Ar skaseg gouriz du[1] (liester : skaseged gouriz du), pe skaseg roudennek(Daveoù a vank), a zo ur spesad evned hirc'harek, Cladorhynchus leucocephalus an anv skiantel anezhañ.
Ar spesad nemetañ er genad Cladorhynchus[2] an hini eo.
Anvet e voe Recurvirostra leucocephala (kentanv) da gentañ-penn (e 1816) gant an evnoniour gall Louis Jean Pierre Vieillot (1748-1831).
Brosezat eo ar spesad e kreiz ha su Aostralia[3].
Ar skaseg gouriz du (liester : skaseged gouriz du), pe skaseg roudennek(Daveoù a vank), a zo ur spesad evned hirc'harek, Cladorhynchus leucocephalus an anv skiantel anezhañ.
Ar spesad nemetañ er genad Cladorhynchus an hini eo.
Anvet e voe Recurvirostra leucocephala (kentanv) da gentañ-penn (e 1816) gant an evnoniour gall Louis Jean Pierre Vieillot (1748-1831).
El camallarga capblanc[1] (Cladorhynchus leucocephalus) és un ocell de la família dels recurviròstrids (Recurvirostridae) i única espècie del gènere Cladorhynchus Gray, GR, 1840. Habita llacs salats de l'interior d'Austràlia.
El camallarga capblanc (Cladorhynchus leucocephalus) és un ocell de la família dels recurviròstrids (Recurvirostridae) i única espècie del gènere Cladorhynchus Gray, GR, 1840. Habita llacs salats de l'interior d'Austràlia.
Aderyn a rhywogaeth o adar yw Hirgoes torchog (sy'n enw gwrywaidd; enw lluosog: hirgoesau torchog) a adnabyddir hefyd gyda'i enw gwyddonol Cladorhynchus leucocephalus; yr enw Saesneg arno yw Banded stilt. Mae'n perthyn i deulu'r Hirgoesau (Lladin: Recurvirostridae) sydd yn urdd y Charadriiformes.[1]
Talfyrir yr enw Lladin yn aml yn C. leucocephalus, sef enw'r rhywogaeth.[2] Mae'r rhywogaeth hon i'w chanfod yn Awstralia.
Mae'r hirgoes torchog yn perthyn i deulu'r Hirgoesau (Lladin: Recurvirostridae). Dyma rai o aelodau eraill y teulu:
Rhestr Wicidata:
rhywogaeth enw tacson delwedd Cambig Recurvirostra avosetta Cambig America Recurvirostra americana Cambig gyddfgoch Recurvirostra novaehollandiae Cambig yr Andes Recurvirostra andina Himantopus ceylonensis Himantopus ceylonensis Himantopus knudseni Himantopus knudseni Hirgoes Awstralia Himantopus leucocephalus Hirgoes cynffonddu Himantopus melanurus Hirgoes gyddfddu Himantopus mexicanus Hirgoes Seland Newydd Himantopus novaezelandiae Hirgoes torchog Cladorhynchus leucocephalus Hirgoes y Penrhyn Himantopus himantopusAderyn a rhywogaeth o adar yw Hirgoes torchog (sy'n enw gwrywaidd; enw lluosog: hirgoesau torchog) a adnabyddir hefyd gyda'i enw gwyddonol Cladorhynchus leucocephalus; yr enw Saesneg arno yw Banded stilt. Mae'n perthyn i deulu'r Hirgoesau (Lladin: Recurvirostridae) sydd yn urdd y Charadriiformes.
Talfyrir yr enw Lladin yn aml yn C. leucocephalus, sef enw'r rhywogaeth. Mae'r rhywogaeth hon i'w chanfod yn Awstralia.
Ο Κλαδόρυγχος είναι παρυδάτιο καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Ανωραμφιδών, που απαντά αποκλειστικά στην Αυστραλία. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Cladorhynchus leucocephalus και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό). [1]
Η επιστημονική ονομασία του γένους Cladorhynchus είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής κλαδόρυγχος, από τα επί μέρους συνθετικά κλάδος + ρύγχος. [3] Ωστόσο, παραμένει άγνωστος ο λόγος ονοματοδοσίας, πέραν του πιθανού: «ράμφος σαν κλαδί»
Ο όρος leucocephalus στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι, επίσης, εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής λεπτοκέφαλος, με σαφή αναφορά στο λευκό κεφάλι του πτηνού.
