Lithophaga ist eine Gattung mittelgroßer Muscheln aus der Familie der Miesmuscheln (Mytilidae). Sie bohren in kalkigen Hartsubstraten.
Die Gehäuse sind meist länglich und schmal, mit mehr oder weniger parallelen oder leicht nach hinten zusammen laufenden Dorsal- und Ventralrändern. Die Ränder des Gehäuses sind glatt. Der Wirbel sitzt nahe dem Vorderende. Die Gehäuse werden etwa 3 bis 7 cm lang. Die Oberfläche ist weitgehend glatt mit mehr oder weniger deutlichen Anwachsstreifen, oder auch mit vertikalen Streifen. Das außen gelegene Ligament ist tief eingesenkt. Die Farbe variiert von hellbraun bis dunkelbraun, fast schwarz. Der Schlossrand ist im Allgemeinen glatt.
Die Arten der Gattung kommen weltweit in wärmeren Meeren vor. Die Tiere bohren mithilfe eines Pallialdrüsensekrets in Stein oder lebenden oder toten Korallen, daher auch der wissenschaftliche Name Lithophaga, welcher „Steinfresser“ bedeutet.
Das Taxon Lithophaga wurde bereits 1798 von Peter Friedrich Röding aufgestellt.[1] Typusart ist Mytilus lithophaga Linné, 1758.
Lithophaga ist eine Gattung mittelgroßer Muscheln aus der Familie der Miesmuscheln (Mytilidae). Sie bohren in kalkigen Hartsubstraten.
Ο λιθοδόμος (λέγεται και λιθοφάγος[1] και πετροσωλήνας) (επιστημονική ονομασία: Lithodomus lithofagus) είναι δίθυρο μαλάκιο της τάξης των Δυσοδόντων, πολύ διαδεδομένο στις ελληνικές παραλίες. Είναι εδώδιμο όπως τα μύδια. Η εμφάνισή του στη Γη υπολογίζεται στα 350.000.000 χρόνια πριν, δηλαδή κατά τη Λιθανθρακοφόρο Περίοδο. Σήμερα ζει σε όλες τις εύκρατες και ζεστές θάλασσες.
Ο λιθοδόμος ανήκει στην ίδια οικογένεια (Μυτιλίδες) με τα μύδια. Επίσης, στα πρώτα χρόνια της ζωής τους, ζουν όπως οι συγγενείς τους, προσκολλημένοι στα βράχια. Έπειτα όμως σκάβουν τρύπες σε σχήμα κυλίνδρου στο εσωτερικό της πέτρας. Σε πολλά μέρη του κόσμου μπορεί κανείς να συναντήσει τέτοιες τρύπες και αυτό αποδεικνύει ότι στο μέρος εκείνο κάποτε υπήρχε βυθός θάλασσας. Στη χώρα μας τέτοια σημάδια από τα μαλάκια αυτά είναι πολύ συχνά στους δρόμους από το Φάληρο ως την Καστέλλα, όπως και στο δρόμο από Αθήνα προς Κόρινθο, καθώς και στις υπώρειες του Παρνασσού.
