The Caprimulgus europaeus (nichtchurr, gait chaffer, moch hawk, fern oul, pirrin bird), is a crepuscular an nocturnal bird in the Caprimulgidae faimily that breeds athort maist o Europe an temperate Asie.
The Caprimulgus europaeus (nichtchurr, gait chaffer, moch hawk, fern oul, pirrin bird), is a crepuscular an nocturnal bird in the Caprimulgidae faimily that breeds athort maist o Europe an temperate Asie.
Kärkettäilindu[1] (Caprimulgus europaeus) on lindu.
Lielis aba lielė (luotīnėškā: Caprimulgus europaeus, onglėškā: European Nightjar, vuokīškā: Ziegenmelker) ī paukštis, katros skraidiuo kāp būn sotemė̄.
Kūna vėršos pilkā rods, nerīškē skersā drīžouts ėr ėšrašīts diemalėm. Par makaulė ė petius een ėšėlgas joudas joustas. Apatė ī pilka, rosva, drīžouta.
Lielis ī Lietovuo tonkos paukštis. Onsā čiuonās būn nug balondė lėgė siejės. Gīven sausūs pošīnūs, ėškartūs. Dėina būn pasėkavuojė̄s ont žemės aba medė šakuos.
Keušius ded tėisē ont žemės. Ded 2 balsvo keušio, ėšrašīto roduom diemėm. Perėn 17-18 dėinū ėr ešved dvė vadė. Jied naktėnius varmus.
A merula ceca (Caprimulgus europaeus) hè un acellu chì face parte di a famiglia di i Caprimulgidae.
A merula ceca hè prisente è cumuna in Corsica.
A merula ceca hè stata mintuvata calchì volta in a litteratura è a cultura corsa. Per esempiu:
A merula ceca (Caprimulgus europaeus) hè un acellu chì face parte di a famiglia di i Caprimulgidae.
At naachtswaalk ((mo.) nåchtswulken, (wi.) hüsegüger) (Caprimulgus europaeus) as en fögel ütj at famile faan a naachtswaalken (Caprimulgidae).
At naachtswaalk ((mo.) nåchtswulken, (wi.) hüsegüger) (Caprimulgus europaeus) as en fögel ütj at famile faan a naachtswaalken (Caprimulgidae).
Zwëczajny kòzëdój (Caprimulgus europaeus) - to je niewiôldżi, wanożny ptôch z rodzëznë Caprimulgidae. Jak òn lecy, tej chwôtô òwadë, a żëc mòże w bòrze m. jin. na Kaszëbach, a je tu òbjimniãty ùrzãdową akùrôtną òchrónią.
Öhabuk vai Ökägi (latin.: Caprimulgus europaeus) om levitadud kezalind. Mülüb Todesižed öhabukad-sugukundha. Erištadas kuz' alaerikod.
Pezoitelese Evropas i Azijan päivlaskmas da keskuses. Navedib harvoid kanghid, čapatesid, bizirkoid, pustolänid, Suvievropas eläb ogahakahas penzhištos. Ökägi tal'vdub Afrikas Saharan suvemb.
Eläb aktivižešti öidme. Sötlese gavedil il'mas.
Öhabuk vai Ökägi (latin.: Caprimulgus europaeus) om levitadud kezalind. Mülüb Todesižed öhabukad-sugukundha. Erištadas kuz' alaerikod.
Pezoitelese Evropas i Azijan päivlaskmas da keskuses. Navedib harvoid kanghid, čapatesid, bizirkoid, pustolänid, Suvievropas eläb ogahakahas penzhištos. Ökägi tal'vdub Afrikas Saharan suvemb.
Eläb aktivižešti öidme. Sötlese gavedil il'mas.
Şivanxapînok, şevangîrok, şevanlêvînk, mitik an jî xapxapok (Caprimulgus europaeus), balindeyeke şevger e. 25-27 cm dirêj e. Serê wî pan û tepşî ye û çav mezin in, nikulê wî kurt e bin pan. Devê wî mezin e, li xavokên wî hindek dav simbêlên zivir ên dirêj pê ve ne. Rengê wî qehwayiyekî pêtî ye. Pinî û gîx û ravên qehwayî yên tarî û gewr û reş lê ne. Rengê axê didinê. Çengan û kuriyê tîvarêzikên aşkera lê ne û hindek piniyên spî li perên şaperveşêr hene.
Το Γιδοβύζι είναι νυκτόβιο πτηνό της οικογενείας των Αιγοθηλιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Caprimulgus europaeus και περιλαμβάνει 6 υποείδη. [4]
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Caprimulgus europaeus meridionalis Ε. Hartert, 1896, αλλά κατά τη μετανάστευση πιθανόν να υπάρχει ανάμιξη πληθυσμών με το Caprimulgus europaeus europaeus Linnaeus, 1758.