Η αγγλική ονομασία του είδους (Banded stilt), «ζωνωτός καλαμοκανάς», παραπέμπει στην χαρακτηριστική σκουρόχρωμη λωρίδα στο στήθος του πτηνού (βλ Μορφολογία).
Το είδος περιγράφηκε από τον Γάλλο ορνιθολόγο Λ. Βιεϊγιό (Louis Jean Pierre Vieillot, 1748 – 1831), ως Recurvirostra leucocephala [«L'avocette a tete blanche»] [4] (Βικτόρια, Αυστραλία, 1816). [5] Τοποθετήθηκε στο γένος Cladorhynchus από τον Άγγλο ζωολόγο Τ. Γκρέι (George Robert Gray, 1808 – 1872), το 1840. [6]
Το γένος Cladorhynchus συνδέεται φυλογενετικά με τα γένη Himantopus και Avoceta που, μαζί, απαρτίζουν την οικογένεια των Ανωραμφιδών. [7] Φυλογενετικές αναλύσεις των ετών 1978 και 1995 με βάση την συμβατότητα χαρακτήρων (character compatibility) έδειξαν ότι, το γένος Cladorhynchus αποτελεί αδελφικό γκρουπ με το Avosetta, με το γένος Himantopus να αποτελεί πρωιμότερο κλάδο. [8][9]
Το είδος απαντά αποκλειστικά στην Αυστραλία (Αυστραλασιανή οικοζώνη), ως ενδημικό της νήσου. Συγκεκριμένα, ανευρίσκεται κυρίως σε διάσπαρτους ηπειρωτικούς θύλακες της Δυτικής και Νότιας Αυστραλίας, καθώς και μερικών παράκτιων νησιών (κυρίως το Rottnest), ως μεταναστευτικό πτηνό. [1][10][11][12]
Ωστόσο, στα δυτικά της ηπείρου, οι κλαδόρυγχοι μπορεί να βρεθούν μέχρι το «ύψος» του Port Hedland. Σε άλλες περιοχές, έχουν παρατηρηθεί στην ευρύτερη λεκάνη απορροής της Λίμνης Έυρ, στο Port Phillip και στην Wimmera. Επίσης «ανεβαίνουν» μέχρι τα σύνορα με το Κουίνσλαντ και την Βόρεια Επικράτεια και έχουν καταγραφεί στις μικρολίμνες απορροής των Alice Springs και Erldunda.
Οι κλαδόρυγχοι είναι καλοβατικά πτηνά ρηχών υγροτόπων με αλμυρό ή υπεραλμυρό νερό, σε ηπειρωτικές και παράκτιες περιοχές της Αυστραλίας (βλ. Γεωγραφική εξάπλωση). Αναπαράγονται σε νησίδες που σχηματίζονται σε περιστασιακές ηπειρωτικές αλμυρές λίμνες, μετά την εισροή άφθονου γλυκού νερού κατά τις βροχοπτώσεις.
Εκτός περιόδου αναπαραγωγής, απαντούν σε αλυκές, λιμνοθάλασσες, αλίπεδα και πλατώματα μεταξύ των παλιρροιών, σπανιότερα σε εκβολές ποταμών. Περιστασιακά, ανευρίσκεται σε υφάλμυρα ή γλυκά ύδατα, όπως σε μικροφράγματα αγροκτημάτων και μικρές λίμνες απορροής λυμάτων. [13]
Πέραν αυτών των περιοχών, έγινε προσπάθεια αναπαραγωγής του είδους στο Εθνικό Πάρκο Coorong της Νότιας Αυστραλίας, κατά τη διάρκεια περιόδου που, η αλατότητα στην περιοχή των Κάτω Λιμνών (Lower Lakes), ήταν υπερβολικά αυξημένη λόγω της μείωσης των περιφερικών εισροών ύδατος στα κατάντη του ποταμού Μάρεϊ. [14]
Ο κλαδόρυγχος, όπως οι καλαμοκανάδες είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα παρυδάτια πτηνά, με το χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο πτέρωμα και τους, επίσης χαρακτηριστικούς, εξαιρετικά μακρείς ταρσούς του.
