U Capineru (Boletus aereus) hè un tipu di funzu chì face parte di a famiglia di l' Boletaceae. U nome vene da u fattu chè u capu di issu tipu di buletru hè scuru, guasi neru.
U buletru capineru hè cumunu in Corsica.
U Capineru (Boletus aereus) hè un tipu di funzu chì face parte di a famiglia di l' Boletaceae. U nome vene da u fattu chè u capu di issu tipu di buletru hè scuru, guasi neru.
Ο Βωλίτης ο χαλκόχρους είναι ένα από τα πιο δημοφιλή άγρια εδώδιμα μανιτάρια. Ανήκει στην οικογένεια βωλιτοειδή. Καταναλώνεται ευρέως στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία, την Γαλλία και γενικά σε όλες τις παράκτιες περιοχές της Μεσογείου. Όπως και το μανιτάρι Βωλίτης ο εδώδιμος ονομάζεται από τον λαό ως βασιλομανίταρο και σε νεαρή ηλικία ως καλογεράκι. Για πρώτη φορά περιγράφεται το 1789 από τον Γάλλο βοτανολόγο Pierre Bulliard. Είναι στενά συγγενικό με άλλα είδη της οικογένειας των βωλιτοειδών, όπως το Boletus reticulatus (Βωλίτης ο δικτυωτός), το Boletus pinophilus (Βωλίτης ο πευκόφιλος και το ιδιαίτερα δημοφιλές Boletus edulis (Βωλίτης ο εδώδιμος). Ορισμένοι πληθυσμοί του μανιταριού που απαντώνται στην Βόρεια Αφρική έχουν ταξινομηθεί ως ξεχωριστό είδος (Boletus mamorensis), παρόλο που φυλογενετικά είναι εξαιρετικά συγγενικά.
Ο μύκητας αναπτύσσεται σε οικοσυστήματα με πλατύφυλλα δέντρα και θάμνους, σχηματίζοντας συμβιωτικές μυκόρριζικές σχέσεις με τις ρίζες των φυτών αυτών. Η δρυς η φελλοφόρος είναι ένας από τους σημαντικότερους ξενιστές. Το σώμα του μανιταριού, το οποίο φέρει τα σπόρια, αναπτύσσεται κατά το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Το σώμα του μανιταριού χαρακτηρίζεται από ένα σαρκώδες πίλο (καπέλο), που μπορεί να φτάσει τα 30 εκατοστά σε διάμετρο. Όταν φτάσει σε ωριμότητα, τα σπόρια διαφεύγουν από πόρους που βρίσκονται κάτω από το πίλο. Σε νεαρή ηλικία, η πορώδης επιφάνεια του πίλου έχει λευκό χρώμα, το οποίο μετατρέπεται σε κίτρινο προς καφέ καθώς το μανιτάρι ωριμάζει. το πόδι (στύπος) φτάνει μέχρι και τα 15 εκατοστά σε ύψος και τα 10 εκατοστά σε πάχος, ενώ καλύπτεται μερικώς από ένα δικτυωτό μοτίβο.
Ο Γάλλος βοτανολόγος και μυκητολόγος Pierre Bulliard περιέγραψε τον μύκητα το 1789[1][2]. Η διωνυμική ονομασία του μανιταριού Boletus aereus συντίθεται από το αρχαιοελληνικό βωλίτις (κομμάτι γης) και από το λατινικό aerěus (χάλκινος).[3]. Ο επίσης Γάλλος βοτανολόγος Lucien Quélet ταξινόμησε το είδος στο, τώρα παρωχημένο γένος Dictyopus το 1886, δίνοντας του το διώνυμο Dictyopus aereus [4] ενώ ο René Maire το επαναταξινόμησε ως υποείδος του Boletus edulis το 1937.
Το μανιτάρι αποκαλείται βασιλομανίταρο ή καλογεράκι στα ελληνικά[5] , porcino nero (μαύρο γουρουνάκι) στα ιταλικά[6] , le bolet bronzé (χάλκινος βωλίτης) στα γαλλικά[7] και ontto beltza (μαύρος μύκητας) στα βασκικά. Ο Bulliard εμπνεύστηκε από την κοινή ονομασία του μύκητα στα γαλλικά (le bolet bronzé) προκειμένου να του αποδώσει την επιστημονική του ονομασία . Στα αγγλικά αναφέρεται ως dark cep[8] , ενώ η βρετανική μυκητολογική εταιρία χρησιμοποιεί την ονομασία bronze bolete[9] .