Η επιστημονική ονομασία του γένους Caprimulgus, αλλά και του γένους Aegotheles της Ωκεανίας, μεταφράζονται στα ελληνικά με την ίδια ακριβώς λέξη: Αιγοθήλης. Άλλωστε, η πρώτη ονομασία είναι το αντίστοιχο της δεύτερης, μόνο που είναι λατινική: căprĭmulgus, i, m. caper-mulgeo [5] και, σημαίνει «αυτός που θηλάζει την αίγα (κατσίκα)» παλαιότατη ονομασία βασισμένη στις ανθρώπινες δοξασίες (βλ. Κουλτούρα).
Με τη συγκεκριμένη, όμως, μετάφραση προκύπτει το εξής πρόβλημα: δεν υπάρχει τρόπος να διαχωριστούν τα 2 γένη ονοματολογικά στην ελληνική γλώσσα, δηλαδή η ονομασία Αιγοθήλης σημαίνει τόσο το γένος Caprimulgus όσο και το Aegotheles. Κανονικά, η λέξη Αιγοθήλης πρέπει να είναι η απόδοση μόνο του όρου Aegotheles, οπότε το πρόβλημα μεταφέρεται στην απόδοση του Caprimulgus, με την τεχνητή λέξη «Καπρίμουλγος» να είναι μάλλον αδόκιμη και υπερβολική.
Στην ελληνική βιβλιογραφία, επειδή τα δύο γένη είναι γεωγραφικά απομακρυσμένα μεταξύ τους, έχει επικρατήσει -λανθασμένα- η απόδοση του Caprimulgus με το Aιγοθήλης, αλλά με την υποσημείωση «στον ευρωπαϊκό ή ελλαδικό χώρο». [6]. Αντίθετα, η απόδοση των δύο αντίστοιχων οικογενειών Caprimulgidae και Aegothelidae, μπορεί κάλλιστα να γίνει με τους όρους Καπριμουλγίδες και Αιγοθηλίδες, αλλά το πρόβλημα με τα γένη παραμένει.
Στο παρόν λήμμα, δεν υφίσταται πρόβλημα απόδοσης του γένους, λόγω της χρήσης της κοινής ονομασίας Γιδοβύζι, η δε απόδοση της ονομασίας των οικογενειών μπορεί να λυθεί με την παράθεση των όρων Καπριμουλγίδες και Αιγοθηλίδες, δίπλα στα λήμματα (βλ. και Ταξινομοπλαίσιο).
Η αγγλική του ονομασία Nightjar έχει «ηχητική» ετυμολογία και προέρχεται από το χαρακτηριστικό τριλιστό κάλεσμα του πουλιού, που ακούγεται κατά τη διάρκεια της νύχτας (βλ. Φωνή).
Το Caprimulgus europaeus είναι αποκλειστικά είδος του Παλαιού Κόσμου και το μοναδικό που απαντά στην Ευρώπη. Είναι πλήρως μεταναστευτικό και έρχεται στην ήπειρο, μόνο για να αναπαραχθεί κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, ενώ η διαχείμαση όλων των υποειδών πραγματοποιείται στην Αφρική εκτός από ένα υποείδος που διαχειμάζει τόσο στην Αφρική όσο και στην ινδική υποήπειρο.
Η φθινοπωρινή μετανάστευση για τις περιοχές διαχείμασης ξεκινάει από τον Ιούλιο (Αύγουστο για το ευρωπαϊκό υποείδος) και, ήδη μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου (Σεπτεμβρίου για το ευρωπαϊκό υποείδος), τα περισσότερα πουλιά έχουν αναχωρήσει. Η εαρινή επιστροφή στα εδάφη αναπαραγωγής αρχίζει στα μέσα Απριλίου και έχει ολοκληρωθεί μέχρι το δεύτερο δεκαήμερο του Μαΐου.
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ισλανδία και τις Φερόες, τη Γκάνα, τη Σιέρρα Λεόνε και τις Σεϋχέλλες. [1]
Στην Ελλάδα, το γιδοβύζι είναι καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης , αλλά διέρχονται και άτομα που είναι μεταναστευτικά. [7]
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στην Ελλάδα)
Το γιδοβύζι προτιμάει τα ξηρά, ζεστά, ανοικτά τοπία με επαρκή ποσότητα εντόμων κατά τις νυχτερινές πτήσεις. Στην Ευρώπη, οι προτιμώμενοι οικότοποι περιλαμβάνουν ερεικώνες, αμμώδη πευκοδάση με μεγάλα ξέφωτα και περιοχές με πτεριδόφυτα. Εμφανίζεται επίσης, ιδιαίτερα στη νότια και νοτιοανατολική Ευρώπη, σε βραχώδεις, αμμώδεις ανοικτούς χώρους με μακί και, μερικές φορές σε αμμοθίνες με χαμηλή βλάστηση. Στην κεντρική Ευρώπη δείχνει προτίμηση σε πιο υποβαθμισμένα περιβάλλοντα, όπως ζώνες στρατιωτικής εκπαίδευσης ή εγκαταλελειμμένα ορυχεία. Στη βόρεια Αφρική, οι εκεί πληθυσμοί προτιμούν βραχώδεις, με αραιούς θάμνους, περιοχές. Κλειστές, δασικές περιοχές, γενικά αποφεύγονται από όλα τα υποείδη, όπως και τα καθαρά ερημικά τοπία, εκτός από το υποείδος C. e plumipes, που μπορεί να απαντά στις περιφερειακές περιοχές της ερήμου Γκόμπι. Σε γενικές γραμμές, το είδος αγαπάει τα ζεστά σημεία των πεδινών περιοχών, αλλά κάτω από ευνοϊκές συνθήκες τροφής, μπορεί να αναπαράγεται σε υποαλπικά τοπία. Στην Ασία, τα εκεί υποείδη μπορεί να απαντούν πάνω από τα 3000 μέτρα, ενώ στις περιοχές διαχείμασης, ακόμη και στα όρια της γραμμής-χιόνος στα 5000 μέτρα, περίπου.
Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για τις περιοχές αναπαραγωγής, το γιδοβύζι δεν αποφεύγει τους ανθρώπους. Μάλιστα, οι περιφερειακοί μικροί οικισμοί με ελαφρή κτηνοτροφία και η επακόλουθη προσέλκυση εντόμων, αποτελούν αρκετές φορές ιδανική λύση.
Στην Ελλάδα απαντά συνήθως στις παρυφές των δασών, ανοικτές θαμνώδεις περιοχές με διάσπαρτα δένδρα και ημιερημικές τοποθεσίες. [7]
Το γιδοβύζι ανήκει σε μία μεγάλη τάξη πτηνών που περιλαμβάνει μερικά από τα πιο «περίεργα» μέλη του ιπτάμενου κόσμου, αν και το συγκεκριμένο είδος δεν ανήκει στις πιο ακραίες περιπτώσεις. Πάντως, τα ιδιόμορφα χαρακτηριστικά του, οι συνήθειες και η φωνή του, το κάνουν εύκολα αναγνωρίσιμο στην παρατήρηση πεδίου, αν και είναι ευκολότερο να το ακούσει κάποιος παρά να το δει.
Είναι μετρίου μεγέθους πτηνό με σταχτόγκριζο-καφετί χρώμα, που έχει δύο κύρια μορφολογικά χαρακτηριστικά: μεγάλo, ευρέως πεπλατυσμένο κεφάλι στην άνω επιφάνεια [9] και ακόμη μεγαλύτερο, ασυνήθιστα δυσανάλογο του ράμφους του, στοματικό άνοιγμα. Το όλο σύνολο, δίνει στο γιδοβύζι μία, τρόπος του λέγειν, «όψη ερπετού» που, σε συνδυασμό με το νυχτερινό του κάλεσμα, έδωσε πάτημα σε σωρεία θρύλων και παραδόσεων (βλ. Κουλτούρα).
Οι πτέρυγες είναι πολύ μεγάλες σε σχέση με το μήκος σώματος, αλλά ταυτόχρονα, οξύληκτες. Το μαύρο, ίσιο ράμφος είναι μικρό μεν, αλλά πεπλατυσμένο και φέρει χαρακτηριστικές μακριές, σκληρές τρίχες (σμήριγγες) στην βάση του. Στην εμπρόσθια περιοχή του λαιμού (throat), φέρει χαρακτηριστική λευκή ταινία, ενώ τα κοντά και αδύνατα [10] πόδια είναι καφεκόκκινα και φέρουν επιμηκυσμένο μεσαίο δάκτυλο που, πάντως, δεν διακρίνεται από μακριά.
Το αρσενικό διαφέρει από το θηλυκό στο ότι, φέρει τρεις λευκές κηλίδες στην άκρη των πτερύγων (πρωτεύοντα ερετικά) [11] και στα πηδαλιώδη φτερά της ουράς, ενώ η λευκή ταινία στο λαιμό είναι πιο θαμπή. Στα νεαρά αρσενικά άτομα, οι περιοχές αυτές στις πτέρυγες έχουν ακόμη καφετί χρώμα, ενώ το γενικότερο παρουσιαστικό τους θυμίζει εκείνο των θηλυκών.
Γενικότερα, το πτέρωμα με τις χαρακτηριστικές ραβδώσεις θυμίζει έντονα εκείνο του -κατά πολύ μικρότερου- στραβολαίμη (Jynx torquilla), οι πτέρυγες εκείνες των χελιδονιών, ενώ η εξαιρετικά βελούδινη «αίσθηση» του πτερώματος φέρνει στο νου εκείνη των Γλαυκόμορφων, υπενθυμίζοντας την στενή συγγένεια μεταξύ των δύο τάξεων.
