Vecho esas genero de leguminosi, "papilionacei", perena, generale klimera, kun folii paripenea, stipitoza, flori axala, solitara e grapana - uzata kom forejo.
Vicia sin. Faba), je rod biljaka cvjetnica iz porodice mahunarki (Fabaceae), po čijem je sinonimnom imenu označena cijela porodica, a i red Fabales. Uključuje mnoge poljoprivredno i ekonomski značajne vrste. [1][2][3]
Prvi puta ovaj rod pod imenom Vicia opisao je Linnaeus 1753. godine, dok ga je Phillip Miller 1754. opisao pod imenom Faba. Rodu pripada preko 200 vrsta jednogodišnjih biljaka i trajnica. U Bosni I Hercegovini i okolnim državama uspijeva oko 50 vrsta i podvrsta.
Vicia sin. Faba), je rod biljaka cvjetnica iz porodice mahunarki (Fabaceae), po čijem je sinonimnom imenu označena cijela porodica, a i red Fabales. Uključuje mnoge poljoprivredno i ekonomski značajne vrste.
Prvi puta ovaj rod pod imenom Vicia opisao je Linnaeus 1753. godine, dok ga je Phillip Miller 1754. opisao pod imenom Faba. Rodu pripada preko 200 vrsta jednogodišnjih biljaka i trajnica. U Bosni I Hercegovini i okolnim državama uspijeva oko 50 vrsta i podvrsta.
Vika (Vicia L.) — dukkakdoshlar oilasiga mansub bir va koʻp yillik oʻsimliklar turkumi, yem-xashak ekini. Yevropa, Osiyoning shim.-sharqiy mintaqalari, Shim. Afrika, Jan. Amerikada tarqalgan 150 ga yaqin turi bor. 12 turi ekiladi. Ekma V. vatukli V. turlari don, koʻk oʻt, silos, senaj olish uchun ekiladi. Ekma V. (v. sativa) bir yillik bahori, tukli V. (v. villosa) kuzgi ekin. Poyasi toʻrt qirrali. Barglari patsimon murakkab. Gullari oq, oʻzidan, baʼzan chetdan changlanadi. Mevasi (dukkaklari) yassiroq boʻlib, 4— 8 urugʻli, 100 kg pichanida 45,8 ozuqa birligi va 12,3 kg hazm boʻladigan protein bor. 1000 dona urugʻi vazni 400—1300 g . Urugʻi tarkibida 24—30% oqsil bor. Gektaridan 200—250 s koʻk massa, 30—60 s pichan, 20 s don olish mumkin. V. sugʻorilganda moʻl hosil beradi. Oʻzbekistonda V.ning ekiladi gan bir turi (V. faba) bokla deb ataladi. V. tuproqda juda koʻp miqdorda azot toʻplaydi, shuning uchun koʻpgina ekinlarga yaxshi oʻtmishdosh hisoblanadi.
Vika (Vicia L.) — dukkakdoshlar oilasiga mansub bir va koʻp yillik oʻsimliklar turkumi, yem-xashak ekini. Yevropa, Osiyoning shim.-sharqiy mintaqalari, Shim. Afrika, Jan. Amerikada tarqalgan 150 ga yaqin turi bor. 12 turi ekiladi. Ekma V. vatukli V. turlari don, koʻk oʻt, silos, senaj olish uchun ekiladi. Ekma V. (v. sativa) bir yillik bahori, tukli V. (v. villosa) kuzgi ekin. Poyasi toʻrt qirrali. Barglari patsimon murakkab. Gullari oq, oʻzidan, baʼzan chetdan changlanadi. Mevasi (dukkaklari) yassiroq boʻlib, 4— 8 urugʻli, 100 kg pichanida 45,8 ozuqa birligi va 12,3 kg hazm boʻladigan protein bor. 1000 dona urugʻi vazni 400—1300 g . Urugʻi tarkibida 24—30% oqsil bor. Gektaridan 200—250 s koʻk massa, 30—60 s pichan, 20 s don olish mumkin. V. sugʻorilganda moʻl hosil beradi. Oʻzbekistonda V.ning ekiladi gan bir turi (V. faba) bokla deb ataladi. V. tuproqda juda koʻp miqdorda azot toʻplaydi, shuning uchun koʻpgina ekinlarga yaxshi oʻtmishdosh hisoblanadi.
