Hamachi[1] (genus Iris) nisqakunaqa huk rikch'ana ch'ulla phutuy raphiyuq yurakunam, 200-chá 280-chá rikch'aqniyuq.
Kaymi huk rikch'aqninkuna:
Hamachi (genus Iris) nisqakunaqa huk rikch'ana ch'ulla phutuy raphiyuq yurakunam, 200-chá 280-chá rikch'aqniyuq.
Irido esas genero de planti monokotiledona, qua konsistas ye quanto grandega de speci.
Iris het en skööl faan plaanten uun det famile Iridaceae. Di huuchschiisk nööm Schwertlilien hää oober niks mä det plaantenkategorii faan a lilienoortagen (Liliales) tu dun.
Tu det iris-skööl hiar 285 slacher:
... an noch flooken muar
Iris het en skööl faan plaanten uun det famile Iridaceae. Di huuchschiisk nööm Schwertlilien hää oober niks mä det plaantenkategorii faan a lilienoortagen (Liliales) tu dun.
Pizîlaq an jî bizîlaq, pirpizêk, berfbizêk, belbizêk an jî bilarzik (bi latînî: Iris sp.), gihayek serê buharê û dawiya payizê şên dihê.
Sê cureyên wan he ne:
Pizîlaq an jî bizîlaq, pirpizêk, berfbizêk, belbizêk an jî bilarzik (bi latînî: Iris sp.), gihayek serê buharê û dawiya payizê şên dihê.
Vėlkdalgīs aba vėlkdalgis (luotīnėškā: Iris) ī tuokis augals, prėgolons prī vėinskiltiu augalū.
Vėlkdalgė šaknis stuoras, mēsingas. Lapā dėdli ī, padabnē kardou. Žėidā būn vairiū spalvū: geltuoni, balti, mielėni, viuoletėnē, margi.
Dīki vėlgalgē aug ont ežerū, opiu, tvenkėniū krontū, vuo kėti augėnami prī nomū, darželiūs kap kvietkas.
Η ίρις (επιστ. Iris) είναι γένος αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων φυτών, της τάξης των Λειριωδών (Liliales), της οικογένειας των Ιριδοειδών που περιλαμβάνει περί τα 100 είδη πολυετών πoών στις εύκρατες χώρες.
Είναι φυτά ριζωματικά, κονδυλόρριζα με μακρά και στενά φύλα και άνθη πολύχρωμα και πολύσχημα μονομερή ή κατά ταξιανθία σε μακρά στελέχη.
Τα σπέρματα, οι ρίζες και τα φύλλα των περισσοτέρων εξ αυτών περιέχουν μια τοξική ουσία στην οποία οφείλονται πολλές φαρμακευτικές ιδιότητες καθώς και μια πτητική κετόνη, την ιράνη, στην οποία οφείλονται οι αρωματικές τους ιδιότητες.
Το γένος είναι πολύ διαδεδομένο σε όλη την βόρεια εύκρατη ζώνη. Οι οικότοποί τους ποικίλλουν σημαντικά, και κυμαίνονται από τα κρύα και τα ορεινά περιοχές με χλοώδεις εκτάσεις, λιβάδια και όχθες ποταμών της Ευρώπης, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, την Ασία και σε όλη τη Βόρεια Αμερική.
Οι ίριδες είναι πολυετή ποώδη φυτά, που αυξάνονται με έρποντα ριζώματα (ριζωματώδεις ίριδες), ή, σε ξηρότερα κλίματα, από βολβούς (βολβώδεις ίριδες). Έχουν μακριά, όρθια στελέχη ανθοφορίας, τα οποία μπορεί να είναι απλά ή διακλαδισμένα, στερεά ή κούφια, και ίσια ή έχουν μια κυκλική διατομή. Τα ριζωματώδη είδη έχουν συνήθως 3-10 βασικά, ξιφοειδή φύλλα και αναπτύσσονται σε πυκνές συστάδες. Τα βολβώδη είδη έχουν κυλινδρικά φύλλα βάσης.