Ένα ακόμη αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό αποτελούν οι οφθαλμοί του που, ενώ κατά τη διάρκεια της νύχτας είναι μεγάλοι και στρογγυλοί, την ημέρα «μετατρέπονται» σε γραμμοειδείς σχισμές (slits), προφανώς για να συμμετέχουν στο όσο το δυνατόν επιτυχημένο καμουφλάζ του, όταν κάθεται. [13]
Η διατροφή του αποτελείται από διάφορα ιπτάμενα έντομα, με την πλειοψηφία των θηραμάτων να είναι Λεπιδόπτερα και Κολεόπτερα, τα οποία προτιμώνται ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής. Από τα Λεπιδόπτερα, πάλι, δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στις νυχτοπεταλούδες (moths), που άλλωστε, αφθονούν κατά τις νυκτερινές ώρες που κυνηγάει το γιδοβύζι. Επιπλέον, περιλαμβάνονται Δίπτερα, Εφημεροπτέρα, Ημίπτερα και Υμενόπτερα στο διαιτολόγιο. Στα στομάχια νεκρών ατόμων, που έχουν εξεταστεί, έχουν βρεθεί κατά καιρούς ψήγματα άμμου ή ψιλό χαλίκι, αλλά και φυτικά υπολείμματα, που πιθανώς ήσαν τυχαία.
Τα γιδοβύζια είναι, κατά τη διάρκεια όλου του χρόνου, πτηνά ενεργά στο λιγοστό φως (crepuscular) ή/και νυκτόβια, με τη δραστηριότητά τους να αρχίζει αμέσως μετά την δύση του ηλίου και να τελειώνει την αυγή. Όταν η επάρκεια της τροφής είναι μεγάλη, το πουλί μπορεί να αναπαυθεί από το κυνήγι κατά τα μεσάνυχτα, κάνοντας μεγάλα διαλείμματα.
Η πτήση του θυμίζει λίγο εκείνη του γερακιού, αλλά τα γρήγορα φτεροκοπήματά του έχουν χαρακτηριστεί σαν εκείνα μιας νυχτοπεταλούδας. Πετάει με επιδεξιότητα, ιδιαίτερα όταν αλλάζει κατεύθυνση με μεγάλη ευκολία, ενώ συχνά αιωρείται ακίνητο στον αέρα, όπως κάνουν πολλά γεράκια (hovering). [13] Όταν κινείται στο έδαφος, κουνάει συχνά την ουρά του δεξιά-αριστερά, ιδιαίτερα όταν είναι εξιταρισμένο. Η πτήση του είναι κανονικά «σιωπηλή», αλλά όταν ερωτοτροπεί κτυπάει τις φτερούγες του μεταξύ τους, με ένα τρόπο που θυμίζει χειροκρότημα (sic) (clapping). [13]
Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, το γιδοβύζι ποτέ δεν κυνηγάει έντομα με το στόμα ανοικτό, απλώς το τεράστιο άνοιγμά του, επιτρέπει στο πουλί να συλλαμβάνει τη λεία του εν πτήσει με μεγάλη ευκολία, «σαρώνοντας» τον αέρα. Ο τρόπος που συλλαμβάνει τα έντομα θυμίζει έντονα εκείνον του μυγοχάφτη, ενώ πολύ σπάνια μπορεί να κυνηγάει τη λεία του στο έδαφος.
Περνά τη μέρα συνήθως πάνω στο έδαφος, αλλά και πάνω σε πέτρες ή κορμούς δέντρων ή σε κλαδιά, πάντοτε όμως, με το σώμα τοποθετημένο κατά μήκος του αντικειμένου, για καμουφλάζ. Μάλιστα, κατά την αναπαραγωγική περίοδο, επισκέπτεται το ίδιο σημείο ανάπαυλας για εβδομάδες, ενώ είναι εξαιρετικά δύσκολο να το δει κανείς, ακόμη και άν περάσει από δίπλα του, διότι μοιάζει με ξερό κλαδί ή φλοιό δένδρου. Μένει εντελώς ακίνητο και, βλέπει έχοντας τα μάτια μισόκλειστα, από μικρά σχισμοειδή ανοίγματα που αφήνει με τα βλέφαρά του. Όταν ο παρείσακτος πλησιάζει, παραμένει «παγωμένο» μέχρι και την τελευταία στιγμή και μόνον όταν προσεγγιστεί σε απόσταση λίγων εκατοστών, το πουλί πετά ξαφνικά, με μία απότομη κραυγή (alarm croak), αλλά μετά από 20 έως 40 μέτρα προσγειώνεται και πάλι.
Το είδος είναι ελάχιστα κοινωνικό και, σπάνια σχηματίζει μικρές ομάδες (κυρίως κατά την αποδημία), [13] ενώ ακόμη και στις περιοχές διαχείμασης κάθεται μόνο του. Στα γιδοβύζια αρέσει πολύ να λιάζονται, αλλά και να κάνουν «λουτρά» με χώμα.