Οι ενήλικες στο αναπαραγωγικό πτέρωμα είναι, κυρίως, λευκού χρώματος με μαύρες πτέρυγες και ευρεία, καλώς οριοθετημένη ζώνη σχήματος «U», καστανού χρώματος κατά πλάτος του στήθους. [5] Το κεντρικό τμήμα της πάνω επιφάνειας της ουράς έχει απαλό γκρι-καφέ χρώμα. [15] Το λεπτό ράμφος είναι μαύρο, με μέγεθος διπλάσιο του κεφαλιού και είναι ίσιο ή ελαφρα΄. Η ίριδα είναι σκούρα καφέ, ενώ οι ταρσοί και τα πόδια έχουν σκούρο κόκκινο-ροζ χρώμα. Οι πτέρυγες είναι μακριές και λεπτές και έχουν 11 πρωτεύοντα ερετικά φτερά, με μεγαλύτερο το 10ο. [16]
Κατά την πτήση, οι πτέρυγες φαίνονται μαύρες, όταν παρατηρούνται από πάνω, αλλά διακρίνεται λευκή γραμμή οριοθέτησης στα άκρα των εσωτερικών πρωτευόντων. Όταν παρατηρούνται από κάτω, οι πτέρυγες φαίνονται λευκές με σκούρες άκρες. Τα άσπρα φτερά στο κεφάλι και τον λαιμό έχουν ανοικτόγκριζες βάσεις, αλλά καλύπτονται και δεν είναι εμφανείς. [17]
Το μη-αναπαραγωγικό πτέρωμα είναι παρόμοιο, αλλά η ζώνη στο στήθος είναι λιγότερο οριοθετημένη, συχνά με σταχτί-καφέ απόχρωση ή λευκά στίγματα. Οι ταρσοί γίνονται πιο ανοιχτόχρωμοι ή πορτοκαλί-ροζ. Δεν υφίσταται διαφορά στο πτέρωμα των φύλων, ούτε κάποια γεωγραφική διαφοροποίηση. [17]
Τα νεαρά πουλιά μοιάζουν με τους ενήλικες, αλλά στερούνται της ζώνης στο στήθος και έχουν γκριζωπούς χαλινούς και μέτωπο. Το μαύρο στις πτέρυγες είναι, συχνά, πιό «θαμπό». Αποκτούν το πτέρωμα των ενηλίκων κατά το 2ο έτος της ζωής τους. Οι ταρσοί και τα πόδια τους είναι γκρίζα, αποκτώντας όλο και πιο ροζ χρώμα μέχρι την ενηλικίωση. [17]
Όπως και τα άλλα μέλη της οικογένειας, οι κλαδόρυγχοι τρέφονται με μικρά Καρκινοειδή (κυρίως Artemia spp.) [18] και υδρόβια Έντομα, Μαλάκια, ψάρια και κάποιο φυτικό υλικό. [3]
«Οπορτουνιστικό» είδος, ο κλαδόρυγχος περιμένει έως ότου έλθει η περίοδος των βροχών και γεμίσουν οι μεγάλες, προσωρινές αλμυρές στο άγονο εσωτερικό της Αυστραλίας, όπου συρρέουν οι πληθυσμοί του για να σχηματίσουν μεγάλες αποικίες αναπαραγωγής. Δεδομένου, λοιπόν, ότι εξαρτάται από τις βροχοπτώσεις, το είδος θεωρείται ότι αναπαράγεται μόνο μία (1) φορά, ετησίως ή κάθε δύο χρόνια. [18] Ο κλαδόρυγχος ταξιδεύει πολύ μεγάλες αποστάσεις στο εσωτερικό της Αυστραλίας για να έλθει να αναπαραχθεί στις αλμυρές λίμνες της ερήμου, όταν αυτές έχουν περισσότερο νερό έτσι, ώστε η αλμυρότητά του να μην είναι απαγορευτική για το φώλιασμα.
