Η Σάλβια η ισπανική (Salvia hispanica), κοινώς γνωστή ως τσία ή κία (chia), είναι ένα είδος ανθοφόρου φυτού στην οικογένεια μέντα των Χειλανθών (Lamiaceae), εγγενές στο κεντρικό και νότιο Μεξικό και τη Γουατεμάλα.[2] O Κώδικας Μεντόζα (Codex Mendoza)[Σημ. 1] του δέκατου έκτου αιώνα, παρέχει αποδεικτικά στοιχεία ότι καλλιεργούνταν από τους Μάγια και τους Αζτέκους[3] στην προ-Κολομβιανή εποχή και οι ιστορικοί της οικονομίας λένε ότι μπορεί να ήταν το ίδιο σημαντικό ως καλλιεργούμενο τρόφιμο, όπως και ο αραβόσιτος. Είχε δοθεί ως ετήσιος φόρος από τον λαό προς τους άρχοντες, σε 21 από τα 38 επαρχιακά συμβούλια των Αζτέκων.[4] Οι σπόροι κία (chia) χρησίμευαν ως βασική τροφή στον πολιτισμό των Νάουατλ (Αζτέκων) στο Κεντρικό Μεξικό. Ιησουίτες χρονικογράφοι τοποθέτησαν το τσία (chia) ως την τρίτη πιο σημαντική καλλιέργεια στον πολιτισμό των Αζτέκων, μετά το καλαμπόκι, τα φασόλια και προ του αμάραντου. Οι προσφορές προς τους Αζτέκους ιερείς, συχνά ήταν σε κία (chia).[4]
Τριμμένοι ή ολόκληροι, οι σπόροι τσία (chia) εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στην Παραγουάη, τη Βολιβία, την Αργεντινή, το Μεξικό και τη Γουατεμάλα για θρεπτικά ποτά και στα τρόφιμα.[5][6] Σήμερα, το κία (chia) καλλιεργείται και καταναλώνεται εμπορικά σε μικρή κλίμακα στην προγονική του πατρίδα, στο κεντρικό Μεξικό και τη Γουατεμάλα, ενώ, καλλιεργείται εμπορικά στην Αργεντινή, Βολιβία, Ισημερινό, Εκουαδόρ, Νικαράγουα και την Αυστραλία.[Σημ. 2][7]
Η λέξη «τσία» («chia») προέρχεται από τη λέξη «chian», από τη γλώσσα των Νάουατλ και που σημαίνει λιπαρό.[1]
Η Σάλβια η ισπανική (S. hispanica) είναι ένα από τα δύο φυτά που είναι γνωστή ως «τσία» ή «κία» («chia»)· και η Salvia columbariae που είναι κοινώς γνωστή ως «χρυσή τσία».
Το τσία (chia) είναι ένα ετήσιο (annual) [Σημ. 3] βότανο που μεγαλώνει σε ύψος έως 1,75 μέτρα (5,7 πόδια), με αντίθετα φύλλα που έχουν μήκος 4-8 cm (1,6–3,1 in) και πλάτος 3-5 cm (1,2–2,0 in). Τα άνθη του είναι μοβ ή λευκά και παράγονται σε πολλές συστάδες σε μια ακίδα στο άκρο του κάθε στελέχους.[8] Το κία (chia) φύεται στις ζώνες ανθεκτικότητας 9-12 του USDA.[Σημ. 4] Πολλά φυτά που καλλιεργούνται ως S. hispanica στην πραγματικότητα είναι Salvia lavandulifolia.[9]
Το τσία (chia) καλλιεργείται για εμπορικούς σκοπούς, για το σπόρο του, μια τροφή πλούσια σε ωμέγα-3 λιπαρά οξέα, δεδομένου ότι οι σπόροι αποδίδουν 25-30% εκχυλίσιμα έλαια, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται α-λινολενικό οξύ. Η σύνθεση του λίπους του ελαίου, μπορεί να είναι 55% ω-3, 18% ω-6, 6% ω-9 και 10% κορεσμένα λιπαρά.[10]
Συνήθως, οι σπόροι κία (chia) είναι μικροί, οβάλ, με διάμετρο περίπου 1 mm (0,039 in). Είναι διάστικτοι με χρώμα καφέ, γκρι, μαύρο και λευκό. Οι σπόροι είναι υδρόφιλοι, απορροφώντας όταν εμποτιστούν 9[11] έως και 12 φορές το βάρος τους σε υγρό. Κατά τον εμποτισμό τους, οι σπόροι αναπτύσσουν μια κολλώδη επίστρωση, η οποία δίνει στα ποτά με βάση το τσία (chia), μια διακριτική υφή γέλης.
