H Γαλαζοπαπαδίτσα είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Παριδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Cyanistes caeruleus και περιλαμβάνει 9 υποείδη.[1][2]
Στην Ελλάδα απαντούν τα υποείδη C. c. caeruleus (Linnaeus, 1758) και C. c. calamensis (Parrot, 1908),[3] με το δεύτερο να είναι ενδημικό στην χώρα.
Η επιστημονική ονομασία του γένους, Cyanistes, είναι νεολατινική απόδοση του ελληνικού όρου Κυανιστής < κυανίζω [5] «αποκλίνω προς το κυανό χρώμα, φαίνομαι σκουρογάλαζος»,[6] που παραπέμπει στο χαρακτηριστικό χρώμα των πτερύγων του πτηνού.
Ο λατινικός όρος caeruleus στην επιστημονική ονομασία του είδους έχει, επίσης, παρόμοια σημασία: «αυτός που έχει το χρώμα του ουρανού, κυανίζων, κυανωπός, γαλαζωπός» (azure blue) .[5] Τα ίδια ισχύουν για την αγγλική (blue tit) και την ελληνική ονομασία του είδους.
Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο ως Parus caeruleus (Σουηδία, 1758), στο έργο του Systema Naturae.[7] Tο γένος Cyanistes είχε εισαχθεί από τον Γερμανό φυσιοδίφη Γ. Κάουπ (Johann Jakob Kaup 1803 - 1873) ήδη από το 1829. Όμως, μόλις το 2005, ανάλυση αλληλουχιών mtDNA (κυτόχρωμα β) έδειξε ότι, το γένος Cyanistes ήταν ένα πρώιμο παρακλάδι στο φυλογενετικό δένδρο της οικογένειας Paridae και το είδος τοποθετήθηκε εκεί.[8] Ωστόσο, αρκετοί ταξινομικοί φορείς εξακολουθούν να διατηρούν το taxon υπό την «παραδοσιακή» του ταξινόμηση, ως Parus caeruleus (π.χ. IUCN, HBW). Σχηματίζει υπερείδος με τα taxa Cyanistes teneriffae και Cyanistes cyanus. Με το τελευταίο υβριδίζεται συχνά, ιδιαίτερα κατά τις χρονιές που εξαπλώνεται στα δυτικά ενώ, σπανιότερα, υβριδίζεται με τον καλόγερο.[5]
Tο είδος απαντά αποκλειστικά στον Παλαιό Κόσμο, κυρίως στην Ευρώπη και σε λίγες περιοχές της Δ. Ασίας και της Β. Αφρικής.
Η Ευρώπη αποτελεί την σημαντικότερη επικράτεια της γαλαζοπαπαδίτσας, όπου ανευρίσκεται καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους ως επιδημητικό πτηνό. Απαντά σε όλη, σχεδόν, την ήπειρο, εκτός από την Ισλανδία, την Β. Σκανδιναβία και την Β. Ρωσία, ενώ υπάρχει «κενό» στην περιοχή των Άλπεων. Το βόρειο όριο κατανομής είναι στις 67° (Νορβηγία), ενώ κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει μετατόπιση του φάσματος κατανομής προς βορράν.[9]
Στην Ασία, όπως και στην Ευρώπη, όλοι οι πληθυσμοί είναι καθιστικοί εκτός από μικρούς θύλακες διαχείμασης, στην περιοχή της Κασπίας Θάλασσας. Κατά τα άλλα, το είδος εξαπλώνεται από την Μικρά Ασία στα δυτικά, μέχρι το Ιράν και το Καζακστάν στα ανατολικά και από την Κ. Ρωσία στα βόρεια μέχρι τον Περσικό Κόλπο στα νότια.