Wika (Vicia L.) - to je szlach roscënów z rodzëznë bòbòwatëch. Na Kaszëbach rosce dosc wiele ôrtów wiczi. Kaszëbskô wika je tu wôżnym dlô Kaszëbów ôrtem.
Wika (Vicia L.) - to je szlach roscënów z rodzëznë bòbòwatëch. Na Kaszëbach rosce dosc wiele ôrtów wiczi. Kaszëbskô wika je tu wôżnym dlô Kaszëbów ôrtem.
Wiken (Vicia) san en plaantenskööl uun det famile faan a bongfrüchten (Fabaceae). Diar jaft at wel 160 slacher faan.
Wiken (Vicia) san en plaantenskööl uun det famile faan a bongfrüchten (Fabaceae). Diar jaft at wel 160 slacher faan.
Wèk(ke) (Vicia) is e plantjegeslech oeten óngerfemielje Papilionoideae vanne roewvogelbloomsfemielje (Leguminosae). 't Geslech kump mit zoeaget 140 saorte veur in gemaesigdje streke van 't naordelik halfróndj en in Zuud-Amerika.
Wèkke zeen kroedechtige plantje, meistes mit renk womit ze naoberige plantje beklumme. De name wèk en Vicia zeen etymologisch verwantj mit 't Letiens wirkwaord viere "wikkele" of "binje". De vröchte zeen peule.
d'n Akkerboean of haofboean (Vicia faba) wuuertj al hieël lang verboedj veure miensjelike consumptie. Ze is de ènsigste aetbaar boean die van netuur veurkump innen Aje Werreld. 'n Aantaal aan wèksaorte, wie voorwèk (Vicia sativa) enne bóntje wèk (Vicia villosa), zeen op väöl plaatsen oppe welt in cultuur es vieëvoor. De plantje binje stikstof oete lóch en zeen daodoor ouch hieël gesjik es greunbemister en veur 't perducere van plantjaerdige kómpós. De zäöj waere dökker gebroek in vogelvoor.
De volgendje saorte kómme veur in Nederlandj en op 't Belsj.
Wèk(ke) (Vicia) is e plantjegeslech oeten óngerfemielje Papilionoideae vanne roewvogelbloomsfemielje (Leguminosae). 't Geslech kump mit zoeaget 140 saorte veur in gemaesigdje streke van 't naordelik halfróndj en in Zuud-Amerika.
Wèkke zeen kroedechtige plantje, meistes mit renk womit ze naoberige plantje beklumme. De name wèk en Vicia zeen etymologisch verwantj mit 't Letiens wirkwaord viere "wikkele" of "binje". De vröchte zeen peule.
d'n Akkerboean of haofboean (Vicia faba) wuuertj al hieël lang verboedj veure miensjelike consumptie. Ze is de ènsigste aetbaar boean die van netuur veurkump innen Aje Werreld. 'n Aantaal aan wèksaorte, wie voorwèk (Vicia sativa) enne bóntje wèk (Vicia villosa), zeen op väöl plaatsen oppe welt in cultuur es vieëvoor. De plantje binje stikstof oete lóch en zeen daodoor ouch hieël gesjik es greunbemister en veur 't perducere van plantjaerdige kómpós. De zäöj waere dökker gebroek in vogelvoor.
Wójka[1][2] (Vicia) jo rod ze swójźby łušćinowych rostlinow (Fabaceae).
Wójka (Vicia) jo rod ze swójźby łušćinowych rostlinow (Fabaceae).
wjelikokwětna wójka Žołta wójka a hungorska wójka, ilustracija, Jacob Sturm (1796)Žėrnėks (luotīnėškā: Vicia) ī tuoks augals, katros muokslėškā prigol prī brondėniu augalū (Fabaceae) šeimuos.