Ωστόσο, προκαλεί απορία στην επιστημονική κοινότητα το γεγονός ότι, «οσμίζεται» το νερό της βροχής που έχει πέσει, από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Τα δεδομένα από τα συνδεδεμένα συστήματα εντοπισμού (GPS) σε πειράματα έδειξαν ότι, τα πουλιά μετακινούνται πολύ πιο γρήγορα και περισσότερο από τα περισσότερα άλλα υδρόβια πτηνά. Ένα (1) άτομο καταγράφηκε να ταξιδεύει περισσότερα από 2.200 χιλιόμετρα σε δυόμιση ημέρες από τη Λίμνη Έυρ σε μιαν άλλη εφήμερη λίμνη που είχε γεμίσει με νερό. Ένα άλλο πουλί πέταξε 1.500 χιλιόμετρα σε έξι ημέρες.
Στα οικοσυστήματα αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), ο κλαδόρυγχος φωλιάζει σε νησιά πολύ χαμηλού υψομέτρου (1-1,5 μ.) ή σε γλώσσες ξηράς κοντά σε λίμνες, με λίγη ή καθόλου βλάστηση. Γενικά, η αναπαραγωγικές συνήθειες του είδους δεν είναι καλά μελετημένες, [3] αλλά η γέννα περιλαμβάνει (3-) 4 αβγά και την επώαση αναλαμβάνουν και τα δύο φύλα και οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι.
Αντίθετα με τα συγγενικά είδη που φροντίζουν ξεχωριστά τα μικρά τους για αρκετούς μήνες, οι κλαδόρυγχοι συγκεντρώνουν όλους τους νεοσσούς σε μεγάλους «βρεφονηπιακούς σταθμούς», που μπορεί να περιλαμβάνουν αρκετές εκατοντάδες άτομα. [18]
Αν και κατατάσσεται στα Ευάλωτα (VU) είδη στην εθνική λίστα της Νότιας Ουαλίας στην Αυστραλία, το είδος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και κατατάσσεται από την IUCN, στα Ελαχίστης Ανησυχίας (LC). [2]
Ο Κλαδόρυγχος είναι παρυδάτιο καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Ανωραμφιδών, που απαντά αποκλειστικά στην Αυστραλία. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Cladorhynchus leucocephalus και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).
Ο κλαδόρυγχος ανήκει στην -άτυπη ταξινομικά- «ομάδα» των «καλαμοκανάδων», η οποία αντιστοιχεί με την αγγλική stilt, όπου κατατάσσονται και οι καλαμοκανάδες.
The banded stilt (Cladorhynchus leucocephalus) is a nomadic wader of the stilt and avocet family, Recurvirostridae, native to Australia. It belongs to the monotypic genus Cladorhynchus. It gets its name from the red-brown breast band found on breeding adults, though this is mottled or entirely absent in non-breeding adults and juveniles. Its remaining plumage is pied and the eyes are dark brown. Nestling banded stilts have white down, unlike any other species of wader.
Breeding is triggered by the filling of inland salt lakes by rainfall, creating large shallow lakes rich in tiny shrimp on which the birds feed. Banded stilts migrate to these lakes in large numbers and assemble in large breeding colonies. The female lays three to four brown- or black-splotched whitish eggs on a scrape. If conditions are favourable, a second brood might be laid, though if the lakes dry up prematurely the breeding colonies may be abandoned.
The banded stilt is considered to be a species of least concern by the International Union for Conservation of Nature (IUCN). Under the South Australian National Parks and Wildlife Act 1972, however, this bird is considered to be Vulnerable. This is due to the predation of it by silver gulls, which are considered to be a serious threat. Black falcons and wedge-tailed eagles are also predators, taking the banded stilt and its young.