Στην Αφρική, υπάρχουν αποκλειστικά επιδημητικοί πληθυσμοί στις ατλαντικές ακτές του Μαρόκου, και στις παραμεσόγειες χώρες -πλην της Αιγύπτου.[10]
(σημ. με έντονα γράμματα τα υποείδη που απαντούν στον ελλαδικό χώρο)
Η γαλαζοπαπαδίτσα είναι πλήρως καθιστικό πτηνό, σε όλες τις κεντρικές και νότιες επικράτειες του φάσματος κατανομής της, παραμένοντας στις ίδιες περιοχές καθ’ όλη την διάρκεια του έτους. Στις βόρειες επικράτειες υπάρχουν κάποιοι μεταναστευτικοί πληθυσμοί οι οποίοι, ωστόσο, δεν εκτελούν μακρινά ταξίδια αλλά, περισσότερο υψομετρικές μεταναστεύσεις. Σε κάποιες χρονιές, όταν οι καιρικές συνθήκες είναι κακές, καταγράφονται μαζικές «εισβολές» σε περιοχές με καλύτερο καιρό, όπως έχει συμβεί λ.χ. στην Βρετανία.[14]
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Μάλτα. [4]
Η γαλαζοπαπαδίτσα είναι, κυρίως, είδος των δασικών οικοσυστημάτων, ιδίως όταν υπάρχουν βελανιδιές και σημύδες, ενώ τείνει να αποφεύγει τα αποκλειστικά δάση κωνοφόρων.[19] Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όμως, μπορεί να αναζητά την τροφή της σε καλαμιώνες και πιο ανοικτές θέσεις, ακόμη και σε έλη.[20] Επίσης, είναι από τα πλέον οικεία πτηνά σε αστικές περιοχές με πολύ πράσινο, ευρισκόμενη σε αστικά πάρκα και κήπους, ιδιαίτερα σε τοποθεσίες με διαθέσιμες πηγές τροφής.[14] Επίσης, σε οπωρώνες, φυσικούς φράκτες και καλλιεργημένες εκτάσεις με διάσπαρτα δένδρα ή θάμνους.[21]
Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει κατά σειράν τα εξής αποτελέσματα: Δάση πλατύφυλλων, Χωριά, Πόλεις, Λειμώνες και Αρόσιμες εκτάσεις .[22]
Στην Ελλάδα, η γαλαζοπαπαδίτσα απαντά σε πλατύφυλλα δάση, περιοχές με διάσπαρτα δένδρα, άλση, κήπους, δενδρόκηπους, ελαιώνες και καλαμιώνες.[15] Στα δασικά οικοσυστήματα με βελανιδιές, απαντά σε περιοχές με Quercus pubescens, στα μικρά υψόμετρα, και σε περιοχές με Q. frainetto, στα μέσα υψόμετρα. Λιγότερο κοινή, αλλά και πάλι διαδεδομένη, στα δάση με οξιές, ιτιές, και λεύκες. Στην Δ. Ελλάδα, οι γαλαζοπαπαδίτσες είναι κυρίως διαδεδομένες σε δάση με Q. ilex, ενώ στα δάση κωνοφόρων απαντούν, όταν είναι κοντά σε δάση πλατύφυλλων.[12]
Η γαλαζοπαπαδίτσα είναι πολύχρωμο πτηνό, από τα ομορφότερα στρουθιόμορφα που επισκέπτονται τις αστικές τοποθεσίες. Τα ενήλικα άτομα έχουν μικρό μέγεθος και χαρακτηρίζονται από τον συνδυασμό της κυανοπράσινης ράχης με το φωτεινό μπλε των πτερύγων και της ουράς, στοιχείο που κάνει το είδος να μη συγχέεται με κάποιο άλλο στην παρατήρηση πεδίου (indistinguishable). Η κάτω επιφάνεια του σώματος έχει λαμπερό κίτρινο χρώμα, με σκούρα, επιμήκη λωρίδα στο μέσον του στήθους. Το κεφάλι είναι στρογγυλεμένο και τρίχρωμο: το μέτωπο και τα πλαϊνά του προσώπου είναι λευκά, το στέμμα είναι γαλαζωπό, ενώ ο τράχηλος, το σαγόνι (bib) και οι οφθαλμικές λωρίδες έχουν μαύρο χρώμα που, ωστόσο, στην βάση του σβέρκου γίνεται κυανό. Η ουρά είναι μακριά και έχει το χρώμα του στέμματος. Το ράμφος είναι μικρό και κωνικό, γκριζωπό με κυανή απόχρωση. Η ίριδα είναι μαύρη, οι ταρσοί και τα πόδια έχουν το χρώμα του ράμφους.[14]
Τα φύλα είναι παρόμοια, με το πτέρωμα του θηλυκού ελαφρώς πιο «θαμπό» από εκείνο του αρσενικού. Αυτό οφείλεται, κυρίως, στο ότι οι άκρες των καλυπτηρίων φτερών των πτερύγων έχουν πιο σκούρο κυανό χρώμα στα αρσενικά από ό, τι στα θηλυκά. Επίσης, το πάχος της κυανής περιοχής στην βάση του τραχήλου, αποτελεί διαγνωστικό στοιχείο, αλλά είναι δύσκολο να παρατηρηθεί από απόσταση.[23]
Τα νεαρά άτομα έχουν ανοικτοκίτρινα -όχι λευκά- μάγουλα, με αχνό κιτρινωπό πτέρωμα, πιο πρασινωπά καλυπτήρια πτερύγων και πιο «θαμπό» γαλαζωπό στέμμα, σε σχέση με τους ενήλικες.[14] Η πρώτη έκδυση (moulting) των νεαρών ατόμων πραγματοποιείται από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, ανάλογα με την περίοδο εκκόλαψης των νεοσσών. Η εκάστοτε αλλαγή πτερώματος μπορεί να ολοκληρωθεί σε 120-150 ημέρες, και είναι από τις πιο μακρόχρονες για πτηνό τόσο μικρού μεγέθους.[24]
(Πηγές:[20][27][28][29][30][31][19][23][32][33][34])
Οι γαλαζοπαπαδίτσες είναι, κατά βάσιν εντομοφάγα πτηνά, τρεφόμενες με ενήλικα έντομα και τις προνύμφες τους (κυρίως Ημίπτερα, κάμπιες (κυρίως Λεπιδόπτερων) και αρθρόποδα (αράχνες και κολλέμβολα). Ωστόσο, μπορούν να καταναλώνουν φρούτα, μπουμπούκια, σπέρματα και σκληρούς καρπούς (φιστίκια, καρύδια, κ.α.), ιδιαίτερα τον χειμώνα, οπότε συχνάζουν και σε ταΐστρες πουλιών.
Η γαλαζοπαπαδίτσα αναζητεί την τροφή της στα δένδρα και, μερικές φορές, στο έδαφος –πιο σπάνια από τον καλόγερο.[31] Είναι εξαιρετικά δραστήριο πτηνό, με μικρό βάρος έτσι, ώστε να μπορεί να στηρίζεται ακόμη και στα λεπτότερα κλαδιά. Χρησιμοποιεί διάφορες τεχνικές, όπως το ένα πόδι για να ακινητοποιεί την τροφή και να την ραμφίζει έντονα όταν είναι απαραίτητο. Έτσι καταναλώνει, π.χ., τους καρπούς με σκληρό περίβλημα (καρύδια, φουντούκια, κ.λπ.) και διάφορα σπέρματα. Εξετάζει κάθε κλαδί και φύλλο εξονυχιστικά, προωθούμενη με μικρά, διαδοχικά πηδήματα, ενώ είναι σε θέση να κρέμεται ανάποδα με μεγάλη άνεση.[14] Συχνά, αναζητά την τροφή της μαζί με τον καλόγερο, αλλά είναι πιο «ακροβατικό» πουλί από εκείνον, με ικανότητες ανάλογες με του δενδροβάτη (Certhia spp. )
Οι γαλαζοπαπαδίτσες μπορεί να γίνουν αρκετά επιθετικές,[31] ιδιαίτερα κατά την αναπαραγωγική περίοδο, όταν υπερασπίζονται την φωλιά τους. Θεωρείται ότι, έχουν υψηλό δείκτη ευφυΐας και ανάλογη περιέργεια. Κουρνιάζουν στα αειθαλή δένδρα ή σε αναρριχητικά φυτά (π.χ.κισσός), αλλά μπορεί να χρησιμοποιούν οποιεσδήποτε κοιλότητες, όταν οι καιρικές συνθήκες είναι κακές.[14]
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι γαλαζοπαπαδίτσες είναι «διαβόητες» επειδή συνηθίζουν να ακολουθούν τους διανομείς γάλακτος (γαλατάδες), να αφαιρούν με το ράμφος τους το αλουμινένιο κάλυμμα του περιέκτη και να πίνουν «γουλιές» από το γάλα που προορίζεται για τους ενοίκους των σπιτιών.[19][35] Μάλιστα, δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στο πλήρες γάλα (sic) και όχι το αποβουτυρωμένο, επειδή τους αρέσει η κρεμώδης κρούστα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του πρώτου. Η συνήθεια αυτή έχει μειωθεί στις τελευταίες δεκαετίες, λόγω της προτίμησης του αποβουτυρωμένου γάλακτος στην κατανάλωση και της αγοράς των περιεκτών από το σουπερμάρκετ και όχι από τους διανομείς.[36][37]
Τα τελετουργικά ερωτοτροπίας περιλαμβάνουν πτήσεις από την κορυφή των δένδρων, με τα αρσενικά να πετούν με καλά ανοιγμένες τις πτέρυγες. Τα αρσενικά προσεγγίζουν τα θηλυκά σε θέσεις ποσταρίσματος (perching posts), έχοντας ανασηκωμένα τα φτερά του στέμματος εν είδει λοφίου και μισάνοικτες, ισχυρά τρεμάμενες τις πτέρυγες. Συχνά, προσφέρουν τροφή στα θηλυκά, τα οποία μιμούνται τις κινήσεις των νεοσσών, κάτι που αποτελεί κομμάτι της αναπαραγωγικής ηθολογίας πολλών μελών της οικογενείας.[14] Οι πληθυσμοί που αναπαράγονται στα νότια φωλιάζουν μετά τα μέσα Απριλίου, ενώ εκείνοι που αναπαράγονται στον βορρά, μετά τις αρχές Μαΐου. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος στα δυτικά και νότια, αλλά δύο φορές στα ανατολικά και βόρεια.[21]
Στις περιοχές αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), η φωλιά κατασκευάζεται μέσα σε μια κοιλότητα, είτε ενός δένδρου, είτε ενός τοίχου, ενώ αρκετές φορές χρησιμοποιούνται τεχνητές φωλιές,[21] αλλά και ασυνήθιστες θέσεις όπως παλιά γραμματοκιβώτια.[32] Η φωλιά κατασκευάζεται από το θηλυκό και είναι μια κυπελοειδής δομή από βρύα, γρασίδι, νεκρά φύλλα, μαλλί και ιστούς αράχνης, επιστρωμένη με μαλλί, πούπουλα και φτερά.[21]
