Bi de Staatskävers (Buprestidae) hannelt sik dat um en Familie vun Kävers ut de Böverfamilie Buprestoidea. Dor gifft dat bi 15.000 Aarden in 450 Geslechter vun.
Staatskävers sünd normolerwiese bannig slank. Ehr Lief löppt na achtern spitz to. Se weert twuschen 0,2 un 6,5 cm lang. Faken sünd se vun’e Klöör her wat heller: gröön, rood oder blau mit Stippels, Striepen oder Bänner un en metallhaftigen Glimmer. Vundeswegen weert allerhand Aarden, ofschoonst man lüttsch, as regelrechte Kunstwarke ankeken un sünd veel Geld weert, wenn se sammelt weert.
Meist all Aarden leevt vun Planten, un de wecken sünd slecht benöömt, vunwegen datt se so veel affreten un kaputtmaken doot. De adulten Kävers laat sik faken up Planten un Boomstämm finnen. Dor freet se Honnig, Blöten un Stoffmehl. De Budden buddelt sik Gänge in dat Holt un bringt bannig Schaden in Wolden tostanne. De Eier weert in Holt afleggt.
Düsse Familie leevt meist in de Tropen, man ok in Gemarken mit matig Klima kummt en Reeg vun Aarden vör. In Europa un Noordamerika sünd de Staatskävers ok in minschliche Städer un Dörper to finnen. In Middeleuropa gifft dat bi 125 Aarden.
Staatskävers sünd veel to finnen up:
Stigmodera macfarlani ut Düütschland
Metaxymorpha gloriosa ut Australien
Calodema wallacei ut Australien un Nee-Guinea
Megaloxantha bicolor ut Indien
Dat Kunstwark "Totem" up dat Ladeuzeplein in Leuven (Belgien besteiht ut en 23 m hoge Nadel un boven up steken en Käver ut de Familie Buprestidae, as wenn sik dat um en entomoloogsche Kollektschoon hanneln dö, , 450x grötter
Bi de Staatskävers (Buprestidae) hannelt sik dat um en Familie vun Kävers ut de Böverfamilie Buprestoidea. Dor gifft dat bi 15.000 Aarden in 450 Geslechter vun.
Tilla qoʻngʻizlar (Buprestidae) -qoʻngʻizlar oilasi. Tanasining uz. 3–100 mm. Koʻpincha yaltiroq tusda. Tilla qoʻngʻizlar yozning issiq oylarida uchadi. Oʻsimliklar tanasi, bargi va gullarida (ayrim mayda turlari) uchraydi. Oʻsimlik toʻqimalari bilan oziklanadi. Lichinkalari oq rangli, oyoqsiz; poʻstloq ostida, buta hamda daraxtlar yogʻochida va oʻtlarda rivojlanadi. 12 mingdan ortiqturi bor. Oʻzbekistonda 120 turi uchraydi. Yer yuzida (ayniqsa, tropik mamlakatlarda) keng tarqalgan. Koʻpchilik Tilla qoʻngʻizlar (katta qaragʻay Tilla qoʻngʻizlari, koʻk Tilla qoʻngʻizlar, terak Tilla qoʻngʻizlari) oʻrmon oʻsimliklarini, qora Tilla qoʻngʻizlar mevali daraxtlarni zararlaydi. Buxoro Tilla qoʻngʻizlari, toʻqay Tilla qoʻngʻizlari Oʻrta Osiyo endemigi. Toʻqay Tilla qoʻngʻizlari va Sulaymon Tilla qoʻngʻizlari Oʻzbekiston Qizil kitobiga kiritilgan.
Οι Βουπρηστίδες (Buprestidae) είναι οικογένεια εντόμων από την τάξη των Κολεοπτέρων (Coleoptera). Παγκοσμίως αναφέρονται περίπου 15.000 είδη[1] κατανεμημένα σε 450 γένη. Τα περισσότερα είδη τα συναντούμε στις χώρες με τροπικό κλίμα. Στην Ευρώπη αναφέρονται περίπου 36 γένη σε έξι υποοικογένειες.[2] Τα περισσότερα από αυτά γένη υπάρχουν και στην Ελλάδα (συνολικά περίπου 200 είδη).
Το σώμα μπορεί να έχει κυλινδρική έως κωνική μορφή ή μοιάζει με ανάποδο σκάφος. Έχει μήκος δύο μέχρι 80 χιλιοστόμετρα. Στην Ελλάδα τα πιο μεγάλα είδη ανήκουν στο γένος Chalcophora, τα πιο μικρά κατατάσσονται στο γένος Trachys. Το αγγλικό όνομα των Buprestidae είναι «jewel beetles» γιατί αφθονούν είδη με χρώματα που λάμπουν σαν κοσμήματα (Εικ. 1). Σε άλλες γλώσσες ονομάζονται παρόμοια. Είδη με γυαλιστερά χρώματα βρίσκουμε στην Ελλάδα ιδιαίτερα στα γένη Eurythyrea και Scintillatrix. Αντίθετα η Acmaeodera ή η Chalcophora δείχνουν μάλλον ουδέτερα χρώματα.
Ακολουθώντας μια παλιά ταξινόμηση, που σήμερα δεν χρησιμοποιείται πια, θα συναντήσουμε μερικά από τα χαρακτηριστικά που στο σύνολό τους ορίζουν τις Βουπρεστίδες. Σε πρώτο πλάνο τα κολεόπτερα αυτά ανήκουν στα Pentamera (Πεντάμερα) δηλαδή στα κολεόπτερα με πενταμερείς ταρσούς σε όλα τα πόδια. Μετά ανήκουν στις Serricornes (από λατ. cornus = κέρας, κεραία και λατ. serra = πριόνι), δηλαδή στα κολεόπτερα με πριονωτές κεραίες. Προσθέτουμε πως οι κεραίες, τουλάχιστον των ευρωπαϊκών ειδών, είναι πριονωτές μέχρι νηματοειδείς και μάλλον κοντές. Στο γένος Xenorhipis τα αρσενικά έχουν κτενοειδείς κεραίες (Απεικόνιση στο ταξινομοπλαίσιο).
Ακολουθεί η πιο στενή κατηγορία Sternoxia (Στερνόξια) δηλαδή τα κολεόπτερα με οξύ στέρνο.[3] Στα κολεόπτερα αυτά το πρόστερνο έχει μια μυτερή προέκταση προς τα πίσω (στη δεξιά πλευρά της Εικ. 2, πράσινο). Προσθέτουμε, πως η προέκταση αυτή ξεπερνάει την μπροστινή ακμή του μεσοστέρνου (στη δεξιά πλευρά της Εικ. 2 μπλε), και κάθεται ακίνητη σε ένα αυλάκι του μεσοστέρνου, ενώ στην επίσης μεγάλη οικογένεια των Elateridae μπορεί να κινείται απότομα. Μια τέτοια εκρηκτική κίνηση κάνει το έντομο να πετάξει. Αυτή η ικανότητα λείπει στην οικογένεια των Buprestidae.
Στα χαρακτηριστικά που εκφράζονται στα ονόματα των παλιών κατηγοριών ταξινόμησης προσθέτουμε άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Τα ισχία των μπροστινών ποδιών είναι σφαιρικά και σχετικά μικρά. Οι αρθρικές κοιλότητες όπου προσφύονται τα μπροστινά ισχία, είναι ανοικτές προς τα πίσω. Τα οπίσθια ισχία (στη δεξιά πλευρά τις Εικ. 2 πορτοκάλι) επεκτείνονται κατά μήκος της οπίσθιας ακμής του μεταστέρνου (στη δεξιά πλευρά της Εικ. 2, κίτρινο). Στη στάση ηρεμίας οι οπίσθιες κνήμες κάθονται κατά μέρος σε ένα αυλάκι, που επεκτείνεται κατά μήκος του πισινού ισχίου. Για το λόγο αυτό το ισχίο καλύπτει ένα μέρος της κνήμης, εάν το έντομο τραβάει το πόδι κοντά στο κορμί.
Ο αριθμός των κοιλιακών στερνιτών είναι μόνο πέντε και οι δυο πρώτες συγχωνεύονται στη μέση της ραφής μεταξύ τους (Εικ.4).
Στα αγγλικά οι προνύμφες των Buprestidae ονομάζονται «flat-headed borers», διότι το «κεφάλι» που στην πραγματικότητα είναι ο προθώρακας, είναι πλατύ (Εικ. 4 και 5). Οι προνύμφες ορύσσουν στοές στο ξύλο ή τρέφονται από ποώδη φυτά ή σκάβουν στο χώμα και τρέφονται από ρίζες.
πράσινο: προέκταση του προστέρνου
μπλε: μεσόστερνο
κίτρινο: μετάστερνο
πορτοκαλί: οπίσθια ισχία
Το ακμαίο και η προνύμφη είναι φυτοφάγα, οι περισσότερες προνύμφες ξυλοφάγες. Το ακμαίο τις περισσότερες φορές δεν προκαλεί σημαντικές ζημιές. Αντίθετα οι προνύμφες μερικών ειδών καταστρέφουν ή αποδυναμώνουν δέντρα, που καλλιεργούνται από τον άνθρωπο. Ορύσσουν στοές στους κλάδους και στον κορμό του δέντρου ή στις ρίζες του (Capnodis). Το χρονικό διάστημα του βιολογικού κύκλου διαφέρει σημαντικά μεταξύ των διαφορών ειδών. Στην Trachys διαρκεί μόνο λίγες εβδομάδες, στην Coraebus μερικά χρόνια.
Μερικά είδη διαθέτουν ένα αισθητήριο όργανο για την αντίληψη της Θερμοκρασίας.
Περίπου 25 είδη των Buprestidae ζουν γύρω από τη Μεσόγειο, δηλαδή είναι ολομεσογειακά είδη. Περισσότερα από τον διπλάσιο αριθμό ειδών είναι ποντομεσογειακά είδη. Η περιοχή διανομής αυτών σχετίζεται με την περιοχή, που κατά την εποχή των Παγετώνων επιτρεπόταν η επιβίωση ζώων και εξαπλώνεται προς τη βόρεια ανατολική . Τα ολομεσογειακά είδη και τα ποντομεσογειακά είδη τα συναντούμε κυρίως στη νότια περιοχή της Ελλάδας. Αποτελούν το μεγαλύτερο μερίδιο των ειδών που συναντούμε στην Ελλάδα.
Βέβαια υπάρχουν και αρκετά είδη με κέντρο κατανομής μακριά από την Ελλάδα. Μπορούσαν να εισβάλλουν στο Ελληνικό χώρο και πολλές φορές φτάνουν τα σύνορα της περιοχής διανομής τους. Έτσι στοιχεία της κασπιανής πανίδας ή της σιβηρικής πανίδας συναντούμε στη Βόρεια Ελλάδα. Από τη Δύση ήρθαν μόνο λίγα είδη, αλλά η παρουσία ειδών από την Ανατολή, που συναντούμε μόνο σε ανατολικά νησιά, περιλαμβάνει περίπου δέκα είδη. Η πιθανότητα πως κάποια είδη προχώρησαν από την Αφρική στην Ελλάδα είναι μάλλον μηδενική.
Από την σκοπιά προστασίας ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα ενδημικά είδη. Αυτά τα συναντούμε κυρίως στην Κρήτη. Αναφέρονται Julodis pubescens yveni, Ptosima undecimmaculata metallescens, τρία είδη ή υποείδη της Acmaeodera, δυο είδη ή υποείδη της Acmaeoderella, Perotis margotana, Latipalpis margotana, Sphenopter ariadne, Palmar cretica, οκτώ είδη ή υποείδη της Anthaxia, και το υπολείδος Agrilus alexeevi relegatus. Και στη Στερεά Ελλάδα υπάρχουν ενδημίτες.
Άλλη ομάδα κοινού ενδιαφέροντος είναι τα υπολειμματικά είδη. Αυτά κάποτε είχαν μεγάλη περιοχή διαμονής, αλλά τώρα ανευρίσκονται μόνο σε πολύ λίγες και μεταξύ τους απομονωμένες σχετικά μικρές περιοχές. Το πιο γνωστό είδος είναι η Buprestis splendens, μια πολύ ωραία Buprestis. Σύμφωνα με την Οδηγία των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ) της Ευρωπαϊκής Κοινότητας είναι προστατευόμενο είδος.[5]
Τα περισσότερα είδη των Buprestidae, που συναντούμε στην Ελλάδα, ζουν στο μακκί και στη φρύγανα. Αυτά κατά μεγάλο μέρος συμπίπτουν με τα ολομεσογειακά και τα ποντομεσογειακά είδη. Ακολουθούν σε αριθμό τα είδη, που ζουν στο πευκόδασος. Άλλα όμως είναι τα είδη των πευκοδασών κοντά στην παραλία και άλλα τα είδη στα πευκοδάση των βουνών. Στα πιο κρύα δάση θα συναντήσουμε περίπου 10 είδη με ξενιστές τα έλατα. Το πιο ενδιαφέρον είδος σχετικά με το βιότοπο είναι η Agrilus viscivorus. Τη συναντούμε στο Viscum album, που είναι παράσιτο φυτό της Abies cephalonica.
Οι Βουπρηστίδες (Buprestidae) είναι οικογένεια εντόμων από την τάξη των Κολεοπτέρων (Coleoptera). Παγκοσμίως αναφέρονται περίπου 15.000 είδη κατανεμημένα σε 450 γένη. Τα περισσότερα είδη τα συναντούμε στις χώρες με τροπικό κλίμα. Στην Ευρώπη αναφέρονται περίπου 36 γένη σε έξι υποοικογένειες. Τα περισσότερα από αυτά γένη υπάρχουν και στην Ελλάδα (συνολικά περίπου 200 είδη).
Алты́н коңгызла́р, ялтырлар (лат. Buprestidae) - коңгызлар гаиләлеге. Барлыгы 12 меңләп төре билгеле, тропик поястагы фауна аеруча бай. Русиядә 200 дән артык төре бар (аларның 100 ләп төре - агаччыл һәм куакчыл үсемлекләрне зарарлаучылар), Татарстан территориясендә 30 га якын төре бар.
Гәүдәсенең озынлыгы 2-32 мм, яссы, озынча, очы тарайган. Төсе ачык: яшел, зәңгәр, җирән-кызыл, алтын төсендә (исеме шуннан алынган). Коңгызлар җәй башында күренәләр һәм кызу көннәрдә актив очалар. Барлык агачларның һәм куакларның кәүсәләрендә һәм ботакларында, кайберләре чәчәкләрдә очрый. Ана коңгыз ярылган урынга, ярыкка, кайры астына яки аның шома өслегенә берәрләп яки бик күп итеп йомырка сала. Личинкаларының озынлыгы 4-70 мм, аяксыз, саргылт-ак төстә, ялпак гәүдәле. Комга охшаш соры он белән тыгызлап томаланган, такыр, борылмалы, озын юллар салып, агач кайрысы астында, агач төбендә, коры-сарыда, корыган агачларда, бүрәнәдә, агач каралтыларда ел дәвамында (кайвакыт 2-3 ел) үсә. Кереп-чыгып йөрү юлының азагында личинкаларның курчакка әйләнү урыны бар. Курчактан барлыкка килгән яшь коңгызлар кимереп эллипс формасында тишек ясыйлар һәм очып чыгалар.
Чәчәк серкәсе, яфрак тукымалары белән туеналар. Зәгыйфьләнгән, кипкән яки яңа гына кискән яфраклы һәм ылыслы агачларда урнашалар. Гадәтиләре: зур нарат алтын коңгызы (Buprestis mariana), зәңгәр нарат алтын коңгызы (Phaenops cyanea), дүрт төрткеле алтын коңгыз (Anthxia quadripunctata), бәләкәй алтын коңгыз (Trachis minima).
Алты́н коңгызла́р, ялтырлар (лат. Buprestidae) - коңгызлар гаиләлеге. Барлыгы 12 меңләп төре билгеле, тропик поястагы фауна аеруча бай. Русиядә 200 дән артык төре бар (аларның 100 ләп төре - агаччыл һәм куакчыл үсемлекләрне зарарлаучылар), Татарстан территориясендә 30 га якын төре бар.
Гәүдәсенең озынлыгы 2-32 мм, яссы, озынча, очы тарайган. Төсе ачык: яшел, зәңгәр, җирән-кызыл, алтын төсендә (исеме шуннан алынган). Коңгызлар җәй башында күренәләр һәм кызу көннәрдә актив очалар. Барлык агачларның һәм куакларның кәүсәләрендә һәм ботакларында, кайберләре чәчәкләрдә очрый. Ана коңгыз ярылган урынга, ярыкка, кайры астына яки аның шома өслегенә берәрләп яки бик күп итеп йомырка сала. Личинкаларының озынлыгы 4-70 мм, аяксыз, саргылт-ак төстә, ялпак гәүдәле. Комга охшаш соры он белән тыгызлап томаланган, такыр, борылмалы, озын юллар салып, агач кайрысы астында, агач төбендә, коры-сарыда, корыган агачларда, бүрәнәдә, агач каралтыларда ел дәвамында (кайвакыт 2-3 ел) үсә. Кереп-чыгып йөрү юлының азагында личинкаларның курчакка әйләнү урыны бар. Курчактан барлыкка килгән яшь коңгызлар кимереп эллипс формасында тишек ясыйлар һәм очып чыгалар.
Чәчәк серкәсе, яфрак тукымалары белән туеналар. Зәгыйфьләнгән, кипкән яки яңа гына кискән яфраклы һәм ылыслы агачларда урнашалар. Гадәтиләре: зур нарат алтын коңгызы (Buprestis mariana), зәңгәр нарат алтын коңгызы (Phaenops cyanea), дүрт төрткеле алтын коңгыз (Anthxia quadripunctata), бәләкәй алтын коңгыз (Trachis minima).
Алтын ҡуңыҙҙар (лат. Buprestidae, (рус. Златки ) — бөтә ер йөҙөндә осрай, ҡорттары урмандарға һәм баҡсаларға зарар килтерә торған, металл төҫлө ялтыраҡ ваҡ ҡуңыҙҙар[1] . Барлығы 12 меңләп төрө билдәле, тропик поястағы фауна айырыуса бай. Рәсәйҙә 200 -ҙән артыҡ төрө бар (уларҙың 100 -ләп төрө — агас һәм ҡыуаҡ үҫемлектәрҙе зарарлаусылар).
Кәүҙәһенең оҙонлоғо 2-32 мм, яҫы, оҙонса, осо тарайған. Төҫө асыҡ: йәшел, зәңгәр, ерән-ҡыҙыл, алтын төҫөндә (исеме шунан алынған). Ҡуңыҙҙар йәй башында күренәләр һәм ҡыҙыу көндәрҙә актив осалар. Барлыҡ ағастарҙың һәм ҡыуаҡлыҡтарҙың кәүҫәләрендә һәм ботаҡтарынанда, ҡайһы берҙәре сәскәләрҙә осорай. Инә ҡуңыҙ ярылған урынға, ярыҡҡа, ҡайыр аҫтына йәки уның шыма өҫлөгөнә берәрләп йәки бик күп итеп йомортҡа һала. Личинкаларының оҙонлоғо 4− 70 мм, аяҡһыҙ, һарғылт-аҡ төҫтә, ялпаҡ кәүҙәле. Ҡомға оҡшаш һоро он менән тығыҙлап томаланған, таҡыр, боролмалы, оҙон юлдар һалып, ағас ҡайыры аҫтында, ағас төбөндә, ҡоро-һарыла, ҡороған ағастарҙа, бүрәнәлә, ағас ҡаралтыларҙа йыл дауамында (ҡайһы ваҡыт 2−3 йыл) үҫә. Кереп-сығып йөрөү юлының аҙағында личинкаларҙың ҡурсаҡҡа әйләнү урыны бар. Ҡурсаҡтан барлыҡҡа килгән йәш ҡуңыҙҙар кимереп эллипс формаһында тишек яһайҙар һәм осоп сығалар. Сәскә һеркәһе, япраҡ тукымалары менән туйыналар. Зәғифләнгән, кипкән йәки яңы ғына киҫкән япраҡлы һәм ылыҫлы ағастарҙа урынлашалар.
