie de insetos coleópteros polífagos pertencente à família Cerambycidae.

A autoridade científica da espécie é Mulsant, tendo sido descrita no ano de 1839.

Trata-se de uma espécie presente no território português.

Referências

 title=
licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
Autores e editores de Wikipedia
original
visité la sorgiss
sit compagn
wikipedia PT

Arhopalus ferus: Brief Summary ( portughèis )

fornì da wikipedia PT

Arhopalus ferus é uma espécie de insetos coleópteros polífagos pertencente à família Cerambycidae.

A autoridade científica da espécie é Mulsant, tendo sido descrita no ano de 1839.

Trata-se de uma espécie presente no território português.

licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
Autores e editores de Wikipedia
original
visité la sorgiss
sit compagn
wikipedia PT

Kustbarkbock ( svedèis )

fornì da wikipedia SV

Kustbarkbock (Arhopalus ferus) är en skalbagge i familjen långhorningar. Enligt Catalogue of Life har den underarterna Arhopalus ferus ferus Goggi, 2006 och Arhopalus ferus dichrous Mandl, 1972.[3]

Beskrivning

Kustbarkbocken är en avlång skalbagge med brun färg och långa antenner (över halva kroppens längd). De långa täckvingarna har två till tre svaga längsgående åsar. Skalbaggen är 13 till 25 millimeter lång.[1]

Ekologi

Arten lever framför allt i sanddynsområden och på hällmarker, där de främst är nattaktiva. Larverna lever i tre till fyra år i nyligen döda (brända) barrträd, främst tall. De förpuppas i juni, och kommer ut ungefär en månad senare.[1]

Utbredning

Kustbarkbocken förekommer från Sydeuropa till Danmark, Sverige, Finland och Baltikum i norr, och via Mellaneuropa till Ryssland i öster.[1] Den har även påträffats i Turkiet, Mellanöstern och Nordafrika.[4] I Sverige är den känd från observationer i Skåne, Småland, Öland, Gotland (inklusive Gotska Sandön), Västergötland och Uppland, varav den är lokalt utdöd i de två sistnämnda landskapen.[1]

Bevarandestatus

Bristen på nyligen döda tallar utgör ett hot mot arten, som är rödlistad som starkt hotad ("EN") både i Sverige och Finland.[1][2]

Referenser

  1. ^ [a b c d e f] Bengt Ehnström (1999, 2006, 2015). Arhopalus ferus kustbarkbock”. Artdatabanken. https://artfakta.artdatabanken.se/taxon/101922. Läst 26 juni 2017.
  2. ^ [a b] ”Rödlistade arter i Finland 2010” (på engelska/finska) (PDF, 4,98 MB). Miljöministeriet (Finland). 2010. sid. 559. http://www.ym.fi/download/noname/{B30F0E5D-6863-4CDE-9F9E-62574925785E}/32853. Läst 26 juni 2017.
  3. ^ Roskov Y., Abucay L., Orrell T., Nicolson D., Bailly N., Kirk P.M., Bourgoin T., DeWalt R.E., Decock W., De Wever A., Nieukerken E. van, Zarucchi J., Penev L. (red.) (2017). ”Species 2000 & ITIS Catalogue of Life: 2017 Annual Checklist.” (på engelska). Species 2000: Naturalis, Leiden, Nederländerna. http://www.catalogueoflife.org/annual-checklist/2017/search/all/key/arhopalus+ferus/match/1. Läst 26 juni 2017.
  4. ^ Michal Hoskovec, Petr Jelínek och Martin Rejzek. Arhopalus ferus (Mulsant, 1839)”. Cerambycidae. http://www.cerambyx.uochb.cz/arhopalus_ferus.php. Läst 26 juni 2017.

Externa länkar

licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
Wikipedia författare och redaktörer
original
visité la sorgiss
sit compagn
wikipedia SV

Kustbarkbock: Brief Summary ( svedèis )

fornì da wikipedia SV

Kustbarkbock (Arhopalus ferus) är en skalbagge i familjen långhorningar. Enligt Catalogue of Life har den underarterna Arhopalus ferus ferus Goggi, 2006 och Arhopalus ferus dichrous Mandl, 1972.

licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
Wikipedia författare och redaktörer
original
visité la sorgiss
sit compagn
wikipedia SV

Криоцефал бурий ( ucrain )

fornì da wikipedia UK

Поширення

транспалеарктичний вид палеарктичного комплексу. Ареал охоплює практично всю територію північної Євразії. В Карпатах вид зустрічається зрідка; розповсюджений по гірській частині в смерекових лісах.

Екологія

Приурочений до смерекових лісових угруповань. Личинка заселяє деревину хвойних в прикореневій зоні дерева. Дорослі комахи не живляться.

Морфологія

Імаго

Дорослі комахи до 25 мм довжиною. Темно-бурого, рідше червоно-бурого кольорів. Очі в A. tristis, на відміну від A. rusticus, голі, без волосків. Третій членик лапок розділений лише до середини. Верхня губа з пучком волосків на середині.