Το κία (chia ή chian ή chien), έχει ως επί το πλείστον αναγνωριστεί ως Salvia hispanica L.
Νέες κατοχυρωμένες -με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας- ποικιλίες τσία (chia), έχουν αναπτυχθεί στο Κεντάκι, για την καλλιέργεια στα βόρεια γεωγραφικά πλάτη των Ηνωμένων Πολιτειών.[12]
Μια μερίδα σπόρων τσία (chia) των 100 γραμμαρίων είναι μια πλούσια πηγή βιταμινών Β, θειαμίνης και νιασίνης (54% και 59%, αντίστοιχα, της Ημερήσιας Αξίας (ΗΑ (DV)) και μια καλή πηγή των βιταμινών Β, ριβοφλαβίνης και φυλλικού οξέος (14% και 12%, αντίστοιχα). Η ίδια ποσότητα των σπόρων τσία (chia) είναι επίσης μια πλούσια πηγή (48–130% DV) διαιτητικών μετάλλων ασβεστίου, σιδήρου, μαγνησίου, μαγγανίου, φωσφόρου και ψευδαργύρου (περισσότερο από 20% DV) (βλ. σχετ. πίνακα).
Οι σπόροι κία (chia) μπορούν να προστεθούν σε άλλα τρόφιμα ως γαρνιτούρα ή να τοποθετηθούν σε smoothies, δημητριακά πρωινού, μπάρες ενέργειας, μπάρες δημητριακών, γιαούρτια, tortillas και ψωμιά. Το 2009, η Ευρωπαϊκή Ένωση ενέκρινε τους σπόρους τσία (chia) ως νέο τρόφιμο, επιτρέποντας το τσία (chia) να είναι το 5% από τη συνολική ύλη των προϊόντων άρτου.[13]
Οι σπόροι κία (chia) (tokhm-e-sharbatī, που σημαίνει: «το αφέψημα του σπόρου» χρησιμοποιούνται στο Ιράν για την προετοιμασία ενός sharbat (κρύο αφέψημα). Επίσης, μπορούν να γίνουν σε μια σαν-γέλη ουσία ή καταναλώνονται ωμοί.[14][15][16][17]
Η γέλη από τους τριμμένους σπόρους, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αντικαταστήσει έως και το 25% της περιεκτικότητας των κέικ σε αυγό και λάδι, ενώ, παρέχει και άλλα θρεπτικά συστατικά.[18]
Αν και η προκαταρκτική έρευνα δείχνει πιθανά οφέλη για την υγεία από την κατανάλωση των σπόρων τσία (chia), αυτή η εργασία παραμένει κατακερματισμένη και ασαφής.[19] Σε μια συστηματική ανασκόπηση του 2015, στις περισσότερες από τις μελέτες, δεν προκύπτει στατιστικά, σημαντική επίδραση στην κατανάλωση των σπόρων κία (chia) από τους ανθρώπους, σε παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου.[20]
Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν στοιχεία που να δείχνουν ότι η κατανάλωση των σπόρων τσία (chia) έχει αρνητικές επιπτώσεις ή ότι αλληλεπιδρά με τα συνταγογραφούμενα φάρμακα.[19]
Η S. hispanica περιγράφεται και εικονογραφείται στους Κώδικες Μεντόζα (Mendoza Codex) και Φλωρεντίας (Florentine Codex),[Σημ. 5] του δέκατου έκτου αιώνα κώδικες Αζτέκων[Σημ. 6] οι οποίοι δημιουργήθηκαν μεταξύ 1540 και 1585. Και οι δυο κώδικες περιγράφουν και απεικονίζουν τη S. hispanica και τη χρήση της από τους Αζτέκους. Ο Κώδικας Μεντόζα (Mendoza Codex) υποδεικνύει ότι το φυτό καλλιεργείτο ευρύτατα και είχε δοθεί ως ετήσιος φόρος υποτελείας από τον λαό προς τους άρχοντες, σε 21 από τα 38 επαρχιακά συμβούλια των Αζτέκων. Οι ιστορικοί της οικονομίας λένε ότι μπορεί να ήταν το ίδιο σημαντικοί ως καλλιεργούμενο τρόφιμο, όπως και ο αραβόσιτος.[4]