French ornithologist Louis Jean Pierre Vieillot described the banded stilt in 1816, classifying it in the avocet genus Recurvirostra and giving it the name Recurvirostra leucocephala, "L'avocette a tete blanche" ("white-headed avocet").[3] He only recorded the species as being found in terres australes, the meaning of which is unclear. Amateur ornithologist Gregory Mathews interpreted this as Victoria, while Erwin Stresemann concluded this was Rottnest Island in Western Australia.[4] The species name is derived from the Ancient Greek words leukos "white", and kephale "head".[4] French naturalist Georges Cuvier described it as Recurvirostra orientalis the same year.[2][5] Belgian ornithologist Bernard du Bus de Gisignies described it as a new genus and species, Leptorhynchus pectoralis, to the Royal Academy of Belgium in 1835.[6]
English zoologist George Robert Gray placed the banded stilt in its own genus Cladorhynchus in 1840, noting that the name Leptorhynchus had been previously used.[7] The genus name is from the Ancient Greek klados "twig" and rhynchos "bill".[4] Likewise, German naturalist Johannes Gistel proposed the name Timeta to replace Leptorhynchus in 1848.[8] John Gould had described the banded stilt as Himantopus palmatus in 1837, but recorded it as Cladorhynchus pectoralis in his 1865 work Handbook to the Birds of Australia. Gould also wrote that its distribution was unclear after it was first recorded at Rottnest Island though not elsewhere in Western Australia, and later in South Australia, until large numbers were seen by the British explorer Charles Sturt at Lepson's Lake north of Cooper Creek in what is now western Queensland.[9][10] German naturalist Ludwig Reichenbach placed it in a new genus, naming it Xiphidiorhynchus pectoralis in 1845.[11] Australian ornithologist Fred Lawson gave it the name Cladorhynchus australis in 1904.[12] Gregory Mathews in his 1913 List of the Birds of Australia synonymised all subsequent genus and species names, using Cladorhynchus australis.[13] He listed his subspecies rottnesti from 1913, though this has not been recognised since.[2] Both Joseph G. Strauch in a 1978 study and Philip C. Chu in a 1995 re-analysis of bone and muscle characters found that the banded stilt was sister taxon to the avocets, with the stilts of the genus Himantopus an earlier offshoot.[14][15] A 2004 study combining genetics and morphology reinforced its position as sister to the avocet lineage.[16]
English naturalist John Latham gave the bird the name "oriental avocet" in 1824, after Cuvier's description.[17] "Banded stilt" has been designated the official name by the International Ornithological Committee (IOC).[18] Other common names include "Rottnest snipe" and "bishop snipe".[4][12] The Ngarrindjeri people of the Lower Murray River region in South Australia knew it as nilkani.[19]
The banded stilt is 45–53 cm (18–21 in) long and weighs 220–260 g (7.8–9.2 oz), with a wingspan of 55–68 cm (22–27 in). Adults in breeding plumage are predominantly white with black wings and a broad well-demarcated u-shaped chestnut band across the breast.[4] The central part of the base of the upper tail is tinted a pale grey-brown.[20] The slender bill is black,[21] relatively straight,[22] and twice as long as the head.[23] The irises are dark brown and the legs and feet are a dark red-pink.[21] The wings are long and slim and have eleven primary flight feathers, with the tenth being the longest.[23] In flight, the wings are mostly black when seen from above, but have a white trailing edge from the tips of the inner primaries.[4] From underneath, the wings are predominantly white with dark tips. White feathers on the head and neck have pale grey bases, which are normally hidden.[20] Non-breeding plumage is similar, but the chest band is less distinct and often diluted to an ashy brown or mottled with white.[4] The legs are a paler- or orange-pink.[21] There is no difference in plumage between the sexes,[4] nor has any geographic variation been recorded.[23]
Juvenile birds resemble adults but have a greyish forehead and lores, duller black wings, and lack the characteristic breast band.[4] Adult plumage is attained in the second year.[20] Their legs and feet are grey, becoming more blotched with pink until adulthood.[21] Nestling banded stilts are covered in white down.[21]
A distinctive bird, the banded stilt is hard to confuse with any other species; the white-headed stilt lacks the breast band, and the red-necked avocet has a chestnut head and neck,[24] and a distinctly upcurved bill.[22]
Adults make a barking call that has been written as cow or chowk, sometimes with two syllables as chowk-uk or chuk-uk. Birds also chatter softly and tunefully while nesting.[25]