Το πίλο (καπέλο) του μανιταριού έχει ημισφαιρικό με κυρτό σχήμα και φτάνει τα 15 με 30 εκατοστά σε διάμετρο, ενώ έχουν βρεθεί δείγματα διαμέτρου 40 εκατοστών. Έχει βελούδινη, βαθουλωτή υφή και σκούρο καφέ, και σε μερικές περιπτώσεις, βιολετί, μοβ και γκρι χρώμα με στίγματα χάλκινου και χρυσού χρώματος. Ο στύπος (πόδι) έχει ύψος 6 με 15 εκατοστά και πλάτος 5 με 10 εκατοστά, συνήθως το ύψος του είναι μικρότερο από την διάμετρο του καπέλου. Το σχήμα του στύπου είναι κυλινδρικό, με την διατομή του να στενεύει καθώς πλησιάζει το πίλο. Το χρώμα του είναι καστανοκόκκινο και καλύπτεται από ένα καφέ δικτυωτό μοτίβο. Όπως και στους υπόλοιπους βωλίτες, κάτω από το πίλο υπάρχουν μικροί στρογγυλοί πόροι αντί για βράγχια (λαμέλες, ελάσματα). Αρχικά το χρώμα της πορώδους επιφάνειας είναι λευκό, το οποίο μετατρέπεται σε κίτρινο προς καφέ καθώς το μανιτάρι ωριμάζει. Η σάρκα του είναι λευκή, εκλύει μία έντονη ευχάριστη οσμή, παρόμοια με αυτή του καστάνου και η γεύση της είναι ελαφρώς γλυκιά[10] [11] [12] [13] [14]. Τα σπόρια έχουν σχήμα ατράκτου και μέγεθος 10.5–19 με 4–7 μικρόμετρα.
Ο Boletus reticulatus (Βωλίτης ο δικτυωτός) φυτρώνει αποκλειστικά σε δάση πλατύφυλλων κατά τους ζεστούς μήνες. Χαρακτηρίζεται από ωχρό πίλο και στύπο. Το πόδι καλύπτεται από ένα αισθητό, περίτεχνο δικτυωτό μοτίβο που εκτείνεται μέχρι την βάση του [15] .
Ο Boletus Pinophilus (βωλίτης ο πευκόφιλος) φυτρώνει σε δάση κωνοφόρων, κυρίως δασικής πεύκης. Χαρακτηρίζεται από πίλο με καστανοκόκκινο χρώμα.
Ο Boletus edulis (Βωλίτης ο εδώδιμος). Αναπτύσσεται σε φυλοβόλλα και κωνοφόρα δάση, κυρίως σε δάση ερυθρελάτης, κάτα τα τέλη του φθινοπώρου, όταν οι θερμοκρασίες έχουν αρχίσει να πέφτουν. Το χρώμα του είναι συνήθως καφέ με λευκό και συνεχίζει να σκουραίνει κατά την ωρίμανση.
Αναπτύσσεται κυρίως στην Κεντρική και Νότια Ευρώπη, καθώς και στην Βόρεια Αφρική. [16] Συναντάται σπάνια σε ψυχρότερα κλίματα, όπως αυτό της Αγγλίας και έχει κατηγοριοποιηθεί ως ευάλωτο είδος στην Τσεχία.[17] Μπορεί να απαντάται με αφθονία σε τοπικό επίπεδο, για παράδειγμα είναι το ποιο συνηθισμένο είδος βωλίτη της Σικελίας.[18] Σε άλλες περιοχές, όπως το Μαυροβούνιο απειλείται με εξαφάνιση και έχει καταχωρηθεί στον Κόκκινο κατάλογο της IUCN. [19] Ο βωλίτης ο χαλκόχρους απαντάται σε μεσογειακά νησιωτικά οικοσυστήματα όπως αυτά της Λέσβου [20], της Νάξου[21], της Κύπρου[22] και της Κορσικής. [23]
Το σώμα του μανιταριού αναπτύσσεται κατά τους θερμούς μήνες, σχηματίζοντας συμβιωτικές μυκόρριζικές σχέσεις με πλατύφυλλα δέντρα και σκληρόφυλλους θάμνους, δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στην βελανιδιά, την οξιά, την καστανιά, την κουμαριά, το ρείκι και την λαδανιά[24]. Επίσης προτιμά τα όξινα εδάφη[25]. Μπορεί να βρεθεί εύκολα σε πάρκα καθώς και στην άκρη του οδοστρώματος. [26] Ο σημαντικότερος ξενιστής του είναι η δρυς η φελλοφόρος. Η κατανομή αυτού του δέντρου στην Ευρώπη και την Βόρεια Αφρική ταυτίζεται με την κατανομή του βωλίτη[27].