Žėrnėku stombrē tēvi, laipontīs, basivėniuojontīs. Lapā aug grotėm, ėšruod padabnē plonksnā, toria galė ūsioka. Žėidā padabnē popu, tėktās dėdlesni, vairiū spalvū (balti, mielėni, geltuoni, vėjuoletėnē), ba smuoka. Nuokėn tēvas brondis, katrūs būn nadėdlės, joudas kap pėpėrā sieklas.
Aug žėrnėkā pėivūs, patuoriūs, daržūs, pakelies, dėrvuonūs. Daugoms anūm tink šieralou, anūm žėidūs lonka bėtis. Tepuogė piktžuolė ī – vīniuojas ont rogiū, avėžū.
Ο Βίκος (Vicia) είναι γένος που περιλαμβάνει περίπου 140 είδη ανθοφόρων φυτών, τα οποία είναι κοινώς γνωστά ως λαθούρια. Ανήκει στη οικογένεια των Κυαμοειδών (Fabaceae). Τα είδη είναι ιθαγενή στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική, τη Νότια Αμερική, την Ασία και την Αφρική. Κάποια άλλα γένη της υποοικογένειάς τους των Ψυχανθών (Faboideae), φέρουν επίσης ονόματα τα οποία περιέχουν το "vetch" ("βίκο"), για παράδειγμα, τα vetchlings (Lathyrus) ή των γαλακτο-λαθουριών (Astragalus). Η κουκιά (Vicia faba), μερικές φορές χωρίζεται στο μονοτυπικό γένος Faba· παρόλο που δεν χρησιμοποιείται συχνά σήμερα, είναι ιστορικής σημασίας στην ταξινόμηση των φυτών, όπως το ομώνυμο της τάξης Fabales, το Fabaceae και τα Faboideae. Η φυλή Vicieae στην οποία τοποθετούνται τα λαθούρια, ονομάζεται μετά από τη σημερινή ονομασία του γένους. Μεταξύ των στενών εν ζωή συγγενών των λαθουριών, είναι οι φακές (Lens) και τα πραγματικά μπιζέλια (Pisum).
Το ρόβι (Vicia ervilia) ήταν μια από τις πρώτες εξημερωμένες καλλιέργειες, ο καρπός του είναι γνωστός ως ροβίτσα. Αναπτύχθηκε στην Εγγύς Ανατολή, πριν από περίπου 9.500 χρόνια, ξεκινώντας ίσως ακόμη και μια ή δύο χιλιετίες νωρίτερα, κατά τη διάρκεια της προ-κεραμικής Νεολιθικής Α. Μέχρι την εποχή του Κεραμικού Γραμμικού πολιτισμού της Κεντρικής Ευρώπης - πριν από περίπου 7.000 χρόνια - τα κουκιά [Βίκια φάβα (Vicia faba)] είχαν εξημερωθεί. Ο βίκος βρέθηκε στις Νεολιθικές και Eneolithic θέσεις στη Βουλγαρία, την Ουγγαρία και τη Σλοβακία.[1] Και την ίδια στιγμή, στο αντίθετο άκρο της Ευρασίας, οι Hoabinhian επίσης χρησιμοποιούσαν τα κουκιά για την ανάπτυξη της γεωργίας, όπως φαίνεται και από τους σπόρους που βρέθηκαν στο "Σπήλαιο του Πνεύματος" της Ταϊλάνδης.[2]
Αν και ο Βερνάρδος του Κλερβό μοιράστηκε ψωμί από αλεύρι βίκου με τους μοναχούς του κατά τη διάρκεια του λιμού του 1124-1126,
«Το ψωμί τους παλαιό σαν τους προφήτες, ήταν φτιαγμένο από κριθάρι, κεχρί και βίκο και ήταν τόσο άθλιας ποιότητας που μια φορά στην επίσκεψη ενός μοναχού, θρηνώντας δυστυχώς τη δεινή τους θέση, πήρε μαζί του μερικά από αυτά, που είχαν τεθεί μπροστά του στο σπίτι των επισκεπτών, ώστε θα μπορούσε να δείξει σε όλους το θαύμα των ανδρών και τέτοιων ανδρών που ζουν παρόμοια.»