Υπάρχουν αρκετά είδη λιθοδόμων. Το πιο κοινό από αυτά είναι ο Λιθοδόμος ο λιθοφάγος (Lithodomus lithofagus) "Πετροσωλήνας", ο οποίος περικλείεται σε δύο ίδια όστρακα μεγάλου μήκους. Πολλές φορές ονομάζεται και «χουρμάς της θάλασσας», επειδή τα όστρακα στα οποία κλείνεται έχουν το χρώμα του χουρμά. Σύμφωνα με το Τμήμα Ωκεανογραφίας και Θαλάσσιων Βιοεπιστημών της Σχολής Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου[2], ο πετροσωλήνας είναι δίθυρο μαλάκιο που ζει μέσα στα βράχια διαβρώνοντας τον ασβεστόλιθο και δημιουργώντας ένα θαλάμι όπου παραμένει για όλη τη διάρκεια της ζωής του. Είναι ένας οργανισμός με πολύ αργή αύξηση, με διάρκεια ζωής που μπορεί να ξεπεράσει τα 50 χρόνια. Οι πετροσωλήνες προστατεύονται από την ευρωπαϊκή και εθνική νομοθεσία, αφενός γιατί λόγω των αργών ρυθμών αύξησης η αλιεία τους δεν είναι βιώσιμη, αφετέρου γιατί η αλιεία τους είναι εξαιρετικά καταστρεπτική, καθώς οι αλιείς σπάνε τα βράχια νεκρώνοντας τις βενθικές βιοκοινωνίες και απογυμνώνοντάς τα. Η αποκατάσταση των κατεστραμμένων βραχωδών περιοχών είναι πολύ αργή, ενώ σε συνδυασμό με την υπεραλίευση και την έντονη βόσκηση από αχινούς, σε πολλές περιπτώσεις το οικοσύστημα δεν επανέρχεται αλλά παραμένει υποβαθμισμένο. Παρά το ότι η αλιεία και εμπορία των πετροσωλήνων είναι παράνομη, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας συνεχίζεται με καταστρεπτικές συνέπειες για τα οικοσυστήματα των βραχωδών υφάλων. Πολλά εστιατόρια συνεχίζουν να σερβίρουν παράνομα πετροσωλήνες αγνοώντας τις απαγορεύσεις και συντελώντας με αυτό τον τρόπο στην καταστροφή των υφάλων.
Το 2011 δημοσιεύτηκε στο διεθνές επιστημονικό περιοδικό «Mediterranean Marine Science» μελέτη του Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Ωκεανογραφίας και Θαλασσίων Βιοεπιστημών της Σχολής Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Στέλιου Κατσανεβάκη (τότε ερευνητή του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών) και των συνεργατών του σχετικά με την ευρείας κλίμακας παράνομη αλιεία και εμπορία προστατευόμενων οστρακοειδών στην Ελλάδα.
Στη μελέτη έγιναν συνεντεύξεις με ιδιοκτήτες 219 παραλιακών εστιατορίων που σέρβιραν (και εξακολουθούν να σερβίρουν) θαλασσινά, σε 92 πόλεις σε όλη την Ελλάδα. Από αυτά, οι πετροσωλήνες ήταν το πιο συνηθισμένο «προστατευόμενο» είδος και βρέθηκε να σερβίρεται στο 22,8% των εστιατορίων.
Ο λιθοδόμος (λέγεται και λιθοφάγος και πετροσωλήνας) (επιστημονική ονομασία: Lithodomus lithofagus) είναι δίθυρο μαλάκιο της τάξης των Δυσοδόντων, πολύ διαδεδομένο στις ελληνικές παραλίες. Είναι εδώδιμο όπως τα μύδια. Η εμφάνισή του στη Γη υπολογίζεται στα 350.000.000 χρόνια πριν, δηλαδή κατά τη Λιθανθρακοφόρο Περίοδο. Σήμερα ζει σε όλες τις εύκρατες και ζεστές θάλασσες.
Деңиз таш кемиргичтери (лат. Lithophaga) — кош капкалуу моллюскалардын бир уруусу (Мидиялар тукуму).
Lithophaga, the date mussels, are a genus of medium-sized marine bivalve molluscs in the family Mytilidae. Some of the earliest fossil Lithophaga shells have been found in Mesozoic rocks from the Alps and from Vancouver Island.[2][3]
The shells of species in this genus are long and narrow with parallel sides. The animals bore into stone or coral rock with the help of pallial gland secretions,[4] hence the systematic name Lithophaga, which means "stone-eater". Their club-shaped borings are given the trace fossil name Gastrochaenolites.[3]
Species within the genus Lithophaga include:
Lithophaga, the date mussels, are a genus of medium-sized marine bivalve molluscs in the family Mytilidae. Some of the earliest fossil Lithophaga shells have been found in Mesozoic rocks from the Alps and from Vancouver Island.
The shells of species in this genus are long and narrow with parallel sides. The animals bore into stone or coral rock with the help of pallial gland secretions, hence the systematic name Lithophaga, which means "stone-eater". Their club-shaped borings are given the trace fossil name Gastrochaenolites.
Lithophaga es un género de moluscos bivalvos de la familia Mytilidae.[1]
Se reconocen las siguientes especies:[1]
Lithophaga est un genre de mollusques de la famille des Mytilidae parfois nommés dattes de mer.