Τα γιδοβύζια, εκτός των άλλων στοιχείων που τα κάνουν ξεχωριστά στον κόσμο των πτηνών, έχουν και ιδιόρρυθμη φωνή που, μάλιστα, είναι εκείνη που καθιστά αντιληπτή την παρουσία τους, αφού έτσι κι αλλιώς είναι δραστήρια τη νύχτα και είναι πολύ δύσκολο να τα δει κάποιος κατά τη διάρκεια της ημέρας. Το χαρακτηριστικό αυτό κάλεσμα ακούγεται το σούρουπο και τη νύχτα, κατά τη διάρκεια των ανοιξιάτικων και καλοκαιρινών μηνών. [13] Είναι ένα πολύ ιδιαίτερο τρίλισμα, που έχει περιγραφεί ως ένα διαρκές βουητό τσουουoυρ, αλλά με απότομες αλλαγές στη συχνότητά (pitch) του, το οποίο έχει δώσει και την αγγλική ονομασία στο πουλί.
Σε καταγραφές που έχουν πραγματοποιηθεί, φαίνεται ότι παράγεται με την υποβοήθηση της κάτω σιαγόνας του ράμφους, η οποία πάλλεται, ενώ ταυτόχρονα διαστέλλεται η εμπρόσθια επιφάνεια του λαιμού σε σημείο που να απλώνονται τα καλυπτήρια φτερά της περιοχής. Συνήθως αρθρώνεται από το σημείο-καμουφλάζ του πτηνού, ένα κλαδί ή πεσμένο κορμό ή πέτρα, σπάνια από εκτεθειμένο σημείο (perch).
Τα γιδοβύζια είναι ικανά προς αναπαραγωγή από το καλοκαίρι του 2ου έτους της ηλικίας τους, αλλά συνήθως φωλιάζουν ένα χρόνο αργότερα. Τα αρσενικά έρχονται περίπου 10 ημέρες νωρίτερα από τα θηλυκά, διαλέγουν την περιοχή φωλιάσματος και την υπερασπίζονται πολύ σκληρά από τα άλλα αρσενικά. Οι σκηνές επίδειξης προς τα θηλυκά είναι, αρκετές φορές, εντυπωσιακές και περιλαμβάνουν κατακόρυφες πτήσεις, με τις πτέρυγες σε σχήμα ‘V’ και την ουρά ανοιγμένη για να φαίνονται τα λευκά σημάδια της. Τότε είναι που τα αρσενικά κτυπάνε τα φτερά τους με ένα ιδιαίτερο τρόπο που θυμίζει «χειροκρότημα».
Αναπαράγονται σε περιοχές με σχετικά αραιή βλάστηση (βλ. Βιότοπος), αλλά με φυτική κάλυψη επαρκή για προστασία, συνήθως σε ερεικώνες, ενώ πολύ σπάνια φωλιάζουν κοντά σε ακτές. [15] Η εποχή φωλιάσματος ξεκινάει συνήθως στα μέσα Μαΐου και η γέννα μπορεί να είναι διπλή, συμβαίνει δηλαδή δύο φορές μέσα σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο. Συνήθως οι βόρειοι πληθυσμού γεννάνε μία φορά, ενώ δύο φορές οι νοτιότεροι.
Φωλιά δεν υφίσταται, αφού το θηλυκό γεννάει κατ’ευθείαν πάνω στο έδαφος ή πάνω σε ξερά φύλλα [12] και, μάλιστα, πολλές φορές όταν επωάζει τα αυγά, τα «ρολάρει» κάτω από το σώμα της όταν αλλάζει θέση. [15]
Η γέννα αποτελείται σχεδόν πάντοτε από 2 αυγά, που εναποτίθενται σε διάστημα 36 ωρών μεταξύ τους, κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η επώαση, που διαρκεί 18 ημέρες, ξεκινάει από το πρώτο αυγό και, πραγματοποιείται και από τους δύο γονείς, κυρίως όμως από το θηλυκό που επωάζει περισσότερο κατά τη διάρκεια της ημέρας. [15] Όταν υπάρξει παρενόχληση της φωλιάς, το θηλυκό προσπαθεί να αποσπάσει την προσοχή του εισβολέα «κουλουριάζοντας» το σώμα της και βγάζοντας κραυγές. Πολύ σπάνια έχουν παρατηρηθεί 3 ή και 4 αυγά, αλλά μάλλον πρόκειται περί «εμπλοκής» δεύτερου θηλυκού στο σημείο φωλιάσματος.