— Άγιος Βερνάρδος του Clairvaux (Saint Bernard of Clairvaux), (Vita Prima I.v.25, αναφερόμενο από τον Williams (1952), σελ. 24).
[3] σε ένδειξη ταπεινοφροσύνης, τελικά το ρόβι σταμάτησε να χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο, παρά μόνο ως καλλιέργεια έσχατης ανάγκης σε περιόδους λιμού: τα λαθούρια «εμφανίζονται στη λιτή διατροφή των φτωχών έως τον 18ο αιώνα και, επίσης, επανεμφανίστηκαν στη μαύρη αγορά της Νότιας Γαλλίας κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου», όπως σημειώνει η Maguelonne Toussaint-Samat από τη Μασσαλία.[4] Τα κουκιά όμως παρέμειναν σημαντική καλλιέργεια στην Εγγύς Ανατολή, όπου οι σπόροι τους αναφέρονται στις πηγές των Χετταίων και της Αρχαίας Αιγύπτου, όπου χρονολογούνται περισσότερο από 3.000 χρόνια πριν, καθώς και στην Εβραϊκή Βίβλο,[Σημ. 1] ή στον μεγάλο Κέλτικο οικισμό του Μάντσινγκ από την Λα Τεν Ευρώπης (La Tène Europe) πριν από 2.200 χρόνια. Πιάτα που μοιάζουν με φούλια (ful medames), αναφέρονται στην Ταλμούδ της Ιερουσαλήμ, που συντάχθηκε πριν από το 400 μ.Χ.
Στην εποχή μας, ο κοινός βίκος (Vicia sativa), έχει επίσης ανέλθει στο προσκήνιο. Μαζί με ποικιλίες κουκιών όπως τα 'αλογο-φάσολα' (horse bean) ή 'χωραφο-φάσολα' (field bean), ο Διεθνής Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) τα περιλαμβάνει μεταξύ των 11 πιο σημαντικών οσπρίων στον κόσμο. Καλλιεργούνται - όπως το φουντωτό λαθούρι (Vicia cracca) - ως πηγή γύρης για τις μέλισσες του μεσοκαλόκαιρου, αλλά η κύρια χρήση του κοινού βίκου είναι ως βοσκή (forage)[Σημ. 2][5][6] για τα μηρυκαστικά ζώα, τόσο ως ζωοτροφή (fodder)[Σημ. 3] όσο και ως όσπριο. Το ρόβι, επίσης, καλλιεργείται εκτενώς για το σκοπό αυτό, καθώς και ο τριχωτός βίκος ((Vicia villosa), που επίσης ονομάζεται και κτηνοτροφικός βίκος), ο βάρδος βίκος (Vicia articulata), ο Γαλλικός βίκος (Vicia serratifolia) και το Narbon φασόλι (Vicia narbonensis). Ο Vicia benghalensis και το Ουγγρικό λαθούρι (Vicia pannonica), καλλιεργούνται για την παραγωγή βοσκής και φυτικού λιπάσματος.[Σημ. 4][7]
Ο τριχωτός βίκος έχει επίσης καθιερωμένες χρήσεις ως χλωρή λίπανση και ως αλληλοπαθητική κάλυψη καλλιεργειών. Όσον αφορά τα κουκιά, είναι γνωστό ότι συσσωρεύουν αργίλιο στον ιστό τους· σε ρυπασμένα εδάφη, μπορεί να είναι χρήσιμη η φυτοαποκατάσταση, αλλά ξηρά φυτά που περιέχουν ένα τοις χιλίοις αργίλιο (και πιθανώς περισσότερο στους σπόρους), μπορεί να μην είναι πλέον βρώσιμα. Τα ισχυρά αυτά φυτά είναι χρήσιμα ως χώροι φωλιάσματος σκαθαριών (beetle bank) για να παρέχουν το βιότοπο (habitat (ecology))[Σημ. 5][8][9] και το καταφύγιο στα σαρκοφάγα σκαθάρια και τα άλλα αρθρόποδα ώστε να κρατήσουν χαμηλά τα ασπόνδυλα παράσιτα. Όταν τα οζίδια της ρίζας των κουκιών εμβολιαστούν με το βακτήριο rhodospirillacean Azospirillum brasilense και τον μύκητα glomeracean Glomus Clarum, τα είδη μπορούν επίσης να καλλιεργηθούν παραγωγικά, σε αλατούχα εδάφη.[10][11][12] Στη δεκαετία του 1980, η αυξίνη 4-Cl-ΙΑA (auxin 4-Cl-ΙΑA), μελετήθηκε στη Vicia amurensis και τα κουκιά[13][14] και από το 1990, από τα τελευταία είδη έχουν απομονωθεί οι αντιβακτηριακές γ-θειονίνες φαβατίνη (γ-thionins fabatin) -1 και -2.
