Με την ονομασία αστακός είναι γνωστά στην Ελλάδα τρία είδη δεκάποδων μακρύουρων μαλακοστράκων που ανήκουν σε δύο διαφορετικές οικογένειες, την οικογένεια των αστακιδών και στην οικογένεια των παλινουριδών. Και τα τρία αυτά γένη μοιάζουν πολύ μεταξύ τους και είναι περιζήτητα τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική για το νοστιμότατο κρέας τους.
Ο πιο κοινός, σπουδαιότερος αλλά και οικονομικότερος εξ αυτών είναι ο "αστακός χόμαρος" (homard), γνωστότερος στην Ελλάδα ως "θαλασσινός αστακός" ή "καραβιδομάνα" ή "καραβιδαστακός", είναι αυτός που φέρει δύο μεγάλες δαγκάνες, τον οποίο και θεωρούν οι Ευρωπαίοι ως γνήσιο αστακό. Για τον ελλαδικό χώρο όμως περισσότερο γνωστός είναι ο "αστακός ο παλίουρος" (Palinurus) που φέρει δύο μεγάλες κεραίες αντί δαγκάνες, πρόκειται γι΄ αυτόν που οι Γάλλοι τον αποκαλούν "langouste". Τέλος ο "αμερικανικός αστακός" που είναι είδος χούμαρου με δαγκάνες και εισάγεται από την Αμερική. Εκτός όμως αυτών υπάρχουν και αστακοί γλυκέων υδάτων που ζουν σε εκβολές ποταμών, λίμνες και στάσιμα αλλά καθαρά ύδατα. Τέτοιοι είναι ο αστακός ο ευγενής, ο αστακός ο λευκόπους, και ο αστακός ο ποτάμιος.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του είναι το σκληρό, κόκκινο κέλυφος και οι μεγάλες δαγκάνες του. Ζει στο βυθό της θάλασσας, ακόμα και σε μεγάλο βάθος, συνήθως κοντά σε βράχια. Όταν ενηλικιωθεί φτάνει να έχει βάρος μέχρι 1 κιλό, αν και έχουν βρεθεί αστακοί με πολύ μεγαλύτερο βάρος.
Οι αστακοί μπορούν να ζήσουν περισσότερο από 100 χρόνια.[1].
Γενικά ο αστακός θεωρείται το εντυπωσιακότερο προσφερόμενο έδεσμα των πλουσιοτέρων μπουφέδων για όλες τις εποχές, σ΄ όλα τα μέρη του κόσμου. Σήμερα έχει καθιερωθεί παγκόσμια ως δείγμα της γαστρονομικής πολυτέλειας, ο "βασιλιάς των εδεσμάτων", όχι τόσο για τις πολύ γευστικές και θρεπτικές του αξίες, όσο για την φινέτσα του και την εξ αντιθέτου απαγορευτική του τιμή στις περισσότερες οικογένειες, καθώς και για την αμηχανία που προκαλεί στο τρόπο μαγειρικής του.
Από διαιτητικής άποψης ο αστακός παρουσιάζει, (κατά βάρος), υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες και σε μεταλλικά στοιχεία, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο είδος ψαριών ή θαλασσινών ζώων ξεπερνώντας ακόμα και τη θρεπτική αξία του γάλακτος, ειδικότερα σε ασβέστιο, λαμβανομένου υπόψη ότι μ΄ αυτά χτίζει το κέλυφός του, η δε θερμιδική του προσφορά περιορίζεται στα 90 cal/100 gr.
Όσον αφορά την υπεροχή της γεύσης του, αυτή εκτιμάται περισσότερο όταν μαγειρευτεί ζωντανός και καταναλωθεί σκέτος.