Личинка

Лоб личинки несе до 20 епістомальних щетинок. Вусики 3-членкові. Вічок немає. Ґулярна смужка світла, доходить до переднього краю голови, її краї припідняті. 3-й членик максилярних щупалець наполовину коротший 2-го. Основа пронотуму з полем мікрошипів. Мозолі черевця покриті мікрошипами. Дорзальні мозолі мають по 4 поздовжні боріздки, вентральні – по 2-і поздовжні й по 1-й слабопомітній поперечній. Терґіт 9-го сегменту несе по парі маленьких, розставлених урогомф. Довжина – 33-38 мм ширина – 8 мм. У лялечки вершина черевця з 2 шилоподібними урогомфальними виростами, загнутими всередину.

Життєвий цикл

Життєвий цикл триває 2-4 роки.

Література

  1. Бартенев А.Ф. Обзор видов жуков-усачей (Coleoptera: Cerambycidae) фауны Украины // Вісті Харківського ентомологічного товариства. — 2003 (2004). — 11, № 1-2. — с. 24-43
  2. Загайкевич І.К. Таксономия и экология усачей. — К.: Наукова Думка, 1991. — 420 с.;

Посилання

  1. http://www.biolib.cz/en/taxon/id11021/
licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
Автори та редактори Вікіпедії
original
visité la sorgiss
sit compagn
wikipedia UK

Arhopalus ferus ( vietnamèis )

fornì da wikipedia VI

Arhopalus ferus là một loài bọ cánh cứng trong họ Cerambycidae.[1]

Hình ảnh

Chú thích

  1. ^ Bisby F.A., Roskov Y.R., Orrell T.M., Nicolson D., Paglinawan L.E., Bailly N., Kirk P.M., Bourgoin T., Baillargeon G., Ouvrard D. (red.) (2011). “Species 2000 & ITIS Catalogue of Life: 2011 Annual Checklist.”. Species 2000: Reading, UK. Truy cập ngày 24 tháng 9 năm 2012.

Liên kết ngoài

 src= Wikimedia Commons có thư viện hình ảnh và phương tiện truyền tải về Arhopalus ferus


Hình tượng sơ khai Bài viết Họ Xén tóc này vẫn còn sơ khai. Bạn có thể giúp Wikipedia bằng cách mở rộng nội dung để bài được hoàn chỉnh hơn.


licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
Wikipedia tác giả và biên tập viên
original
visité la sorgiss
sit compagn
wikipedia VI

Arhopalus ferus: Brief Summary ( vietnamèis )

fornì da wikipedia VI

Arhopalus ferus là một loài bọ cánh cứng trong họ Cerambycidae.

licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
Wikipedia tác giả và biên tập viên
original
visité la sorgiss
sit compagn
wikipedia VI

Arhopalus ferus ( russ; russi )

fornì da wikipedia русскую Википедию
Без ранга: Первичноротые
Без ранга: Линяющие
Без ранга: Panarthropoda
Надкласс: Шестиногие
Класс: Насекомые
Надотряд: Coleopterida
Подотряд: Разноядные жуки
Инфраотряд: Кукуйиформные
Надсемейство: Хризомелоидные
Семейство: Усачи
Подсемейство: Спондилидины
Триба: Asemini
Род: Arhopalus
Подвид: Arhopalus
Вид: Arhopalus ferus
Международное научное название

Arhopalus ferus (Mulsant, 1839)

Синонимы
  • Arhopalus tristis var. hispanicus (Sharp) Villiers, 1978[1]
  • Criocephalus epibata Schiödte, 1864[1]
  • Criocephalus ferus (Mulsant) Smith, 1905[1]
  • Criocephalus hispanicus Sharp, 1905[1]
  • Criocephalus polonicus Motschulsky, 1845[1]
  • Criocephalus rusticus var. ferus Mulsant, 1839[1]
  • Arhopalus tristis (Fabricius) Auctorum[1]
  • Callidium triste (Fabricius) Lipp, 1937[1]
  • Criocephalum triste (Fabricius) Auctorum[1]
  • Criocephalus tristis (Fabricius) Auctorum[1]
Wikispecies-logo.svg
Систематика
на Викивидах
Commons-logo.svg
Изображения
на Викискладе
NCBI 1323391EOL 348296

Arhopalus ferus (лат.) — вид жуков-усачей из подсемейства спондилидинов. Распространён в Европе, Северной Африке, Малой Азии и Ближнем Востоке[2]. Личинки развиваются внутри сосны, реже ели[2]. Длина тела взрослого насекомого 10—27 мм[2]. На личинок данного вида усачей охотятся жуки-щелкуны вида Thoramus wakefieldi[1].

Примечания

  1. 1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 Систематика и синонимия (англ.). BioLib. Проверено 18 ноября 2011.
  2. 1 2 3 Фотография, информация (англ.). Сайт «cerambyx.uochb.cz». Проверено 18 ноября 2011. Архивировано 4 сентября 2012 года.
licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
Авторы и редакторы Википедии

Arhopalus ferus: Brief Summary ( russ; russi )

fornì da wikipedia русскую Википедию

Arhopalus ferus (лат.) — вид жуков-усачей из подсемейства спондилидинов. Распространён в Европе, Северной Африке, Малой Азии и Ближнем Востоке. Личинки развиваются внутри сосны, реже ели. Длина тела взрослого насекомого 10—27 мм. На личинок данного вида усачей охотятся жуки-щелкуны вида Thoramus wakefieldi.

licensa
cc-by-sa-3.0
drit d'autor
Авторы и редакторы Википедии