Η εκκόλαψη πραγματοποιείται με διάστημα 1-2 ημερών μεταξύ των νεοσσών, οι οποίοι είναι αρκετά ανεπτυγμένοι (semiprecocial) και, μάλιστα, έχουν ανοικτά μάτια από την εκκόλαψή τους ενώ, αν υπάρξει ανάγκη, μπορεί να μετακινηθούν από τη φωλιά με τη βοήθεια των γονιών τους. Το διαιτολόγιό τους περιλαμβάνει αποκλειστικά έντομα και, μπορεί να περιλαμβάνει μέχρι και 10 νυχτερινές σιτίσεις από αυτά. Η αποβολή των συστατικών που δεν χωνεύονται πραγματοποιείται στο περιβάλλον της φωλιάς πράγμα που, πολλές φορές, προδίδει τη θέση της. Οι νεοσσοί επιτηρούνται στενά από τους γονείς τους και, μετά από δύο εβδομάδες, περίπου, αναλαμβάνει τη φροντίδα τους το αρσενικό, με το θηλυκό να ετοιμάζεται για τη δεύτερη γέννα. Είναι ικανοί προς πτήση στις 16-18 ημέρες, ενώ ανεξαρτητοποιούνται στις 31-34 ημέρες, περίπου. [15]
Στην Ελλάδα, το γιδοβύζι έρχεται από τον Απρίλιο για να αναπαραχθεί σε όλη τη χώρα και, μένει μέχρι τον Οκτώβριο, περίπου, οπότε αναχωρεί για τις αφρικανικές περιοχές διαχείμασης. [7]
Όπως συνέβη και με άλλους κυνηγούς ιπτάμενων εντόμων, οι πληθυσμοί του είδους μειώθηκαν σε πολλά μέρη της Ευρώπης, ήδη από τα μέσα του περασμένου αιώνα. Αυτό, στις περιοχές αναπαραγωγής, οφειλόταν ιδίως στην καταστροφή των οικοτόπων και την περαιτέρω εντατικοποίηση χρήσης εντομοκτόνων, αλλά και στις περιοχές διαχείμασης, η αυξανόμενη χρήση εντομοκτόνων και φυτοφαρμάκων φαίνεται να τις επηρεάζει όλο και περισσότερο. Σε ορισμένες περιοχές, ωστόσο, το είδος δείχνει ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια με τη χρήση δευτερογενών ενδιαιτημάτων, σημαντική ανάκαμψη. Σε όλη την Ευρώπη, το είδος έχει χαρακτηριστεί ως D (μειούμενο, Declining). Στη Γερμανία, Ελβετία, Ολλανδία, Τσεχία και Αυστρία, το γιδοβύζι εμφανίζεται στην Κόκκινη Λίστα.
Γενικά, η IUCN, έχει χαρακτηρίσει το είδος ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), παγκοσμίως, αλλά με καθοδικές τάσεις. [1], ενώ για την Ελλάδα τα στοιχεία είναι ανεπαρκή.
Οι λαϊκές ονομασίες του είδους (βλ. Άλλες ονομασίες) φανερώνουν και τη γνώμη που είχαν σχηματίσει οι άνθρωποι γι’αυτό. Πίστευαν δηλαδή ότι, πλησίαζαν στους στάβλους κατά το σούρουπο και, βύζαιναν τα αιγοπρόβατα -κυρίως τις κατσίκες-, με αποτέλεσμα να μην έχουν γάλα το πρωί ή/και να αρρωσταίνουν. Η αλήθεια είναι, ότι όντως τα πουλιά πλησιάζουν τα συγκεκριμένα ενδιαιτήματα, όχι όμως για να «αρμέξουν» τα ζώα, αλλά γιατί εκεί υπάρχει πολύ μεγάλη συγκέντρωση από ιπτάμενα έντομα, κυρίως νυχτοπεταλούδες που έλκονται από τις -συνήθως κρεμασμένες στα χωριά- λάμπες λαδιού και, που αποτελούν το κύριο θήραμά τους.
Το αφύσικα μεγάλο στόμα τους ενίσχυε αυτό το θρύλο, πράγμα που δεν συνέβαινε μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Μάλιστα, στο Ηνωμένο Βασίλειο ή όψη ερπετού που εμφανίζει, του έχει δώσει τη λαϊκή ονομασία «ιπτάμενο βατράχι» (flying toad).
Το ίδιο ισχύει και για τη μυστηριώδη τριλιστή φωνή του, που προκαλούσε δέος στους νυχτερινούς διαβάτες των βρεττανικών αγροτικών περιοχών και το έλεγαν «πουλί-φάντασμα» (Ghost-fowl), ή «το αδράχτι της Jenny» (Jenny’s spinner).
Στον ελλαδικό χώρο τo Γιδοβύζι απαντά και με τις ονομασίες Γιδοβύζης, Γιδοβύζα, Γιδοβυζάστρα, Βυζάστρα, Λαγοβυζάστρα, Προβατοβύζι, Αιγοβυζάστρα, Βυζανιάρης, Βυζάστακας, Πλάνος (Κυκλάδες), Νυκτοβάτης, Νυχτοπάτης (Αττική), Κάτσουλας, Χλούφτης (Κρήτη), Καμπούρης (Μάνη), Νυχτοπούλι, Νυχτοχελίδονο, Νυχτογέρακο.Παλιόπατος(Λεσβος)
Το Γιδοβύζι είναι νυκτόβιο πτηνό της οικογενείας των Αιγοθηλιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Caprimulgus europaeus και περιλαμβάνει 6 υποείδη.
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Caprimulgus europaeus meridionalis Ε. Hartert, 1896, αλλά κατά τη μετανάστευση πιθανόν να υπάρχει ανάμιξη πληθυσμών με το Caprimulgus europaeus europaeus Linnaeus, 1758.