The banded stilt is generally found in southern Australia. In Western Australia, it is found predominantly in the southwestern corner, though can be as far north as the saltworks in Port Hedland.[24] Breeding took place at Lake Ballard in the Goldfields-Esperance after heavy rainfall from Cyclone Bobby in 1995, and then again after flooding in 2014.[26] In 1933 a large colony had been recorded at Lake Grace, but had succumbed to attack presumably by foxes.[27] The banded stilt has been recorded in southeastern South Australia, as well as the drainage of the Lake Eyre system, and in Victoria west of Port Phillip and the Wimmera.[24] In July 2010 Lake Torrens filled with water, resulting in the influx of around 150,000 banded stilts.[28] The Natimuk-Douglas Wetlands in western Victoria are an important nesting ground for the species, though lower numbers come here if there is flooding elsewhere in southeastern Australia.[29] In New South Wales, it is most commonly found in the Riverina and western parts of the state, and has reached southern Queensland and the Northern Territory, where it has been found at the sewage ponds at Alice Springs and Erldunda.[24] It has been recorded as a vagrant to Tasmania, with significant numbers recorded in 1981.[24]
The preferred habitats are large, shallow saline or hypersaline lakes, either inland or near the coast, including ephemeral salt lakes, salt works, lagoons, salt- or claypans and intertidal flats. The species is occasionally found in brackish or fresh water, including farm dams and sewage ponds.[24]
The banded stilt is highly nomadic, having adapted to the unpredictable climate of Australia's arid interior. Sudden rainfall results in the influx of water to and filling of dry inland salt lakes. The stilts respond by travelling to these areas and breeding, dispersing and returning to the coast once the lakes begin to dry up. How banded stilts on the coast become aware of inland rainfall is unknown. The distances travelled can be large; two birds have been tracked travelling from a drying Lake Eyre in South Australia to a newly filled lake system in Western Australia over 1,500 km (930 mi) away. One of these birds veered northwest over the Gibson Desert, travelling a minimum of 2,263 km (1,406 mi) in 55.9 hours.[30]
The banded stilt is gregarious; birds are almost always encountered in groups, from small troops of tens of birds, to huge flocks numbering in the tens of thousands.[31]
The breeding habits of the banded stilt were unknown until 1930, when a colony was discovered at Lake Grace.[32] Even then they remained poorly known until 2012, when researcher Reece Pedler and colleagues attached tracking devices to 21 birds to gain an insight into the species' movements. They discovered that the birds travel large distances inland and gather at the recently filled bodies of water.[30]
The majority of observed breeding events have occurred at inland salt lakes in South Australia and Western Australia immediately following freshwater inflows. An exception to this exists where some breeding was attempted at The Coorong during a time in which salinity in the Lower Lakes was significantly elevated due to reduced environmental flows down the Murray River.[33] Breeding events are initiated by the filling of shallow inland lakes after rainfall and resultant explosion in numbers of food animals such as Parartemia brine shrimp. This can happen at any time of year.[34] Breeding sites are generally on low islands, of 1–1.5 m (3–5 ft) elevation, or spits on or alongside large lakes,[24] on clay or gravel and generally with sparse or no vegetation.[25] The nests themselves are scrapes in the soil, up to 15 cm (5.9 in) across and 3 cm (1 in) deep, with or without some dead vegetation as lining. Birds on stony soils generally gather vegetation instead of digging scrapes.[25]
Egg clutches number three to four (or rarely five) oval eggs, which vary from fawn to white marked with brown to black splotches. They can be 49–58 mm (1.9–2.3 in) long and 35–48 mm (1.4–1.9 in) wide.[25] Incubation takes 19 to 21 days,[20] with both sexes sharing duties, although the male takes over as sole incubator as the eggs hatch and immediately afterwards. This is thought to allow the females to lay and incubate a second brood if the water and food in the lake persists. Parent birds incubate for one to six days before swapping with the other parent. These intervals are much longer than other waders, and thought to be due to the remoteness of food—either the prey are blown to remote corners of the lakes by the wind or the lakes themselves have receded as they have dried. Parents almost always changeover incubating at night, generally within two hours of nightfall, presumably to avoid predators.[34] On hot days with temperatures over 40 °C (104 °F), incubating birds may leave briefly to wet their brood patches to presumably cool the eggs or young.[35] Birds on nests always face into the wind.[36]