Οι ταξιανθίες έχουν σχήμα βεντάλιας και περιέχουν ένα ή περισσότερα συμμετρικά με έξι λοβούς άνθη. Αυτά αναπτύσσονται με ποδίσκο ή τον στερούνται. Τα τρία σέπαλα, τα οποία εξαπλώνονται προς τα κάτω ή γέρνουν. Επεκτείνονται από τη στενή τους βάση, η οποία σε κάποιες από τις ριζωματώδεις ίριδες έχει μια «γενειάδα» (μια τούφα από μικρές όρθιες επεκτάσεις που αναπτύσσονται στην μεσαία γραμμή της), σε μία ευρύτερη μερίδα («άκρο»), συχνά διακοσμημένη με νευρώσεις, γραμμές ή τελείες. Τα τρία πέταλα στέκονται όρθια, εν μέρει πίσω από την βάση των σεπάλων. Ονομάζονται «πρότυπα». Μερικά μικρότερα είδη ίριδας έχουν και τους έξι λοβούςστραμμένους προς τα έξω, αλλά σε γενικές γραμμές, τα άκρα και τα πρότυπα διαφέρουν σημαντικά στην εμφάνιση. Είναι ενωμένα στη βάση τους σε έναν ανθικό σωλήνα που βρίσκεται πάνω από την ωοθήκη (γνωστή ως κατώτερη ωοθήκη). Ο στύλος χωρίζει προς την κορυφή σε πεταλοειδείς κλάδους. Αυτό είναι σημαντικό στην επικονίαση.
Το λουλούδι της ίριδας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως παράδειγμα για τη σχέση μεταξύ ανθοφόρων φυτών και εντόμων επικονίασης. Το σχήμα του λουλουδιού, η θέση της γύρης και η στιγματοφόρος επιφάνεια στα εξωτερικά πέταλα σχηματίζουν μια επιφάνεια προσγείωσης για ένα ιπτάμενο έντομο, το οποίο περιτριγυρίζει το περιάνθιο για νέκταρ. Θα πρέπει πρώτα να έρθει σε επαφή το περιάνθιο, στη συνέχεια, με τους στιγματισμένους στήμονες σε μια σπειροειδή επιφάνεια που φέρει σε μια ωοθήκη που σχηματίζει τρεις κάψουλες. Η όμοια με ράφι εγκάρσια προβολή, στο εσωτερικό του σπειροειδούς κάτω από τους στήμονες, είναι κάτω από την εξάρτηση από τον υπερκείμενο βραχίονα του στύλου κάτω από το στίγμα, έτσι ώστε το έντομο να έρχεται σε επαφή με τη γύρη που καλύπτει την επιφάνειά του μόνο αφού περάσει το στίγμα. Καθώς απομακρύνεται από το λουλούδι θα έρθει σε επαφή μόνο με τη μη δεκτική κάτω όψη του στίγματος. Ως εκ τούτου, ένα έντομο που μεταφέρει γύρη από ένα λουλούδι, φτάνοντας στο άλλο, θα αφήσει τη γύρη στο στίγμα, καθώς απομακρύνεται έξω από ένα λουλούδι, η γύρη που φέρει δεν θα απομακρυνθεί από το στίγμα του ίδιου άνθους.
Ο καρπός της ίριδας είναι μια κάψουλα που ανοίγει σε τρία μέρη για να αποκαλύψει τους πολυάριθμους σπόρους μέσα. Ορισμένα είδη φέρουν περικάρπιο.
Η Ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει 10 τέτοια είδη, τα οποία ο ελληνικός λαός τα αποκαλεί κρίνα ή κρίνους που όμως είναι μικρότερα σε μέγεθος από τον γνωστό πάλλευκο κρίνο που ανήκει στην οικογένεια των Λειριοειδών. Τα ελληνικά αυτά είδη της ίριδας είναι:
Η ίρις (επιστ. Iris) είναι γένος αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων φυτών, της τάξης των Λειριωδών (Liliales), της οικογένειας των Ιριδοειδών που περιλαμβάνει περί τα 100 είδη πολυετών πoών στις εύκρατες χώρες.
Είναι φυτά ριζωματικά, κονδυλόρριζα με μακρά και στενά φύλα και άνθη πολύχρωμα και πολύσχημα μονομερή ή κατά ταξιανθία σε μακρά στελέχη.
Τα σπέρματα, οι ρίζες και τα φύλλα των περισσοτέρων εξ αυτών περιέχουν μια τοξική ουσία στην οποία οφείλονται πολλές φαρμακευτικές ιδιότητες καθώς και μια πτητική κετόνη, την ιράνη, στην οποία οφείλονται οι αρωματικές τους ιδιότητες.
Савсан, ё Ирис (лот. Íris) — як намуди растанӣ аз оилаи (Iridaceae) мебошад. Савсанҳо дар ҳамаи минтақаҳои вомехӯранд. Оилаи савсанҳо беш аз 800 буда рангҳо ва сохтҳои гуногун доранд. Барои ҳамин номи (юн. ἶρῐς — рангинкамонро) гирифтааст.
