Aulonium ruficorne ist ein Käfer aus der Familie der Zopheridae und der Unterfamilie Colydiinae. Die im Mittelmeerraum heimische Art wurde im Jahr 2020 erstmals in Deutschland nachgewiesen.[1] Mittlerweile gibt es mehrere Funde am mittleren Oberrhein zwischen Karlsruhe und Walldorf. Das lateinische Art-Epitheton ruficorne bedeutet „rothörnig“ und bezieht sich vermutlich auf den rötlichen Kopfvorderrand und die rötlichen Fühler. Die Art wurde von Guillaume-Antoine Olivier im Jahr 1790 als Colydium ruficorne erstbeschrieben.
Die Käfer besitzen eine Größe von 3,5 bis 4,6 mm.[2] Der Halsschild weist am Vorderrand bei den Männchen zwei Höcker, bei den Weibchen wenigstens Verdickungen der Randlinie auf.[2] Zusätzlich sind beim Männchen die Mittel- und Seitenlinien des Halsschilds vorne kielig bis rippenartig erhaben.[2] Kopf, Halsschild und das hintere Drittel der Flügeldecken sind braunschwarz gefärbt. Der Kopfvorderrand, die vorderen zwei Drittel der Flügeldecken sowie die Beine und die Fühler sind gelbrot gefärbt. Die Punktreihen auf den Flügeldecken sind nur undeutlich ausgeprägt.
Die Käferart kommt im gesamten Mittelmeergebiet vor.[1] Ihr Vorkommen reicht von der Iberischen Halbinsel und Nordafrika (Marokko, Algerien) bis nach Kleinasien, den Nahen Osten (Syrien, Israel) und in den Kaukasus.[1] Nach Norden hin erweitert die Käferart offenbar ihr Verbreitungsgebiet und hat mittlerweile Südwestdeutschland erreicht.
Die Käfer und deren Larven findet man gewöhnlich unter der Rinde von Kiefern wie der Waldkiefer oder der Aleppo-Kiefer, aber auch anderer Bäume, wo sie räuberisch von den Eiern und Larven von Borkenkäfern leben, insbesondere von den Arten Ips sexdentatus, Ips acuminatus, Orthotomicus erosus und Orthotomicus proximus.[1][2] Aulonium ruficorne gilt im Mittelmeerraum als bedeutender Antagonist der Borkenkäfer. Die Imagines von Aulonium ruficorne beobachtet man insbesondere im April und im Mai, der Hauptfortpflanzungszeit der Borkenkäfer.[1] Die Lebenserwartung der ausgewachsenen Käfer liegt zwischen einem und drei Monaten.[1]
Aulonium ruficorne ist ein Käfer aus der Familie der Zopheridae und der Unterfamilie Colydiinae. Die im Mittelmeerraum heimische Art wurde im Jahr 2020 erstmals in Deutschland nachgewiesen. Mittlerweile gibt es mehrere Funde am mittleren Oberrhein zwischen Karlsruhe und Walldorf. Das lateinische Art-Epitheton ruficorne bedeutet „rothörnig“ und bezieht sich vermutlich auf den rötlichen Kopfvorderrand und die rötlichen Fühler. Die Art wurde von Guillaume-Antoine Olivier im Jahr 1790 als Colydium ruficorne erstbeschrieben.