Тур качаки - шăнкăрчран самаях пысăк кайăк, çакă унăн хӳрипе çунаттисем вăрăм пулнинчен те килет. Çăмартисем (2) шурă, хăмăр пăнчăсемлĕ. Ятарласа йăва тумасть, типĕрех çулçăсемлĕ вырăна тăвать çăмартине. Чĕпписем утă уйăхĕнче тухаççĕ. Йăви патĕнче хăрушлăх пулсан ашшĕ-амăшĕ тĕрлĕ хусканусем туса тăшмана аякалла илĕртсе каяççĕ. Тур качаки каçхи кайăк, çавăнпа та ăна курма питĕ йывăр. Кăнтăрла вăл пытанса пурăнать. Каçхи хурт-кăпшанкăсемпе тăранса пурăнать. Лайăх курма ăна пысăк та çивĕч куçĕсем пулăшаççĕ. Çынран ытлашши хăрамасть. Çуркунне ака уйăхĕн вĕçĕнче килеççĕ, чĕпписем утă уйăхĕнче, ыттисем çурла уйăхĕнче кăнтăралла çул тытаççĕ. Пирĕн тăрăхра анлă сарăлнă кайăк, вĕсене эпир сайра тĕл пулни вĕсем ытларах каçхине вĕçнĕрен тата хăйсем хура тĕслĕ пулнăран килет, ăна сассинчен кăна палласа илме пулать.
Тур качаки - шăнкăрчран самаях пысăк кайăк, çакă унăн хӳрипе çунаттисем вăрăм пулнинчен те килет. Çăмартисем (2) шурă, хăмăр пăнчăсемлĕ. Ятарласа йăва тумасть, типĕрех çулçăсемлĕ вырăна тăвать çăмартине. Чĕпписем утă уйăхĕнче тухаççĕ. Йăви патĕнче хăрушлăх пулсан ашшĕ-амăшĕ тĕрлĕ хусканусем туса тăшмана аякалла илĕртсе каяççĕ. Тур качаки каçхи кайăк, çавăнпа та ăна курма питĕ йывăр. Кăнтăрла вăл пытанса пурăнать. Каçхи хурт-кăпшанкăсемпе тăранса пурăнать. Лайăх курма ăна пысăк та çивĕч куçĕсем пулăшаççĕ. Çынран ытлашши хăрамасть. Çуркунне ака уйăхĕн вĕçĕнче килеççĕ, чĕпписем утă уйăхĕнче, ыттисем çурла уйăхĕнче кăнтăралла çул тытаççĕ. Пирĕн тăрăхра анлă сарăлнă кайăк, вĕсене эпир сайра тĕл пулни вĕсем ытларах каçхине вĕçнĕрен тата хăйсем хура тĕслĕ пулнăран килет, ăна сассинчен кăна палласа илме пулать.
Бжэнщlэф (лат-бз.: Caprimulgus europaeus, ур-бз.: Козодой) — жэшбзу, бжэнщlэф-лъэпкъым ящыщ, гъэмахуэкlэ Еуразием икумкlэ, Африкэм ишъхъэрэ-къуэхьапlэ щопсохэ. Я инагъымкlэ бзуупцlэм хуэдиз мэхъухэр, ифэр гъуабджэ-псыфу щыту, пхъафэм, тхьампэ пыхуахэм къыхимгъэщу. Адрей бзу лъэпкъым хэтхэм хуэдууи нэшхуэхэр иlа, пэ кlэкl пыт (кlэкl шъхьакlэ бгъууэ щыт), и лъакъуэхэри кlэкlыу, шlым къыщикlухьын, иэ къудамэр пиубыдыкlын тегъэпсыхьакъым (абы шъхьакlэ къудамэм икlыхьагъымкlэ тотlысхьахэ, адрей бзухэм хуэмыду). Здэпсохэр уэздыгъэмэз нэхухэм, мэз здырахахэм, мэзыку губгъуэхэм, Ипшъэ Еуропэм - тхьмпэпымыху, гъэпсом удзыфу щыт пабжъэ-банэхэм хэсхэ. Шlымахуэм мэкуэчхэ, Африкэм Сахарэ пшахъуалъэм нэхъ ипшъэмкlэ. Ишххэр хьапацlэ, цlыв lамэ, здэлъатэм яшъакlу.