Οι Αζτέκοι φύλασσαν αρχεία από τη Matrícula de Tributos του Κώδικα Μεντόζα (Mendoza Codex) και της Matricula de Huexotzinco (1560)—μαζί με τις αποικιακές εκθέσεις καλλιέργειας και τις γλωσσικές σπουδές—αναλύοντας την γεωγραφική θέση των φόρων υποτελείας και παρέχοντας κάποια γεωγραφική εξειδικεύοντας τις κυριότερες περιοχές όπου αναπτύσσεται η S. hispanica. Οι περισσότερες από τις επαρχίες, αναπτύσσουν το φυτό, εκτός από τις πεδινές παράκτιες τροπικές περιοχές καθώς και τις περιοχές με έρημο. Η παραδοσιακή περιοχή της καλλιέργειας ήταν σε μια ξεχωριστή περιοχή που κάλυπτε τμήματα του βόρειου-κεντρικού Μεξικού, νοτίως της Νικαράγουα. Ένας δεύτερος και ξεχωριστός χώρος καλλιέργειας, προφανώς προ-Κολομβιανός, ήταν στη νότια Ονδούρα και τη Νικαράγουα.[21]
Η αυξανόμενη διάρκεια του κύκλου των τσία (chia), ποικίλει βασιζόμενη στην τοποθεσία και επηρεάζεται από το υψόμετρο.[22] Για τις παραγωγικές τοποθεσίες οι οποίες βρίσκονται στα διαφορετικά οικοσυστήματα της Αργεντινής, Βολιβίας και Ισημερινού, οι κύκλοι ανάπτυξης βρίσκονται μεταξύ διάρκειας 100–150 ημερών.[23] Ως εκ τούτου, οι εμπορικοί τομείς παραγωγής βρίσκονται στην περιοχή του υψομέτρου των 8–2200 m σε μια ποικιλία οικοσυστημάτων που κυμαίνονται από την τροπική παράκτια έρημο, στο τροπικό δάσος βροχής και τις ξηρές εσωτερικές κοιλάδες των Άνδεων.[23] Στη βορειοδυτική Αργεντινή, το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την καλλιέργεια μέχρι τη συγκομιδή, είναι 120–180 ημέρες, για αγρούς που βρίσκονται σε υψόμετρο από 900–1500 m.[24]
Η S. hispanica είναι ένα σύντομης διάρκειας ανθοφόρο φυτό,[25] υποδεικνύοντας φωτοπεριοδική ευαισθησία και έλλειψη φωτοπεριοδικής μεταβλητότητας στις παραδοσιακές ποικιλίες, έχει περιορισμένη εμπορική χρήση των σπόρων κία (chia), στα τροπικά και υποτροπικά γεωγραφικά πλάτη έως το 2012.[26] Τώρα, παραδοσιακές οικόσιτες γραμμές της S. hispanica, μπορούν να καλλιεργηθούν στις εύκρατες ζώνες, σε υψηλότερα γεωγραφικά πλάτη στις Ηνωμένες Πολιτείες.[25] Στην Αριζόνα ή το Κεντάκυ, η ωρίμανση των σπόρων από παραδοσιακές καλλιεργούμενες ποικιλίες τσία (chia), διακόπτεται από τον παγετό πριν ή μετά την εμφάνιση του άνθους, εμποδίζοντας τη συγκομιδή των σπόρων.[25] Ωστόσο, οι πρόοδοι στην αναπαραγωγή των φυτών κατά τη διάρκεια του 2012, οδήγησε στην ανάπτυξη νέων πρώιμης ανθοφορίας τσία (chia) γονότυπων, αποδεικνύοντας ότι υπάρχουν υψηλότερες αποδόσεις στο Κεντάκι.[26]