Παρά τον μικρό αριθμό χρωμοσωμάτων που διαθέτει (n=6), η κουκιά έχει υψηλή περιεκτικότητα DNA, γεγονός που την καθιστά εύκολη τη δοκιμή μικροπυρήνων από τις άκρες των ριζών, για την αναγνώριση γενοτοξικών ουσιών (genotoxic compounds). Μία λεκτίνη (lectin) από την V. graminea, χρησιμοποιείται για τη δοκιμή της ιατρικώς σημαντικής ομάδας αίματος Ν.
Τα λαθούρια που καλλιεργούνται ως βοσκή (forage), γενικά είναι τοξικά σε μη μηρυκαστικά (όπως ο άνθρωπος), τουλάχιστον αν καταναλωθούν σε ποσότητα. Βοοειδή και άλογα έχουν δηλητηριαστεί από την V. villosa και την V. benghalensis, δύο είδη που περιέχουν καναβανίνη στους σπόρους τους. Η καναβανίνη, ένα τοξικό ανάλογο του αμινοξέος αργινίνη, έχει εντοπιστεί στα τριχωτά λαθούρια ως κατασταλτικό της όρεξης για τα μονογαστρικά ζώα, ενώ τα φασόλια Narbon περιέχουν την ταχύτερης δράσης, αλλά ασθενέστερη γ-γλουταμυλο-S-αιθενυλ-κυστεΐνη (γ-glutamyl-S-ethenylcysteine).[15] Στον κοινό βίκο, έχει βρεθεί γ-γλουταμυλ-β-κυανοαλανίνη (γ-glutamyl-β-cyanoalanine). Το ενεργό μέρος αυτού του μορίου είναι η β-κυανοαλανίνη (β-cyanoalanine). Αναστέλλει τη μετατροπή του θειούχου αμινοξέος μεθειονίνη σε κυστεΐνη.
Η κυσταθειονίνη (cystathionine), ένα ενδιάμεσο προϊόν αυτής της βιοχημικής οδού, εκκρίνεται στα ούρα.[16] Αυτή η διαδικασία μπορεί να οδηγήσει αποτελεσματικά στην εξάντληση των ζωτικών προστατευτικών αποθεμάτων της κυστεΐνης, καθιστώντας το σπόρο της Vicia sativa ένα επικίνδυνο συστατικό όταν αναμειγνύεται με άλλες πηγές τοξινών. Το Ισπανικό μείγμα οσπρίου comuña, περιέχει τον κοινό βίκο και το ρόβι, επιπρόσθετα των σπόρων του vetchling (Lathyrus cicera)· μπορεί να δοθεί ως τροφή σε μικρές ποσότητες, στα μηρυκαστικά, αλλά η χρήση της ως βασική τροφή θα προκαλέσει λαθυρισμό (lathyrism)[Σημ. 6] ακόμη και σε αυτά τα ζώα. Επιπλέον, ο κοινός βίκος καθώς και η κουκιά - και πιθανώς άλλα είδη Vicia επίσης - περιέχουν οξειδωτικά όπως convicine, isouramil, divicine και βικίνη (vicine) σε επαρκείς ποσότητες για τη μείωση των επιπέδων γλουταθειόνης (glutathione) του ενζύμου G6PD-σε άτομα με ανεπάρκεια, για να προκαλέσει την ασθένεια του Κυαμισμού (favism). Επίσης, τα κουκιά περιέχουν τη λεκτίνη (lectin) φυτοαιμογλουτινίνη (phytohemagglutinin) και είναι κάπως δηλητηριώδη αν καταναλωθούν ωμά. Οι σχισμένοι σπόροι του κοινού βίκου, μοιάζουν με τις σχισμένες κόκκινες φακές (Lens culinaris) και τους έχει τεθεί κατά καιρούς, λανθασμένα η ετικέτα (mislabelled) ως τέτοια από τους εξαγωγείς ή εισαγωγείς, να πωλούνται για ανθρώπινη κατανάλωση. Σε ορισμένες χώρες, όπου οι φακές είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς - π.χ. Μπανγκλαντές, Αίγυπτο, Ινδία και Πακιστάν - έχουν καθοριστεί απαγορεύσεις εισαγωγών στα ύποπτα προϊόντα, για την αποφυγή αυτού του τύπου απάτης, που μπορεί να είναι δυνητικά επιβλαβής.[15][17]