Икlыхьагъыр см. 26 - 28 мэхъу, дамэ зэгуэхахэм я бгъуагъыр см. 54 - 60 мэхъу, я хьэлъагъыр г. 60 - 110 мэхъур. Икlыфэр тlэкlу кlыхьу щыт, кlыгуугум ем хуэду, дамэ кlыхь-памцlэхэмрэ, кlапэ кlыхьрэ иlу. Пэр кlэкl lэй икlы лlахуэу щыт, ауэ бгъуэшхуэ. Лъакъуэхэр кlэкl lэуэ щыт, шlым тес бзум уэплъмэ шlыгум икlыфэмкlэ зыкlэрикъузауэ тес хуэду щыт. Лъэхъуамбэ курытыр адрейхэм нэхъри нэхъ кlыхьу щыт, пэмыкl лъэхъуамбэхэмрэ абырэ я зэхуакур фэкlэ зэрыубыдауэ. Ицыр шъабу, пхъашу щыт, жьындум ям хуэду, абы шъхьакlэ нэхъ ин хуэду къыпщохъур зэрщытым нэхърэ. Ифэр зэр хэгъуэщэным, къыхэмщыным тегъэпсыхьа, бзу мыхъеуэ жыг къудамэм тесыр, иэ тхьампэ гъуа шlым телъым хэсмэ къэплъэгъун гугъ lэй. Икlыфэм ишъхьар гъуабджэ-псыфу щыт, уэгу гъуэплъ, фlыцlэ, гъуабджэ хэпхъауэ. Ныбафэр гъуабджэ-пшахъуафэ, уэгу нэхъ кlынфlу хэпхъауэ. Инэкlагъхэм фlыуэ къыхэщу, хужьу цlэла хуэду щыт. Ипшъэ лъэныкъуитlым хужьыбзу хъуреитl хэлъ (хъухэм), плъыжь (бзыхэм). Абы пэмыкlыу хъухэм я дамэпэхэми хужь хэлъ, кlапэц гъунэхэми япэм, адрей псомкlи хъухэмрэ бзыхэмрэ зэхуэду щытхэ. Бзу нэхъ кlалэхэр я сурэтымкlэ бзым нэхъ ехьчу щытхэ.Я пэр фlыцlэ, нэ хъуреягъхэр фlыцlэ-гъуабджу щыт.
Цlыху иэ псэушъхьа шъакlуэ къыбгъэдыхьу къышъэмэ бзу щысым, зыхегъэгъуащэ шlым иэ къудамэм зыкlэрикъузу. Ауэ гъунэгъущу бгъэдыхьамэ, бзур псынкlыу, шъэху долъэтей, мэ джыжьу зыкlыпэ олъэтыкl.
Ифэмкlи бжэнщlэфыр къыхэмыщу щыт шъхьакlэ иуэрэд джэlакlэмкlэ цlэрыlу щыт, адрей бзу макъхэм емыхьчу 1 км. ипэджыжьу ущыlами зэхэпху. Къэгор хъура, жыг гъуа къудамэм тесу мэзыку губгъуэм иэ мэзгъунэм итым. Иуэрэдыр мы джану, кlыхьу щыт «тр-р-р-р-р-р-р» джоуэ, хьандыркъуакъуэхэм джаlам ехьчу ауэ нэхъ ину. Апхуэдэ уэрэдыр зэпимыуду бджэхьашъхьам къыщыкlэдзауэ пщэджыжь нэгъунэ джеlа, имакъ инагъымрэ, уэрэдым икlыхьагъымрэ зэрихъуэкlыурэ. Бзу гъэщтам иуэрэдыр гомакъ «фирр-фирр-фирр...» хуэду зэпиудыфыну. Къэкуэча яуж хъум махуэ зытlущ дигъэкlауэ уэрэд джиlан кlедзэ, апхуэду гъэмахуэ псор йокlуэкlыр, тlэкlу щызэпиудыр бадзэуэгъуэм икум къыщыкlэдзауэ икlэм нэгъунэ.
Бжэнщlэфыр абгъуэ здишъыр, здэпсор ишъхъэрэ-къуэхьапlэ Африкэмрэ Еуразиэмрэ я хуабэ, курыт лъэныкъуэхэм, къуэкlыпlэмкlэ Байкалым нэсху. Еуропэ псом щопсоухэ, Хы Курытым ихы тlыгухэри хэту, ауэ Еуропэ курытым нэхъ макlыу. Нэхъ кlасу здэпсохэр Переней хы тlыгуныкъуэм, Къуэкlыпlэ Еуропэм. Здэмыпсохэр Ислэндым, Шотлэндымрэ Скандинавымрэ я ишъхъэрэ лъэныкъуэхэмрэ.
Здыхэсхэр шlыпlэ зэlухауэ, гъушъу щытхэм, дыгъэм фlыуэ къыгъэхуабэхэм. Абгъуэхэр яшъыным шъхьакlэ нэхъ къахуэсэбэпыр тхьампэ гъушъэ шlым телъыр, иэ езы лъэгур гъушъэфу щыту, хъуреягъыр фlыуэ къаплъыхьыфу, абгъуэм занкlыу, пари зэран хуэмыху дэлъэтеифыкlыну абы пэмыкlыу джэщ цlыв-хьапlацlэхэр куэду щыlану, игъуэтыфыну.
Кlасу уэздыгъэ мэзхэм кlотlысхьа иэ мэзкъуийхэм, зи лъэгу пшахъу щытхэм, мэз ихахэм я лъэныкъуэ гъунэхэм, губгъуэ гъунэхэм, псыхъуэхэм, псыпцlэхэм ягъунэгъу. