Η χαλέπιος πεύκη ή κοινό πεύκο (επιστ. Pinus halepensis - Πεύκη η χαλέπιος) είναι ένα είδος πεύκου που ευδοκιμεί στη Μεσόγειο[2]. Απατάνται στο Μαρόκο, την Ισπανία, τη νότια Γαλλία, την Ιταλία και την Κροατία, την Ελλάδα, την Τυνησία και τη Λιβύη και υπάρχει επίσης ένας πληθυσμός στη Συρία, το Λίβανο, το Ισραήλ και τη νότια Τουρκία, όπου και περιγράφηκε αρχικά το είδος. Στην Ελλάδα βρίσκεται στην Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα, Κρήτη, Εύβοια, στα νησιά του Αιγαίου, στη Χαλκιδική και στα νησιά του Ιονίου, σχηματίζοντας δάση. Αναπτύσσεται σε χαμηλό υψόμετρο, μέχρι τα 1.000 μέτρα. Προτιμά τις ξερές και ζεστές περιοχές και τα ασβεστολιθικά εδάφη που δεν συγκρατούν υγρασία.[3]
Η χαλέπιος πεύκη αποτελεί το κυρίαρχο είδος πεύκης της δυτικής και κεντρικής ζώνης των παραλίων της Μεσογείου. Μαζί με το συγγενικό είδος της τραχείας πεύκης (Pinus brutia Ten.), που την αντικαθιστά στην ανατολική ζώνη, συγκροτούν τα Μεσογειακά πευκοδάση, τα πιο σημαντικά δασικά οικοσυστήματα της Μεσογείου. Στην Ελλάδα, τα δάση χαλεπίου πεύκης αποτελούν το 11% των συνολικών δασών, καλύπτοντας έκταση 370.000 εκταρίων, μια έκταση που δεν παραμένει σταθερή λόγω των δασικών πυρκαγιών και της φυσικής αναγέννησης των πευκοδασών μέσα από αυτή.[4]
Είναι μικρό προς μεσαίο δέντρο με ύψος 15 με 30 μέτρα και διάμετρο κορμού που φτάνει τα 60 εκατοστά και σε σπάνιες περιπτώσεις μέχρι το ένα μέτρο. Οι βελόνες είναι πολύ λεπτές, έχουν μήκος μέχρι 15 εκατοστά και έχουν ένα χαρακτηριστικό κιτρινωπό πράσινο χρώμα. Οι βελόνες αναπτύσσονται ανά δυο σε βραχυκλάδια[5]. Οι κώνοι είναι στενοί και αρχικά πράσινοι, ενώ όταν ωριμάσουν ύστερα από περίπου δύο χρόνια είναι καφεκόκκινοι. Στη συνέχεια ανοίγουν σιγά για τα επόμενα χρόνια, μια διαδικασία που επιταχύνεται με την έκθεση σε θερμότητα, όπως σε μία δασική πυρκαγιά. Οι σπόροι παρασύρονται από τον αέρα.[6]
Η χαλέπιος πεύκη, όπως άλλωστε όλα σχεδόν τα είδη πεύκου, είναι υποχρεωτικά σπερματοαναγεννητικό φυτό (δεν διαθέτει δηλαδή την ικανότητα της αναβλάστησης) αντίθετα με αρκετά είδη φρυγάνων. Το γεγονός αυτό παρατηρήθηκε για πρώτη φορά από τον Θεόφραστο. Οι κώνοι και τα σπέρματα ωριμάζουν στην αρχή του καλοκαιριού, ανοίγουν πάνω στο δέντρο και τα σπέρματα διασπείρονται γρήγορα και συχνά σε σημαντικές αποστάσεις χάρη στα πτερύγια που διαθέτουν (φαινόμενο ανεμοχωρίας). Υπολογίζεται ότι ένα ώριμο δέντρο χαλεπίου πεύκης παράγει αρκετές χιλιάδες σπέρματα κάθε χρόνο. Όμως, αρκετά από αυτά δεν απελευθερώνονται και παραμένουν κλειστά πάνω στο δέντρο για αρκετά μεγάλα χρονικά διαστήματα, μπορεί και περισσότερο από 10 χρόνια. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής, που ονομάζεται βραδυχωρία, είναι η δημιουργία μιας υπέργειας τράπεζας από σπέρματα διαφορετικών ηλικιών.[4]
Το άνοιγμα των κώνων, απουσία της φωτιάς, γίνεται με μηχανικό τρόπο κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (και μάλιστα τους πρώτους μήνες του), μετά από παρατεταμένης διάρκειας υψηλές θερμοκρασίες και χαμηλή σχετική υγρασία αέρα. Παρόμοιες συνθήκες, αλλά σαφώς πιο ακραίες, κυριαρχούν και κατά τη διάρκεια της φωτιάς. Τα σπέρματα των πεύκων που βρίσκονται μέσα στη στρωμνή ή κοντά στην επιφάνεια του εδάφους απανθρακώνονται από τη φωτιά. Συνεπώς, υπεύθυνα για τη μεταπυρική αναγέννηση και την επιτυχή επανίδρυση του πευκοδάσους μετά τη φωτιά είναι αποκλειστικά τα σπέρματα της υπέργειας τράπεζας που παραμένουν ‘εν αναμονή’ σε κλειστούς κώνους διαφόρων ηλικιών και συσσωρεύονται στα ενήλικα άτομα με την πάροδο του χρόνου. Οι υψηλές θερμοκρασίες της πυρκαγιάς προκαλούν άμεση διάνοιξη των κλειστών κώνων και την απελευθέρωση των σπερμάτων. Η φύτρωση των σπερμάτων αυτών αρχίζει λίγο μετά την έναρξη της επόμενης βροχερής περιόδου (Οκτώβριος-Δεκέμβριος) και ολοκληρώνεται συνήθως πριν από το χειμώνα. Ο επόμενος χρόνος θεωρείται ότι είναι ο πιο κρίσιμος από πλευράς ανανέωσης του πευκοδάσους, αφού πολλά δενδρύλια πεθαίνουν στον πρώτο χειμώνα ή καλοκαίρι. Τα δέντρα που θα επιβιώσουν πρακτικά θα αποτελέσουν το μελλοντικό δάσος. Θεωρείται ότι για να γίνει ένα πευκοδάσος πάλι ώριμο χρειάζεται να περάσουν 15 με 30 χρόνια από τη πρώτη πυρκαγιά.[4]
Η χαλέπιος πεύκη είναι συγγενικό είδος με την τραχεία, τη θαλάσσια και την κανάρια πεύκη, με τις οποίες μοιράζεται αρκετά κοινά χαρακτηριστικά. Μερικοί συγγραφείς κατατάσσουν την τραχεία πεύκη ως υπόειδος της χαλεπίου πεύκης ως Pinus halepensis subsp. brutia,[7] αν και γενικά θεωρείται ξεχωριστό είδος.[8] Είναι χαρακτηριστικό ότι τα δύο δέντρα έχουν διακριτή γεωγραφική κατανομή, με την Ελλάδα να είναι η μόνη χώρα στην οποία υπάρχουν και τα δύο είδη. Αν και τα οικοσυστήματα στα οποία τα δύο δέντρα αναπτύσσονται έχουν πολλά κοινά στοιχεία, η χαλέπιος πεύκη μπορεί να επιζήσει σε ξηρότερες, άρα και πιο δυσμενείς, συνθήκες.
Από το δέντρο αυτό συλλέγεται το ρετσίνι, που προστίθεται στο κρασί για τη δημιουργία της γνωστής ρετσίνας. Το ξύλο του είναι μέτριας ποιότητας, αλλά χρησιμοποιείται για ξυλεία, ιδίως στο Μαρόκο και την Αλγερία. Ο βλαστός του χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία.[3] Το δέντρο αυτό είναι σημαντικό για την μελισσοκομία στην περιοχή της Μεσογείου για την παραγωγή μελιού.
|puplisher=
ignored (βοήθεια) Η χαλέπιος πεύκη ή κοινό πεύκο (επιστ. Pinus halepensis - Πεύκη η χαλέπιος) είναι ένα είδος πεύκου που ευδοκιμεί στη Μεσόγειο. Απατάνται στο Μαρόκο, την Ισπανία, τη νότια Γαλλία, την Ιταλία και την Κροατία, την Ελλάδα, την Τυνησία και τη Λιβύη και υπάρχει επίσης ένας πληθυσμός στη Συρία, το Λίβανο, το Ισραήλ και τη νότια Τουρκία, όπου και περιγράφηκε αρχικά το είδος. Στην Ελλάδα βρίσκεται στην Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα, Κρήτη, Εύβοια, στα νησιά του Αιγαίου, στη Χαλκιδική και στα νησιά του Ιονίου, σχηματίζοντας δάση. Αναπτύσσεται σε χαμηλό υψόμετρο, μέχρι τα 1.000 μέτρα. Προτιμά τις ξερές και ζεστές περιοχές και τα ασβεστολιθικά εδάφη που δεν συγκρατούν υγρασία.
Η χαλέπιος πεύκη αποτελεί το κυρίαρχο είδος πεύκης της δυτικής και κεντρικής ζώνης των παραλίων της Μεσογείου. Μαζί με το συγγενικό είδος της τραχείας πεύκης (Pinus brutia Ten.), που την αντικαθιστά στην ανατολική ζώνη, συγκροτούν τα Μεσογειακά πευκοδάση, τα πιο σημαντικά δασικά οικοσυστήματα της Μεσογείου. Στην Ελλάδα, τα δάση χαλεπίου πεύκης αποτελούν το 11% των συνολικών δασών, καλύπτοντας έκταση 370.000 εκταρίων, μια έκταση που δεν παραμένει σταθερή λόγω των δασικών πυρκαγιών και της φυσικής αναγέννησης των πευκοδασών μέσα από αυτή.