Алтын ҡуңыҙҙар (лат. Buprestidae, (рус. Златки ) — бөтә ер йөҙөндә осрай, ҡорттары урмандарға һәм баҡсаларға зарар килтерә торған, металл төҫлө ялтыраҡ ваҡ ҡуңыҙҙар . Барлығы 12 меңләп төрө билдәле, тропик поястағы фауна айырыуса бай. Рәсәйҙә 200 -ҙән артыҡ төрө бар (уларҙың 100 -ләп төрө — агас һәм ҡыуаҡ үҫемлектәрҙе зарарлаусылар).
Кәүҙәһенең оҙонлоғо 2-32 мм, яҫы, оҙонса, осо тарайған. Төҫө асыҡ: йәшел, зәңгәр, ерән-ҡыҙыл, алтын төҫөндә (исеме шунан алынған). Ҡуңыҙҙар йәй башында күренәләр һәм ҡыҙыу көндәрҙә актив осалар. Барлыҡ ағастарҙың һәм ҡыуаҡлыҡтарҙың кәүҫәләрендә һәм ботаҡтарынанда, ҡайһы берҙәре сәскәләрҙә осорай. Инә ҡуңыҙ ярылған урынға, ярыҡҡа, ҡайыр аҫтына йәки уның шыма өҫлөгөнә берәрләп йәки бик күп итеп йомортҡа һала. Личинкаларының оҙонлоғо 4− 70 мм, аяҡһыҙ, һарғылт-аҡ төҫтә, ялпаҡ кәүҙәле. Ҡомға оҡшаш һоро он менән тығыҙлап томаланған, таҡыр, боролмалы, оҙон юлдар һалып, ағас ҡайыры аҫтында, ағас төбөндә, ҡоро-һарыла, ҡороған ағастарҙа, бүрәнәлә, ағас ҡаралтыларҙа йыл дауамында (ҡайһы ваҡыт 2−3 йыл) үҫә. Кереп-сығып йөрөү юлының аҙағында личинкаларҙың ҡурсаҡҡа әйләнү урыны бар. Ҡурсаҡтан барлыҡҡа килгән йәш ҡуңыҙҙар кимереп эллипс формаһында тишек яһайҙар һәм осоп сығалар. Сәскә һеркәһе, япраҡ тукымалары менән туйыналар. Зәғифләнгән, кипкән йәки яңы ғына киҫкән япраҡлы һәм ылыҫлы ағастарҙа урынлашалар.
Алтынчыктар (лат. Buprestidae) — кооз коңуздардын бир тукуму, булардын кыйла түрү бар: алтынчык (лат. Lampra rutilans), карагайчыл ири алтынчык (Buprestis mariana), көз-көз алтынчык (Chrysochroa ocellata), эки тактуу субагай алтынчык (Agrilus biguttatus), Явадагы эки түстүү алтынчык (Megaloxantha bicolor), кенедей алтынчык, жокочул алтынчык, кандагаччыл алтынчык, чайчөпчүл алтынчык (Agrilus hyperici), кырдуу сур алтынчык (Chrysobothris chrysostigma), Ротшильд алтынчыгы (Lampropepla rothschildi), Соломон алтынчыгы (Ancylocheira salomoni), жасанган алтынчык (Chrysochroa mirabilis), кара алтынчык (Capnodis tenebrionis), тикен төштүү алтынчык (Sternocera sternicornis).
Алтынчыктар (лат. Buprestidae) — кооз коңуздардын бир тукуму, булардын кыйла түрү бар: алтынчык (лат. Lampra rutilans), карагайчыл ири алтынчык (Buprestis mariana), көз-көз алтынчык (Chrysochroa ocellata), эки тактуу субагай алтынчык (Agrilus biguttatus), Явадагы эки түстүү алтынчык (Megaloxantha bicolor), кенедей алтынчык, жокочул алтынчык, кандагаччыл алтынчык, чайчөпчүл алтынчык (Agrilus hyperici), кырдуу сур алтынчык (Chrysobothris chrysostigma), Ротшильд алтынчыгы (Lampropepla rothschildi), Соломон алтынчыгы (Ancylocheira salomoni), жасанган алтынчык (Chrysochroa mirabilis), кара алтынчык (Capnodis tenebrionis), тикен төштүү алтынчык (Sternocera sternicornis).