Οι βίκοι έχουν κυλινδρικές ρίζες οζιδίων του ασαφούς τύπου και είναι ως εκ τούτου φυτά που δεσμεύουν το άζωτο. Τα άνθη τους έχουν συνήθως άσπρες με μωβ ή μπλε αποχρώσεις, αλλά μπορεί να είναι κόκκινα ή κίτρινα· που επικονιάζονται από βομβίνους, μέλισσες, μοναχικές μέλισσες (solitary bees) και άλλα έντομα.
Τα είδη βίκου (Vicia) χρησιμοποιούνται ως φυτική τροφή από τις κάμπιες μερικών πεταλούδων και νυχτοπεταλούδων, όπως:
Τα περισσότερα άλλα παράσιτα και φυτοπαθογόνα που επηρεάζουν τα λαθούρια, έχουν καταγραφεί στα κουκιά, τα πιο ευρέως καλλιεργούμενα και οικονομικά σημαντικά είδη. Περιλαμβάνουν την άκαρι Balaustium vignae των οποίων οι ενήλικες βρίσκονται στα κουκιά, οι potexviruses[Σημ. 7] μωσαϊκοί ιοί Alternanthera (potexviruses), Alternanthera (mosaic virus), οι μωσαϊκοί ιοί του κίτρινου τριφυλλιού (clover yellow mosaic virus), οι μωσαϊκοί ιοί του λευκού τριφυλλιού (white clover mosaic virus) και αρκετά άλλα είδη του ιού, όπως του μωσαϊκού ιού Bidens (Bidens mosaic virus), τον ιό ράβδωσης του καπνού (tobacco streak virus), τον κρυπτικό ιό του βίκου (Vicia cryptic virus) και τον Vicia faba endornavirus.
Τα φυτά που ήσαν τοποθετημένα προγενέστερα στον βίκο (Vicia) περιλαμβάνουν:
Ο Βίκος (Vicia) είναι γένος που περιλαμβάνει περίπου 140 είδη ανθοφόρων φυτών, τα οποία είναι κοινώς γνωστά ως λαθούρια. Ανήκει στη οικογένεια των Κυαμοειδών (Fabaceae). Τα είδη είναι ιθαγενή στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική, τη Νότια Αμερική, την Ασία και την Αφρική. Κάποια άλλα γένη της υποοικογένειάς τους των Ψυχανθών (Faboideae), φέρουν επίσης ονόματα τα οποία περιέχουν το "vetch" ("βίκο"), για παράδειγμα, τα vetchlings (Lathyrus) ή των γαλακτο-λαθουριών (Astragalus). Η κουκιά (Vicia faba), μερικές φορές χωρίζεται στο μονοτυπικό γένος Faba· παρόλο που δεν χρησιμοποιείται συχνά σήμερα, είναι ιστορικής σημασίας στην ταξινόμηση των φυτών, όπως το ομώνυμο της τάξης Fabales, το Fabaceae και τα Faboideae. Η φυλή Vicieae στην οποία τοποθετούνται τα λαθούρια, ονομάζεται μετά από τη σημερινή ονομασία του γένους. Μεταξύ των στενών εν ζωή συγγενών των λαθουριών, είναι οι φακές (Lens) και τα πραγματικά μπιζέλια (Pisum).
Вика[2], лиякс: кснавне[2] (лат. Vicia, руз. Горо́шек, или ви́ка) — вейкеиень ды ламоиень тикшень касовкст Бобань семиястонть (Fabáceae).
Лопат (Vicia americana)
Цецят (Вирень кснавне)
Бобат (Понав кснавне)
Гиш (лат. Vicia) нь 140 орчим зүйл цэцэгт ургамлыг багтаасан буурцагтны овгийн нэгэн төрөл.
Гишийн төрөлд багтдаг ургамлууд:
Гиш (лат. Vicia) нь 140 орчим зүйл цэцэгт ургамлыг багтаасан буурцагтны овгийн нэгэн төрөл.
Жер буурчак (лат. Vicia, L. 1753) – өсүмдүктөрдүн чанактуулар тукумундагы уруусу. Бир, эки жана көп жылдык өсүмдүк. Жер жүзүндө 150дөй (КМШ өлкөлөрүндө 80дей) түрү бар. Эгилме 10 түрү белгилүү. Жаздык жана күздүк жер буурчак кеңири таралган. Жер буурчак – белоктуу, жакшы сиңимдүү тоют. Жаздык жер буурчак (V. Savita L.) КМШ өлкөлөрүнүн токой-талаалуу Европа бөлүгүндө, Сибирь жана Кавказда эгилет. Сабагы ичке, бутактуу, түз өсөт, бийиктиги 40–110 см. Гүлү өзү менен өзү чаңдашат. Мөмөсү 6–10 уруктуу, ромб формасындагы чанак (узундугу 5–7 см). Эгилме жер буурчактын жашыл массасында 5,1% (кургагында 18,1%) протеин, фосфор, кальций, каротин, клетчатка бар. Гектарынан 20 цге чейин дан, 200–250 ц (аба ырайы жакшы жылы 400 цден ашык) жашыл масса алынат. Борбордук Азияда отоо чөп катары да белгилүү. Түшүм жыйналган мезгилде уругу түшүп, күздүк эгин аянттарын булгайт. Жапайы жер буурчак шалбаа, суу жээги, токой, бадал арасы жана башка жерлерде өсөт, баалуу тоют.
Жер буурчак (лат. Vicia, L. 1753) – өсүмдүктөрдүн чанактуулар тукумундагы уруусу. Бир, эки жана көп жылдык өсүмдүк. Жер жүзүндө 150дөй (КМШ өлкөлөрүндө 80дей) түрү бар. Эгилме 10 түрү белгилүү. Жаздык жана күздүк жер буурчак кеңири таралган. Жер буурчак – белоктуу, жакшы сиңимдүү тоют. Жаздык жер буурчак (V. Savita L.) КМШ өлкөлөрүнүн токой-талаалуу Европа бөлүгүндө, Сибирь жана Кавказда эгилет. Сабагы ичке, бутактуу, түз өсөт, бийиктиги 40–110 см. Гүлү өзү менен өзү чаңдашат. Мөмөсү 6–10 уруктуу, ромб формасындагы чанак (узундугу 5–7 см). Эгилме жер буурчактын жашыл массасында 5,1% (кургагында 18,1%) протеин, фосфор, кальций, каротин, клетчатка бар. Гектарынан 20 цге чейин дан, 200–250 ц (аба ырайы жакшы жылы 400 цден ашык) жашыл масса алынат. Борбордук Азияда отоо чөп катары да белгилүү. Түшүм жыйналган мезгилде уругу түшүп, күздүк эгин аянттарын булгайт. Жапайы жер буурчак шалбаа, суу жээги, токой, бадал арасы жана башка жерлерде өсөт, баалуу тоют.
Кәрешкә - кузаклылар гаиләлегенә кергән тезмә яфраклы, уралып торган мыеклы, вак кына ирен чәчәкле үсемлек; шикәрлелеге 70 кг/га.