The nestlings are born covered in white down—unlike any other waders—and mobile with open eyes (precocial) and leave the nest soon after hatching (nidifugous).[20] Adults lead the young birds to the water by the time they are two days old. Once in the water, they begin to feed on tiny crustaceans.[36]
Banded stilt colonies suffer greatly from predation by silver gulls (Chroicocephalus novaehollandiae), while wedge-tailed eagles (Aquila audax), white-bellied sea eagles (Haliaeetus leucogaster), spot-bellied eagle-owls (Bubo nipalensis) and black falcons (Falco subniger) also take stilts and young.[34] Premature drying of the lakes leads to parents abandoning their eggs or nestlings, resulting in the deaths of many thousands of young.[20]
The banded stilt forages by walking or swimming in shallow water, pecking, probing or scything into the water or mud.[37] The bulk of its diet is made up of tiny crustaceans, including branchiopods, ostracods (seed shrimp), anostraca (fairy shrimp) such as Artemia salina and members of the genus Parartemia, both genera of notostraca (tadpole shrimp), and isopods such as the genera Deto and Haloniscus. They also eat molluscs, including both gastropods such as the land snail Salinator fragilis and members of the genus Coxiella, and bivalves of the genus Sphaericum, insects (such as bugs, beetles, flies and flying ants, which they glean from the water surface), and plants such as Ruppia. Small fish such as hardyheads (Craterocephalus spp.) have also been reportedly eaten.[38]
In 2016, the banded stilt was rated as least concern on the IUCN Red List of Endangered species. This was on the basis of its large range—greater than 20,000 km2 (7700 mi2)—and fluctuating rather than declining population.[1] However, it is listed as Vulnerable under the South Australian National Parks and Wildlife Act 1972.[39] The listing was made after breeding attempts observed at Lake Eyre revealed heavy predation from silver gulls. The Department of Environment, Water and Natural Resources has developed a strategy for managing silver gull predation at chosen banded stilt breeding sites by applying site-specific culling measures. Breeding events observed at ephemeral lakes in Western Australia have proven to be more successful without the need for intervention due to their remoteness.[33]
The banded stilt (Cladorhynchus leucocephalus) is a nomadic wader of the stilt and avocet family, Recurvirostridae, native to Australia. It belongs to the monotypic genus Cladorhynchus. It gets its name from the red-brown breast band found on breeding adults, though this is mottled or entirely absent in non-breeding adults and juveniles. Its remaining plumage is pied and the eyes are dark brown. Nestling banded stilts have white down, unlike any other species of wader.
Breeding is triggered by the filling of inland salt lakes by rainfall, creating large shallow lakes rich in tiny shrimp on which the birds feed. Banded stilts migrate to these lakes in large numbers and assemble in large breeding colonies. The female lays three to four brown- or black-splotched whitish eggs on a scrape. If conditions are favourable, a second brood might be laid, though if the lakes dry up prematurely the breeding colonies may be abandoned.
The banded stilt is considered to be a species of least concern by the International Union for Conservation of Nature (IUCN). Under the South Australian National Parks and Wildlife Act 1972, however, this bird is considered to be Vulnerable. This is due to the predation of it by silver gulls, which are considered to be a serious threat. Black falcons and wedge-tailed eagles are also predators, taking the banded stilt and its young.
La Blankkapa himantopo, Cladorhynchus leucocephalus, estas birdo de la genro de Cladorhynchus, sed aliaj metas ĝin en la genro Himantopus. Tiu specio estas endemisma en Aŭstralio -escepte la centron de la kontinento- kaj Novzelando, kaj havas sian anglan nomon "Banded Stilt" pro la ruĝbruna brusta strio kiun havas reproduktantaj plenkreskuloj.
La Blankkapa himantopo, Cladorhynchus leucocephalus, estas birdo de la genro de Cladorhynchus, sed aliaj metas ĝin en la genro Himantopus. Tiu specio estas endemisma en Aŭstralio -escepte la centron de la kontinento- kaj Novzelando, kaj havas sian anglan nomon "Banded Stilt" pro la ruĝbruna brusta strio kiun havas reproduktantaj plenkreskuloj.