Η απόδοση των σπόρων, ποικίλλει ανάλογα με τις ποικιλίες, τον τρόπο καλλιέργειας και τις συνθήκες καλλιέργειας ανά γεωγραφική περιοχή. Για παράδειγμα, σε εμπορικούς αγρούς στην Αργεντινή και την Κολομβία, η απόδοση διαφέρει και κυμαίνεται από 450 έως 1.250 kg/ha.[24][27] Μια μικρής κλίμακας μελέτη σε τρεις ποικιλίες που καλλιεργήθηκαν στις εσωτερικές κοιλάδες των Άνδεων του Ισημερινού, παρήγαγαν αποδόσεις έως και 2.300 kg/ha, υποδεικνύοντας ότι το ευνοϊκό περιβάλλον ανάπτυξης και η ποικιλία, αλληλεπίδρασαν στην παραγωγή τόσο υψηλών αποδόσεων.[22] Το γονότυπο έχει μεγαλύτερη επίδραση στην απόδοση από την περιεκτικότητα στην πρωτεΐνη, περιεκτικότητα σε έλαια, λιπαρά οξέα ή φαινολικές ενώσεις, ενώ η υψηλή θερμοκρασία μειώνει την περιεκτικότητα σε έλαιο και το βαθμό ακορεστότητας και αυξάνει την περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη.[22]
Η καλλιέργεια της S. hispanica απαιτεί ελαφρά έως μέτρια αργιλώδη ή αμμώδη εδάφη.[28] Το φυτό προτιμά καλά στραγγιζόμενα, μέτρια εύφορα εδάφη, αλλά δύναται να ανταπεξέλθει όξινα εδάφη και μέτρια ανομβρία.[26][28] Οι σπόροι τσία (chia), που έχουν σπαρεί, χρειάζονται υγρασία για την δημιουργία τους σε δενδρύλλιο, ενώ το ώριμο φυτό τσία (chia) δεν ανέχεται υγρά εδάφη κατά τη διάρκεια της βλάστησης.[26]
Οι παραδοσιακές τεχνικές καλλιέργειας της S. hispanica περιλαμβάνουν την προετοιμασία του εδάφους, με την αναστάτωση και τη χαλάρωση, ακολουθούμενη από τη μετάδοση των σπόρων.[29] Στη μοντέρνα εμπορική παραγωγή, συνήθως ακολουθείαται ένας τυπικός ρυθμός σποράς των 6 kg/ha και μια απόσταση των σειρών ανά 0.7–0.8 m.[24]
Η S. hispanica είναι δυνατόν να καλλιεργηθεί υπό χαμηλών εισροών λιπασμάτων, χρησιμοποιώντας 100 kg αζώτου ανά εκτάριο ή σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν χρησιμοποιείται λίπασμα.[25][27]
Η συχνότητα ύδρευσης στα κτήματα παραγωγής τσία (chia), δύναται να ποικίλει από κανένα έως οκτώ ποτίσματα ανά καλλιεργητική εποχή, που εξαρτάται από τις κλιματικές συνθήκες και τη βροχόπτωση.[27]
Το ευρύ φάσμα των άγριων και καλλιεργούμενων ποικιλιών της S. hispanica, βασίζεται στο μέγεθος των σπόρων, το θρυμματισμό των σπόρων και στο χρώμα των σπόρων.[30][31] Το βάρος του σπόρου και το χρώμα, έχουν υψηλή κληρονομικότητα, με ένα απλό υπολειπόμενο γονίδιο υπεύθυνο για το λευκό χρώμα.[31]
Επί του παρόντος, δεν υπάρχουν σημαντικά παράσιτα ή ασθένειες που να επηρεάζουν την παραγωγή κία (chia).[28] Τα αιθέρια έλαια στα φύλλα κία (chia), έχουν εντομοαπωθητικές ιδιότητες, καθιστώντας το, κατάλληλο για βιολογική καλλιέργεια.[26] Μολύνσεις από ιούς, όμως, πιθανόν απαντώνται μεταδιδόμενες από τις λευκές μύγες.[32] Τα ζιζάνια μπορεί να παρουσιάσουν πρόβλημα στην πρώιμη ανάπτυξη της καλλιέργειας των τσία (chia), έως ότου κλείσει ο θόλος τους, αλλά επειδή το κία (chia) είναι ευαίσθητο στα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα ζιζανιοκτόνα, προτιμάται ο μηχανικός έλεγχος των ζιζανίων .[26]