Το Aulonium ruficorne είναι ένα από τα τρία ευρωπαϊκά είδη του γένους Aulonium. Το γένος κατατάσσεται στην οικογένεια των Zopheridae της τάξης των κολεοπτέρων.[1] Παγκοσμίως το γένος Aulonium περιλαμβάνει επτά είδη σε πέντε υπογένη.[2] Συναντούμε το ωφέλιμο είδος στήν Ελλάδα και γενικά στο μεσογειακό χώρο, αλλά η παρουσία στα νησιά είναι αβέβαιη.[3]
Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Γάλλο Guillaume-Antoine Olivier το 1790, με το όνομα Ips ruficorne ως το 18ο είδος του γένους Ips. Η περιγραφή αρχίζει με τα λόγια μία μαύρη ιψ, κεραίες, πόδια και το μισό των ελύτρων κοκκινόμαυρα (Γαλλικά Ips noir; antennes, pattes, et moitié des élytres ferrugineux).[4] Αυτό εξηγεί το όνομα ruficorne από τις λατινικές λέξεις rūfus (κόκκινο) και córnu (κεραία), δηλαδή με κόκκινες κεραίες.[5]
Όπως γράφει ο ίδιος ο Olivier, με το γένος Ιψ Olivier δεν εννοεί ούτε την Ips Fabricius ούτε τον Ips De Geer. (Σήμερα το μόνο επίσημο όνομα ιψ είναι αυτό του Ips De Geer). Από άλλους συγγραφείς το είδος τοποθετήθηκε στα γένη Bitoma ή Colydium. Στα παλαιότερα συγγράμματα πολλές φορές αντί για τον όρο ruficorne χρησιμοποιείται το συνώνυμο bicolor (λατινικά για δίχρωμο, δηλαδή τα έλυτρα μπροστά καστανά, πίσω μαύρα όπως το κεφάλι). Από το γένος Colydium αποσπάστηκε το γένος Aulonium από τον Γερμανό Wilhelm Ferdinand Erichson το 1845.[6]
Το όνομα Aulonium προέρχεται από τη λέξη αυλών της αρχαίας ελληνικής γλώσσας για το κανάλι και αναφέρεται στην επιφανειακή δομή του προνώτου.[7]
Από πάνω το γυαλιστερό κολεόπτερο φαίνεται δίχρωμο. Το κεφάλι, το πρόνωτο και η οπίσθια άκρη των ελύτρων είναι σκούρο μαρόν, τα υπόλοιπα τμήματα των ελύτρων, οι κεραίες, τα πόδια και η μπροστινή απόληξη του κεφαλιού είναι ανοιχτά κάστανα. Το έντομο έχει επίμηκες σχήμα, μεταξύ κυλινδρικού και πεπλατυσμένου. Αποκτά μήκος από τέσσερα έως πέντε χιλιοστόμετρα.
Στο μέτωπο, μεταξύ των δυο σύνθετων οφθαλμών στο αρσενικό κολεόπτερο υπάρχουν δυο μικρές καμπούρες (Εικ. 1), που στο θηλυκό είναι δυσδιάκριτες. Οι οφθαλμοί είναι λίγο μόνο κυρτοί και συνίστανται από σχετικά λίγα και μεγάλα οφθαλμίδια. Η στιγμάτωση γίνεται λιγότερο έντονα προς τα εμπρός. Οι κεραίες φύονται μπροστά από τους οφθαλμούς, κάτω από μια πλευρική απόφυση των μάγουλων.[8] Οι κεραίες συνίστανται από ένδεκα μέρη, από τα οποία τα τρία τελευταία σχηματίζουν ένα ρόπαλο.
Το πρόνωτο έχει σχήμα τετράγωνο. Το μήκος του είναι μεγαλύτερο από το πλάτος του και είναι κάπως ευρύτερο από το κεφάλι. Το ανάγλυφό του είναι μια περίεργη σύνθεση από καμπούρες, ράχες και χαραγμένες γραμμές. Υπάρχουν τέσσερις διαμήκεις γραμμές. Οι εσωτερικές γραμμές (Εικ. 3 δεξιά πράσινο) είναι πιο κοντές από τις εξωτερικές γραμμές (Εικ. 3 δεξιά μπλε) και συγκλίνουν προς τα εμπρός. Δίπλα και έξω από τις εξωτερικές γραμμές τρέχει μια ράχη (Εικ. 3 δεξιά κίτρινο). Οι δυο ράχες συνδέονται στη μπροστινή άκρη με μια εγκάρσια ράχη, με μια εσοχή στη μέση και δίπλα από αυτήν από ένα εξόγκωμα (Εικ. 3 δεξιά κόκκινο). Η εσοχή προς τα πίσω ευρύνεται σε αυλάκι, στα πλάγια του οποίου υπάρχει ένα επίμηκες εξόγκωμα (Εικ. 3 δεξιά ιώδες). Έξω από τις πλευρικές ράχες το πρόνωτο πέφτει απότομα. Η βάση και οι πλευρικές άκρες τού προνώτου σχηματίζουν μια ανάγλυφη γραμμή. Στα θηλυκά αντί των μπροστινών εξογκωμάτων ή εγκάρσια ράχη διευρύνεται μόνο λίγο και οι οπίσθιες καμπούρες σχεδόν λείπουν.