Les coquilles des espèces de ce genre sont longues et étroites, avec des côtés parallèles. Les animaux creusent un trou dans la pierre ou la roche corallienne à l'aide des sécrétions des glandes palliales[2], d'où le nom systématique de Lithophaga, qui signifie « mangeur de pierre ». Leurs forages en forme de gourdin ont reçu le nom fossile de Gastrochaenolites[3].
Selon World Register of Marine Species (25 mars 2015)[4] :
Lithophaga est un genre de mollusques de la famille des Mytilidae parfois nommés dattes de mer.
Les coquilles des espèces de ce genre sont longues et étroites, avec des côtés parallèles. Les animaux creusent un trou dans la pierre ou la roche corallienne à l'aide des sécrétions des glandes palliales, d'où le nom systématique de Lithophaga, qui signifie « mangeur de pierre ». Leurs forages en forme de gourdin ont reçu le nom fossile de Gastrochaenolites.
Lithophaga è un genere di molluschi bivalvi della famiglia Mytilidae.
Lithophaga (a Graeco λίθος 'saxum' et φαγεῖν 'edere', tamquam 'saxorum esor, saxivora') est genus marinorum mediae magnitudinis molluscorum bivalvium familiae Mytilidarum.
Testae specierum huius generis circiter 3–7 cm longae, angustae sunt, lateribus paene parallelis, colore fusco. Animalia saxum vel scopulum curalii perforare solent, secretionibus glandis pallialis adiuventibus,[1] ergo nomen systematicum, Lithophaga. Foramina ab eis effecta, quia sunt claviformia, ichnofossile ferunt nomen gastrochaenolites.
Species intra genus sunt:
Lithophaga (a Graeco λίθος 'saxum' et φαγεῖν 'edere', tamquam 'saxorum esor, saxivora') est genus marinorum mediae magnitudinis molluscorum bivalvium familiae Mytilidarum.
Testae specierum huius generis circiter 3–7 cm longae, angustae sunt, lateribus paene parallelis, colore fusco. Animalia saxum vel scopulum curalii perforare solent, secretionibus glandis pallialis adiuventibus, ergo nomen systematicum, Lithophaga. Foramina ab eis effecta, quia sunt claviformia, ichnofossile ferunt nomen gastrochaenolites.
Lithophaga is een geslacht van tweekleppigen uit de familie van de Mytilidae. De naam van het geslacht werd voor het eerst geldig gepubliceerd in 1798 door Peter Friedrich Röding, die de nagelaten schelpenverzameling van de overleden Joachim Friedrich Bolten catalogeerde en van Latijnse benamingen volgens het systeem van Linnaeus voorzag.[1]
Lithophaga is een geslacht van tweekleppigen uit de familie van de Mytilidae. De naam van het geslacht werd voor het eerst geldig gepubliceerd in 1798 door Peter Friedrich Röding, die de nagelaten schelpenverzameling van de overleden Joachim Friedrich Bolten catalogeerde en van Latijnse benamingen volgens het systeem van Linnaeus voorzag.
Lithophaga é um género de moluscos bivalves pertencente à família Mytilidae. Alguns dos primeiros fósseis de Lithophaga foram encontrados nos Alpes e e na Ilha de Vancouver, em rochas do Mesozoico.
As conchas das espécies deste género são longas e estreitas com lados paralelos.
As espécies do género Lithophaga incluem:
Links -
PDF´s -
Lithophaga é um género de moluscos bivalves pertencente à família Mytilidae. Alguns dos primeiros fósseis de Lithophaga foram encontrados nos Alpes e e na Ilha de Vancouver, em rochas do Mesozoico.
As conchas das espécies deste género são longas e estreitas com lados paralelos.
Lithophaga Röding, 1798
СинонимыМорские финики (лат. Lithophaga) — род сверлящих двустворчатых моллюсков из семейства митилид. Раковина длиной от 3 до 7 см, цилиндрической формы, коричневого цвета.
Морские финики (лат. Lithophaga) — род сверлящих двустворчатых моллюсков из семейства митилид. Раковина длиной от 3 до 7 см, цилиндрической формы, коричневого цвета.