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 στις Ηνωμένες Πολιτείες, το πρώτο μεγάλο κύμα στις πωλήσεις των σπόρων τσία (chia) ήταν συνυφασμένο με τα κατοικίδιο τσία (chia pets).[Σημ. 7] Αυτά τα «κατοικίδια ζώα» έρχονται με τη μορφή αργιλώδους σχήματος και χρησιμεύουν ως βάση για μια κολλώδη πάστα από σπόρους τσία (chia)· εν συνεχεία, τα στοιχεία ποτίζονται και οι σπόροι φυτρώνουν σε μια μορφή η οποία υποδηλώνει μια γούνα που καλύπτει το ειδώλιο. Σε ένα χρόνο πωλούνται στις ΗΠΑ 500.000 περίπου κατοικίδια ζώα κία (chia pets), ως καινοτομίες ή οικιακά φυτά.[33]
Μελέτες έχουν δείξει ότι η προσθήκη σπόρων τσία (chia) στην ζωοτροφή των κοτόπουλων μπορεί να βελτιώσει την θρεπτική αξία των προϊόντων του κοτόπουλου με την αύξηση της περιεκτικότητας σε ωμέγα-3 και μειώνοντας την περιεκτικότητα σε χοληστερόλη του κρέατος και των αυγών.[34] Σήμερα, οι σπόροι κία (chia) καλλιεργούνται για τις πολύτιμες ιδιότητές τους ως συνδετικό υλικό σε βιομηχανικές ενώσεις, όπως βερνίκια, χρώματα και καλλυντικά.[35]
Η Σάλβια η ισπανική (Salvia hispanica), κοινώς γνωστή ως τσία ή κία (chia), είναι ένα είδος ανθοφόρου φυτού στην οικογένεια μέντα των Χειλανθών (Lamiaceae), εγγενές στο κεντρικό και νότιο Μεξικό και τη Γουατεμάλα. O Κώδικας Μεντόζα (Codex Mendoza) του δέκατου έκτου αιώνα, παρέχει αποδεικτικά στοιχεία ότι καλλιεργούνταν από τους Μάγια και τους Αζτέκους στην προ-Κολομβιανή εποχή και οι ιστορικοί της οικονομίας λένε ότι μπορεί να ήταν το ίδιο σημαντικό ως καλλιεργούμενο τρόφιμο, όπως και ο αραβόσιτος. Είχε δοθεί ως ετήσιος φόρος από τον λαό προς τους άρχοντες, σε 21 από τα 38 επαρχιακά συμβούλια των Αζτέκων. Οι σπόροι κία (chia) χρησίμευαν ως βασική τροφή στον πολιτισμό των Νάουατλ (Αζτέκων) στο Κεντρικό Μεξικό. Ιησουίτες χρονικογράφοι τοποθέτησαν το τσία (chia) ως την τρίτη πιο σημαντική καλλιέργεια στον πολιτισμό των Αζτέκων, μετά το καλαμπόκι, τα φασόλια και προ του αμάραντου. Οι προσφορές προς τους Αζτέκους ιερείς, συχνά ήταν σε κία (chia).
Τριμμένοι ή ολόκληροι, οι σπόροι τσία (chia) εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται στην Παραγουάη, τη Βολιβία, την Αργεντινή, το Μεξικό και τη Γουατεμάλα για θρεπτικά ποτά και στα τρόφιμα. Σήμερα, το κία (chia) καλλιεργείται και καταναλώνεται εμπορικά σε μικρή κλίμακα στην προγονική του πατρίδα, στο κεντρικό Μεξικό και τη Γουατεμάλα, ενώ, καλλιεργείται εμπορικά στην Αργεντινή, Βολιβία, Ισημερινό, Εκουαδόρ, Νικαράγουα και την Αυστραλία.