La cigüeñuela pechirroja (Cladorhynchus leucocephalus)[2][3] es una especie de ave caradriforme de la familia Recurvirostridae endémica de Australia. Es la única especie del género Cladorhynchus. El holotipo de la especie fue descrito por Louis Jean Pierre Vieillot en Victoria en 1816.
La cigüeñuela pechirroja (Cladorhynchus leucocephalus) es una especie de ave caradriforme de la familia Recurvirostridae endémica de Australia. Es la única especie del género Cladorhynchus. El holotipo de la especie fue descrito por Louis Jean Pierre Vieillot en Victoria en 1816.
Cladorhynchus leucocephalus Cladorhynchus generoko animalia da. Hegaztien barruko Recurvirostridae familian sailkatua dago.
Cladorhynchus leucocephalus Cladorhynchus generoko animalia da. Hegaztien barruko Recurvirostridae familian sailkatua dago.
Vyöpitkäjalka (Cladorhynchus leucocephalus) on australialainen kahlaajalintu. Sen esiintymisalue käsittää pääasiassa Australian läntisen keskiosan ja Etelä-Australian sisämaat. Lajin holotyypin kuvaili Louis Jean Pierre Vieillot Victoriasta vuonna 1816.[2]
Vyöpitkäjalka (Cladorhynchus leucocephalus) on australialainen kahlaajalintu. Sen esiintymisalue käsittää pääasiassa Australian läntisen keskiosan ja Etelä-Australian sisämaat. Lajin holotyypin kuvaili Louis Jean Pierre Vieillot Victoriasta vuonna 1816.
Cladorhynchus leucocephalus
L'Échasse à tête blanche (Cladorhynchus leucocephalus) est une espèce d'oiseaux de la famille des Recurvirostridae, la seule du genre Cladorhynchus.
Cet oiseau fréquente les lacs salés d'Australie.
Il cavaliere fasciato (Cladorhynchus leucocephalus (Vieillot, 1816)) è un uccello della famiglia Recurvirostridae.[2]
Questo uccello vive unicamente in Australia.
Il cavaliere fasciato (Cladorhynchus leucocephalus (Vieillot, 1816)) è un uccello della famiglia Recurvirostridae.
De bandsteltkluut (Cladorhynchus leucocephalus) is een vogel uit de familie Recurvirostridae (kluten).
Deze soort is endemisch in zuidelijk en zuidwestelijk Australië. De bandsteltkluut bewoont zoutmeren in het binnenland of aan de kust waar hij zich voedt met kleine kreeftachtigen.
De bandsteltkluut (Cladorhynchus leucocephalus) is een vogel uit de familie Recurvirostridae (kluten).
Beltestylteløpar (Cladorhynchus leucocephalus) er ein vadefugl i avosettfamilien med utbreiing avgrensa til Australia.
Beltestylteløpar (Cladorhynchus leucocephalus) er ein vadefugl i avosettfamilien med utbreiing avgrensa til Australia.
Bandstyltlöpare[2] (Cladorhynchus leucocephalus) är en fågel i familjen skärfläckor inom ordningen vadarfåglar.[3]
Fågeln förekommer i centrala och syd-centrala Australien.[3] Den placeras som enda art i släktet Cladorhynchus. Trots sitt svenska trivialnamn är arten närmare släkt med skärfläckorna i Recurvirostra än med de äkta styltlöparna i Himantopus.
Arten har ett stort utbredningsområde och en stor population med stabil utveckling som inte tros vara utsatt för något substantiellt hot.[1] Utifrån dessa kriterier kategoriserar internationella naturvårdsunionen IUCN arten som livskraftig (LC).[1]
Bandstyltlöpare (Cladorhynchus leucocephalus) är en fågel i familjen skärfläckor inom ordningen vadarfåglar.
Вид мешкає на солоних озерах у пустелях Австралії.
Відкладає 3-4 білих або коричневих яєць.
Cladorhynchus leucocephalus là một loài chim trong họ Recurvirostridae.[2]
Cladorhynchus leucocephalus là một loài chim trong họ Recurvirostridae.