Η γέννα αποτελείται από (5-) 7 έως 12 (-16) πολύ μικρά, υποελλειπτικά και γυαλιστερά αβγά, διαστάσεων 15,6 Χ 12,0 χιλιοστών και βάρους 1,1 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 6% είναι κέλυφος.[38] Η επώαση αρχίζει, συνήθως, πριν εναποτεθούν τα τελευταία 2-3 αβγά και, συχνά, τα καλύπτει με το υλικό επίστρωσης.[14][21] Πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό (το αρσενικό εφοδιάζει με τροφή) και διαρκεί (12-) 13 έως 14 (-16) ημέρες, περίπου.[21][30] Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι (altricial) και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Η πτέρωση των νεοσσών πραγματοποιείται στις (15-) 18 έως 20 (-23) ημέρες,[21][30] και η ανεξαρτητοποίησή τους, 3-4 εβδομάδες αργότερα.[14]
Το μικρό μέγεθος της γαλαζοπαπαδίτσας την καθιστά ευάλωτη σε μεγαλύτερα πουλιά όπως οι καρακάξες, που συλλαμβάνουν τους ευάλωτους νεοσσούς, όταν αυτοί εγκαταλείπουν την φωλιά. Πάντως, οι πιο σημαντικοί θηρευτές του είδους είναι το ξεφτέρι και οι οικιακές γάτες. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, τις φωλιές μπορεί, επίσης, να λυμαίνονται νυφίτσες, κόκκινοι και γκρίζοι σκίουροι.
Το είδος δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερους κινδύνους στο ευρύτερο φάσμα κατανομής του, πέραν των κακών καιρικών συνθηκών που, όταν ενσκύπτουν , μπορεί να αποδεκατίσουν χιλιάδες άτομα, ιδιαίτερα εάν εμφανιστούν την περίοδο φωλιάσματος. Αυτό οφείλεται στο ότι, επηρεάζουν την διαθεσιμότητα τροφικών πόρων, κυρίως των προνυμφών (κάμπιες) με τις οποίες σιτίζονται οι νεοσσοί.[39]
To είδος είναι από τα πλέον διαδεδομένα στις αστικές περιοχές, ιδιαίτερα στις βορειοευρωπαϊκές χώρες, με αυξητικές τάσεις των πληθυσμών τους. Η IUCN κατατάσσει το είδος στα Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[40] Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Γαλλία, η Γερμανία, η Ισπανία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Πορτογαλία.[41]
Η γαλαζοπαπαδίτσα, είναι από τα πιο κοινά και διαδεδομένα στρουθιόμορφα της χώρας, αναπαραγόμενα μονίμως σε όλα τα ηπειρωτικά και στα περισσότερα νησιά. Βέβαια, λόγω της φύσης των ενδιαιτημάτων της, απουσιάζει από τις άνυδρες, ξηρές περιοχές χαμηλού υψομέτρου (Ν. Ελλάδα και πολλά νησιά). Υψομετρικά, κινείται στα 1.200-1.500 μ., αλλά δεν είναι σπάνιο να παρατηρηθεί -τοπικά- μέχρι τα 2.000 μ.[12]
Η Γαλαζοπαπαδίτσα πολλές φορές απαντά στον ελλαδικό χώρο και με την ονομασία Καλόγερος ή Καλόγερος,[42] αλλά δεν πρόκειται για το είδος Parus major (καλόγερος).
H Γαλαζοπαπαδίτσα είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Παριδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Cyanistes caeruleus και περιλαμβάνει 9 υποείδη.
Στην Ελλάδα απαντούν τα υποείδη C. c. caeruleus (Linnaeus, 1758) και C. c. calamensis (Parrot, 1908), με το δεύτερο να είναι ενδημικό στην χώρα.