Η στιγμάτωση του προνώτου είναι περίπου το ίδιο πυκνή και βαθιά όπως αυτή στο μέτωπο του κεφαλιού.
Τα δυο έλυτρα μαζί έχουν περίπου το ίδιο πλάτος όπως το πρόνωτο. Δεν υπάρχουν ράχες. Τα στίγματα σχηματίζουν λεπτές γραμμές που προς τα πίσω σβήνονται, ιδιαίτερα οι έξω γραμμές.[8] Ο θυρεός είναι μαύρος και από πάνω έχει σχήμα ανάποδου τραπεζίου.[6]
Τα πόδια είναι κοντά. Οι μπροστινές κνήμες είναι εφοδιασμένες στην άκρη με δυο αγκάθια, το μεγαλύτερο από τα οποία είναι κυρτό. Όλες οι κνήμες διευρύνονται λίγο μόνο προς τους ταρσούς. Στην εξωτερική ακμή φέρουν μια σειρά από μικρά αγκάθια. Οι οπίσθιοι ταρσοί είναι κάπως μακρύτεροι από τους άλλους ταρσούς. Όλοι οι ταρσοί συνίστανται από τέσσερα μέρη.
Η προνύμφη (Εικ. 2 επάνω, κεφάλι αριστερά) στο τελευταίο στάδιο αποκτά μήκος οκτώ χιλιοστόμετρων κσι πλάτος ενός χιλιοστόμετρου. Είναι δερματώδης, στην πάνω πλευρά λίγο κυρτή και στην κάτω πλευρά επίπεδη.
Το σφαιρικό κεφάλι είναι κοκκινωπό και στο μπροστινό μέρος πιο σκούρο. Οι κεραίες (Εικ. 4, σχ. 106) είναι κοντές. Το πρώτο μέρος τους είναι παχύ, ενώ τα δυο ακόλουθα μέρη του ίδιου μήκους αλλά πολύ πιο λεπτά. Το τέταρτο μέρος είναι πολύ λεπτό και έχει τρεις τρίχες στην άκρη. Το προτελευταίο μέρος έχει δίπλα στην βάση του τέταρτου μέρους μια απόφυση σε σχήμα λοβού. Πίσω από τις κεραίες υπάρχουν πέντε οφθαλμίδια, στη διάταξη που απεικονίζεται στο σχήμα 105 της Εικ. 4. Τα γερά άνω σαγόνια είναι λίγο μόνο κυρτά. Στην πίσω άκρη διαθέτουν στην εσωτερική πλευρά δυο δόντια, από τα οποία το δεύτερο είναι μικρό. (Εικ. 4 σχ. 104). Τα κάτω σαγόνια (Εικ. 4 σχ. 103, έξω) είναι σχετικά μεγάλα και περιβάλλουν τη γλώσσα με τις διμερείς γλωσσικές προσακτρίδες (Εικ. 4 σχ. 103 στη μέση). Οι γναθικές προσακτρίδες είναι τριμερείς, με μέρη που έχουν περίπου το ίδιο μήκος, αλλά γίνονται όλο και περισσότερα λεπτά.
Οι τρεις θωρακικοί δακτύλιοι και οι πρώτοι επτά κοιλιακοί δακτύλιοι είναι επίσης κοκκινωποί. Στις πλευρές τους διαθέτουν ένα κοκκινωπό τρίχωμα. Οι θωρακικοί δακτύλιοι στο μέσο της πάνω πλευράς διαθέτουν μια μικρή διαμήκη γραμμή. Ο πρώτος θωρακικός δακτύλιος είναι ο μεγαλύτερος. Συστέλλεται προς τα εμπρός μέχρι στο πλάτος του κεφαλιού. Τα πόδια (Εικ. 4 σχ. 107) είναι γερά. Οι μηροί και οι κνήμες φέρνουν στην άνω και στην κάτω πλευρά μερικά τριχίδια. Τα νύχια χαρακτηρίζονται από την παρουσία ενός δοντιού και δυο τριχών.