Кәрешкә (рус. горошек, вика , лат. Vicia)— ҡуҙаҡлылар ғаиләһенә ингән теҙмә япраҡлы, сырмалып торған мыйыҡлы, ваҡ ҡына ирен сәскәле үҫемлек; теҙмә япраҡлы, сырмалып торған мыйыҡлы, ваҡ ҡына ирен сәскәле ҡуҙаҡлы үлән[2]; ҡуҙаҡлы мал аҙығы үҫемлеге[3]; ҡуҙаҡлылар ғаиләһенә ингән теҙмә япраҡлы, сырмалып торған мыйыҡлы, ваҡ ҡына ирен сәскәле үҫемлек; бал ҡорттары уның татын яратып йыя; шәкәрлелеге 70 кг/га[4].
120 төрө билдәле.
Тамыр системаһы үҙәкле, азот туплаусы бүлбеләре бар. Ботаҡтары нәҙәк, 1 метрға тиклем оҙонлыкта, япраҡтары пар ҡаурый һамаҡ, 4-10 пар япраҡсыҡ һәм икегә айырылған мыйыҡсалы. Япраҡ ҡыуышлығында сәскәләре 1-3 әр була, үҙенән һеркәләнә, таждары төрлө төҫтә - аҡһыл шәмәхә, ҡуйы ҡыҙыл, алһыу, аҡ. Емеше − 4-10 яҫы орлоҡло ҡуҙаҡ, 1000 орлоҡтоң авырлыгы 50-60 г. Мал аҙығы үҫемлеге, еңел үҙләштерелә торған йәшел масса һәм 35%-ҡа тиклем аҡһымлы бөртөк бирә. Бесән, сенаж, үлән оно булараҡ ҡулланыла; һаламы һәм кәбәге лә мал аҙығы итеп файҙаланыла.
Кәрешкә көн яҡтылығы оҙон ваҡытта үҫә, тупраҡҡа һәм йылылыҡка талапсан түгел, дым ярата. Ҡоро йылдарҙа уңышы кәмей. Тупраҡ шарттарын яҡшыртҡанда: ашлама, известь кереткәндә, тупраҡты тирән эшкәрткәндә, һыу режимын көйләгәндә яҡшыраҡ үҫә. Күп осраҡта һоло һ.б. мал аҙығы культуралары ҡатнашында үҫтерелә. Ашламалар (яртылаш серегән йә иһә тулыһынса серегән тиреҫ, минераль ашламалар) 1 гектарҙан 30-35 т йәшел масса йә иһә 2,5-3 т бөртөк алыу маҡсаты ҡуйып керетелә. Кәрешкәнең 1 т йәшел массаһы тупраҡтан 3,5-4 кг азот (ҡатнашмалағы культуралар нисбәтенә бәйле), 1-1,3 кг Р2О5, 3-4 кг К2О үзләштерә, 1 т бөртөк, тиңдәшле рәүештә, 60-65, 15-20 һәм 15-20 кг.
Кәрешкә - кузаклылар гаиләлегенә кергән тезмә яфраклы, уралып торган мыеклы, вак кына ирен чәчәкле үсемлек; шикәрлелеге 70 кг/га.
↑ Линней К. Genera plantarum eorumque characteres naturales, secundum numerum figuram, situm, & proportionem omnium fructificationis partium — 5 — Стокһолм: 1754. — doi:10.5962/BHL.TITLE.746 Линней К. Species Plantarum: Exhibentes plantas rite cognitas ad genera relatas — 1753. ↑ Snak C., Vatanparast M., Nevado B. et al. A new subfamily classification of the Leguminosae based on a taxonomically comprehensive phylogeny – The Legume Phylogeny Working Group (LPWG) // Taxon — International Association for Plant Taxonomy, 2017. — ISSN 0040-0262 — doi:10.12705/661.3 АКШ авыл хуҗалыгы министрлыгының үсемлекләр базасы Nederlands Soortenregister GRIN үсемлекләр таксономиясеХъæдурхос (лат. Vicia, уырыс. Вика кæнæ горошек) у, хъæдурхуызты бинонтæм чи хауы, ахæм зайæгойты мыггаг.
Хъæдурхос (лат. Vicia, уырыс. Вика кæнæ горошек) у, хъæдурхуызты бинонтæм чи хауы, ахæм зайæгойты мыггаг.