Ακριβό, γευστικό, θαλασσινό πιάτο, σερβίρεται συνηθέστερα βραστός. Σε αρκετές περιπτώσεις, οι αστακοί συντηρούνται σε ενυδρεία των εστιατορίων για να μαγειρευτούν φρέσκοι. Κατά τη δεκαετία 1990-2000 ο αστακός άρχισε να σερβίρεται ευρύτατα σε ελληνικές ψαροταβέρνες σαν σπεσιαλιτέ ως αστακοσαλάτα, αστακομαγιονέζα, αστακομακαρονάδα, αστακό γεμιστό, αστακό μενταγιόν και διάφορες άλλες αστακο-παρουσιάσεις, καυχήματα των σεφ.
Η επαγγελματική αλιεία του αστακού στις ελληνικές θάλασσες, από στατιστική άποψη, παρακολουθείται. Συγκεκριμένα το 2001 αλιεύθηκαν 233 τόνοι, το 2002 112 τόνοι και το 2003 μόλις 90 τόνοι ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις υπάρχει τρομερή πίεση στα αλιευτικά αποθέματα στο συγκεκριμένο είδος σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου εκτός του Αιγαίου λόγο της ποιότητάς του και των υψηλών τιμών που ζητούνται από την αγορά που σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ζήτηση (ειδικά μετά το 2003) δημιουργούν συνθήκες δύσκολες για το είδος.
Χώρες με εντατική αλιεία αστακού στην Ε.Ε αλλά με πολύ αυστηρούς κανόνες για την διατήρηση των ιχθυαποθεμάτων είναι η Γαλλία η Ισπανία το Η.Β και η Πορτογαλία. Σύμφωνα με τις υφιστάμενες αλιευτικές διατάξεις, στα ελληνικά χωρικά ύδατα, απαγορεύεται αυστηρά η αλιεία αστακού βάρους μικρότερου των 500 γραμμαρίων. Σε περίπτωση τυχαίας σύλληψής του σε δίκτυα θα πρέπει ν΄ απελευθερώνεται και να ρίχνεται ξανά στη θάλασσα.
Σε καμμιά χώρα δεν υπάρχει ιχθυοτροφείο για την εντατική εκτροφή αστακών. Σε γενικές γραμμές είναι πολύ δύσκολη έως αδύνατη η εκτροφή του, παράδειγμα για να φτάσει σε βάρος 1 κιλού απαιτούνται 8-10 έτη ανάλογα με το βιότοπο και την ποιότητα των υδάτων, έτσι είναι ασύμφορη η ιχθυοκαλλιέργεια του.
Με την ονομασία αστακός είναι γνωστά στην Ελλάδα τρία είδη δεκάποδων μακρύουρων μαλακοστράκων που ανήκουν σε δύο διαφορετικές οικογένειες, την οικογένεια των αστακιδών και στην οικογένεια των παλινουριδών. Και τα τρία αυτά γένη μοιάζουν πολύ μεταξύ τους και είναι περιζήτητα τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική για το νοστιμότατο κρέας τους.
Ο πιο κοινός, σπουδαιότερος αλλά και οικονομικότερος εξ αυτών είναι ο "αστακός χόμαρος" (homard), γνωστότερος στην Ελλάδα ως "θαλασσινός αστακός" ή "καραβιδομάνα" ή "καραβιδαστακός", είναι αυτός που φέρει δύο μεγάλες δαγκάνες, τον οποίο και θεωρούν οι Ευρωπαίοι ως γνήσιο αστακό. Για τον ελλαδικό χώρο όμως περισσότερο γνωστός είναι ο "αστακός ο παλίουρος" (Palinurus) που φέρει δύο μεγάλες κεραίες αντί δαγκάνες, πρόκειται γι΄ αυτόν που οι Γάλλοι τον αποκαλούν "langouste". Τέλος ο "αμερικανικός αστακός" που είναι είδος χούμαρου με δαγκάνες και εισάγεται από την Αμερική. Εκτός όμως αυτών υπάρχουν και αστακοί γλυκέων υδάτων που ζουν σε εκβολές ποταμών, λίμνες και στάσιμα αλλά καθαρά ύδατα. Τέτοιοι είναι ο αστακός ο ευγενής, ο αστακός ο λευκόπους, και ο αστακός ο ποτάμιος.