Στο παρελθόν, ο Βωλίτης ο χαλκόχρους είχε παρατηρηθεί στην Κίνα[28][29] Πρόσφατες μοριακές μελέτες, ωστόσο, υποδεικνύουν ότι τα βασιλομανίταρα που φύονται στις ασιατικές χώρες ανήκουν σε διαφορετικό είδος[30]
Όντας ένα εκλεκτό φαγώσιμο μανιτάρι, το βασιλομανίταρο βωλίτης ο χαλκόχρους εκτιμάται ιδιαίτερα στις χώρες της Νότιας Ευρώπης για τη γεύση του, θεωρείται μάλιστα γαστρονομικά ανώτερο από το άλλο είδος βασιλομανίταρου βωλίτης ο εδώδιμος[31]. Οι κάτοικοι αυτών των περιοχών το καταναλώνουν και το εκμεταλλεύονται εμπορικά εδώ και αιώνες. [32]
Όταν συλλέγεται πρέπει η μεμβράνη που καλύπτει το πίλο να παραμένει άθικτη κατά την αφαίρεση του χώματος από την επιφάνεια. Οι πόροι παραμένουν εκτός και αν είναι υπερβολικά μαλακοί και ταλαιπωρημένοι. Ο Βωλίτης ο χαλκόχρους είναι κατάλληλος για αποξήρανση, μια διαδικασία που ενισχύει την γεύση και το άρωμα του. Παραδοσιακά αποξηραίνεται αφού έχει κοπεί σε φέτες και κρεμαστεί με σπάγκο σε ένα ξηρό μέρος. Αφού αποξηρανθεί διατηρείται σε αεροστεγές βάζο. Πριν την χρήση στην μαγειρική τα αποξηραμένα βασιλομανίταρα ζεματίζονται σε χλιαρό νερό για 20 λεπτά. Το νερό αποκτά το άρωμα του μανιταριού και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ζωμούς. Μικρή μόνο ποσότητα του βασιλομανίταρου μπορεί να ενισχύσει σημαντικά την γεύση μιας μανιταρόσουπας, ή άλλου πιάτου με μανιτάρια[33].
100 γραμμάρια ξηρού βωλίτη περιέχουν 367 θερμίδες, 17,9 γραμμάρια πρωτεΐνης, 72,8 γραμμάρια υδατανθράκων και 0,4 γραμμάρια λίπους. Το βάρος ενός φρέσκου μανιταριού αποτελείται κατά 92% νερό. Ο κύριος δισακχαρίτης που περιέχεται είναι η τρεχαλόζη (4,7 γραμμάρια ανά 100 γραμμάρια ξηρού βάρους), ενώ υπάρχει μικρότερη ποσότητα μανιτόλης. (1,3 γραμμάρια). Περιέχονται επίσης 6 γραμμάρια τοκοφερόλης (βιταμίνη E) και 3,7 γραμμάρια ασκορβικού οξέως. [34]
Ο Βωλίτης ο χαλκόχρους είναι ένα από τα πιο δημοφιλή άγρια εδώδιμα μανιτάρια. Ανήκει στην οικογένεια βωλιτοειδή. Καταναλώνεται ευρέως στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία, την Γαλλία και γενικά σε όλες τις παράκτιες περιοχές της Μεσογείου. Όπως και το μανιτάρι Βωλίτης ο εδώδιμος ονομάζεται από τον λαό ως βασιλομανίταρο και σε νεαρή ηλικία ως καλογεράκι. Για πρώτη φορά περιγράφεται το 1789 από τον Γάλλο βοτανολόγο Pierre Bulliard. Είναι στενά συγγενικό με άλλα είδη της οικογένειας των βωλιτοειδών, όπως το Boletus reticulatus (Βωλίτης ο δικτυωτός), το Boletus pinophilus (Βωλίτης ο πευκόφιλος και το ιδιαίτερα δημοφιλές Boletus edulis (Βωλίτης ο εδώδιμος). Ορισμένοι πληθυσμοί του μανιταριού που απαντώνται στην Βόρεια Αφρική έχουν ταξινομηθεί ως ξεχωριστό είδος (Boletus mamorensis), παρόλο που φυλογενετικά είναι εξαιρετικά συγγενικά.
Ο μύκητας αναπτύσσεται σε οικοσυστήματα με πλατύφυλλα δέντρα και θάμνους, σχηματίζοντας συμβιωτικές μυκόρριζικές σχέσεις με τις ρίζες των φυτών αυτών. Η δρυς η φελλοφόρος είναι ένας από τους σημαντικότερους ξενιστές. Το σώμα του μανιταριού, το οποίο φέρει τα σπόρια, αναπτύσσεται κατά το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Το σώμα του μανιταριού χαρακτηρίζεται από ένα σαρκώδες πίλο (καπέλο), που μπορεί να φτάσει τα 30 εκατοστά σε διάμετρο. Όταν φτάσει σε ωριμότητα, τα σπόρια διαφεύγουν από πόρους που βρίσκονται κάτω από το πίλο. Σε νεαρή ηλικία, η πορώδης επιφάνεια του πίλου έχει λευκό χρώμα, το οποίο μετατρέπεται σε κίτρινο προς καφέ καθώς το μανιτάρι ωριμάζει. το πόδι (στύπος) φτάνει μέχρι και τα 15 εκατοστά σε ύψος και τα 10 εκατοστά σε πάχος, ενώ καλύπτεται μερικώς από ένα δικτυωτό μοτίβο.
黑牛肝菌(学名:Boletus aereus)是一种可食用个蘑菇,属于牛肝菌属。黑牛肝菌拉巴斯克地区搭意大利经常被拿来食用,拉巴斯克语中黑牛肝菌被称为ontto beltza,意大利文中是porcino nero,而法文中则是tête de nègre,意思是黑人个头,指个是渠个黑颜色个菌盖。