Савсан, ё Ирис (лот. Íris) — як намуди растанӣ аз оилаи (Iridaceae) мебошад. Савсанҳо дар ҳамаи минтақаҳои вомехӯранд. Оилаи савсанҳо беш аз 800 буда рангҳо ва сохтҳои гуногун доранд. Барои ҳамин номи (юн. ἶρῐς — рангинкамонро) гирифтааст.
Чекилдек (Iris) — чекилдектер тукумундагы өсүмдүк. Тамыр сабактуу, кылычтай же тасмадай жалбырактуу көп жылдык чөп. Гүлү ири желекче сымал, гүл коргону кооз. Мөмөсү 3 кырдуу, көп уруктуу кутуча. Түндүк жарым шарда 200, түрү таралган. Чекилдек эрте жазда гүлдөйт; тамыр сабагы жана уругу аркылуу көбөйөт. Кыргызстанда Чекилдектин 11 түрү Кыргыз Ала-Тоосу менен Тескей Ала-Тоодо кездешет. Ошондой эле жашылдандыруу жана кооздук үчүн өстүрүлөт.
Чекилдек — Нарын облусунун Кочкор районундагы Семиз-Бел айыл советине караштуу кыштак. «Кочкор» суузунун аймагында. Каракол суусунун боюнда жайгашкан. Чекилдектер (Iridaceae) — өсумдүктөрдүн бир үлүштүүлѳр классынын тукуму. Тамыр-сабактуу, түймөк пияз-түптүү же пияз-түптүү көп жылдык чөп. Гүлдөрү 2 жыныстуу, аталыгы 3, мөмөсү — кутуча. Чекилдектердин 60 уруусунун 1400 түрү негизинен Түштүк Африка, тропик жана субтропиктик Америкада, кээде мелүүн климаттуу областтарда таралган. Кыргызстанда 3 уруунун 13 түрү бар. Чекилдектердин көбү — кооз өсүмдүк, кээ бир түрүнүн тамыр сабагы парфюмерияда, шафран татымал катары колдонулат.
Чекилдек (Iris) — чекилдектер тукумундагы өсүмдүк. Тамыр сабактуу, кылычтай же тасмадай жалбырактуу көп жылдык чөп. Гүлү ири желекче сымал, гүл коргону кооз. Мөмөсү 3 кырдуу, көп уруктуу кутуча. Түндүк жарым шарда 200, түрү таралган. Чекилдек эрте жазда гүлдөйт; тамыр сабагы жана уругу аркылуу көбөйөт. Кыргызстанда Чекилдектин 11 түрү Кыргыз Ала-Тоосу менен Тескей Ала-Тоодо кездешет. Ошондой эле жашылдандыруу жана кооздук үчүн өстүрүлөт.
Чекилдек — Нарын облусунун Кочкор районундагы Семиз-Бел айыл советине караштуу кыштак. «Кочкор» суузунун аймагында. Каракол суусунун боюнда жайгашкан. Чекилдектер (Iridaceae) — өсумдүктөрдүн бир үлүштүүлѳр классынын тукуму. Тамыр-сабактуу, түймөк пияз-түптүү же пияз-түптүү көп жылдык чөп. Гүлдөрү 2 жыныстуу, аталыгы 3, мөмөсү — кутуча. Чекилдектердин 60 уруусунун 1400 түрү негизинен Түштүк Африка, тропик жана субтропиктик Америкада, кээде мелүүн климаттуу областтарда таралган. Кыргызстанда 3 уруунун 13 түрү бар. Чекилдектердин көбү — кооз өсүмдүк, кээ бир түрүнүн тамыр сабагы парфюмерияда, шафран татымал катары колдонулат.
ஐரிஸ் (Iris) என்பது பூக்குந்தாவரமும் காட்சிப்பூக்களைக் கொண்ட 260-300 வகையான தாவரங்களைக் கொண்ட இனமாகும்.[1][2] இதனுடைய பெயர் கிரேக்கத்தில் வானவில்லுக்கு வழங்கப்படும் பெயரிலிருந்து பெறப்பட்டதாகும். இப் பெயர் இவ்வினங்களிலுள்ள பரந்த நிறங்களையுடைய மலர்களுக்குப் பயன்படுத்தப்படுகிறது.[3]
ஐரிஸ் (Iris) என்பது பூக்குந்தாவரமும் காட்சிப்பூக்களைக் கொண்ட 260-300 வகையான தாவரங்களைக் கொண்ட இனமாகும். இதனுடைய பெயர் கிரேக்கத்தில் வானவில்லுக்கு வழங்கப்படும் பெயரிலிருந்து பெறப்பட்டதாகும். இப் பெயர் இவ்வினங்களிலுள்ள பரந்த நிறங்களையுடைய மலர்களுக்குப் பயன்படுத்தப்படுகிறது.