Οι κοιλιακοί δακτύλιοι έχουν περίπου τις ίδιες διαστάσεις με τον μεσαίο θωρακικό δακτύλιο. Ο τελευταίος και μερικά ο όγδοος δακτύλιος είναι περισσότερο χιτινισμένος και, επομένως, πιο σκούρος. Η απόληξη της κοιλιάς είναι διχαλωτή. Στη βάση της διχάλας υπάρχει μια υπερυψωμένη εγκάρσια γραμμή με μικρές εγκοπές. Πίσω από αυτήν την γραμμή υπάρχει ένα βαθύ κοίλωμα.[8][10]
Η πλαγγόνα απεικονίζεται στην εικ. 2 κάτω.
Οι προνύμφες είναι αρπακτικές. Στη δυτική Γαλλία τρέφονται από τις προνύμφες άλλων εντόμων, ιδιαίτερα του βλαβερού κολεοπτέρου Orthotomicus laricis. Την άνοιξη το θηλυκό του Orthotomicus laricis ορύσσει στοές στα πεύκα, για να πραγματοποιήσει ωοτοκία. Αμέσως μετά, τα θηλυκά των Aulonium ruficorne εισβάλλουν σε αυτές τις στοές και αποθέτουν τα αυγά τους. Οι βιολογικοί κύκλοι των δυο ειδών συναρμόζονται. Τα δυο είδη χρειάζονται περίπου πέντε μήνες για την εξέλιξή τους. Τα κολεόπτερα της νέας γενιάς εμφανίζονται γύρω στον Οκτώβριο, μερικά όμως διαχειμάζουν ως προνύμφες. Σε αυτήν την περίπτωση, η νύμφωση προκύπτει την άνοιξη. Γίνεται κάτω από τον φλοιό, και η πλαγγόνα ξαπλώνει κουλουριασμένη σε μία θήκη από οργανικά κατάλοιπα.[10] Παρατηρήσεις στο Ισραήλ δείχνουν πως εκεί το Aulonium ruficorne τρέφεται κυρίως από τον Orthotomicus erosus. Το ακμαίο ζει 33 ή 34 μέρες. Η ωοτοκία δεν γίνεται αποκλειστικά σε έτοιμες στοές, αλλά και σε ρωγμές του φλοιού. Παρατηρούνται τέσσερα ή πέντε προνυμφιακά στάδια. Τα ακμαία Aulonium ruficorne καταναλώνουν και αυγά του Orthotomicus erosus. Θεωρείται πως η παρουσία του Aulonium ruficorne μπορεί να μειώνει τους πληθυσμούς του βλαβερού Orthotomicus erosus μέχρι 90%.[11]
Το είδος απαντάται γύρω από τη Μεσόγειο (ηπειρωτική Ελλάδα, Ευρωπαϊκή Τουρκία, η πρώην Γιουγκοσλαβία, η Κροατία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Γιβραλτάρ, Βόρεια Αφρική, Ισραήλ). Σε αρκετά από τα νησιά της Μεσόγειου το είδος δεν απαντάται. Υπάρχει στις Βαλεαρίδες, την Κορσική, την Κρήτη, τη Σαρδηνία και τη Σικελία. Η παρουσία του είναι αμφισβητούμενη στις Αζόρες, τη Μάλτα, τις Κυκλάδες, την Κύπρο, τα Δωδεκάνησα και τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου. Στα βορειοανατολικά το ενδιαίτημά του προς την Ουγγαρία, την Ουκρανία, την Βουλγαρία και της νότιες περιοχές της ευρωπαϊκής Ρωσίας. Το είδος ενδέχεται να ζει και στην Αυστρία.[3]
Το Aulonium ruficorne είναι ένα από τα τρία ευρωπαϊκά είδη του γένους Aulonium. Το γένος κατατάσσεται στην οικογένεια των Zopheridae της τάξης των κολεοπτέρων. Παγκοσμίως το γένος Aulonium περιλαμβάνει επτά είδη σε πέντε υπογένη. Συναντούμε το ωφέλιμο είδος στήν Ελλάδα και γενικά στο μεσογειακό χώρο, αλλά η παρουσία στα νησιά είναι αβέβαιη.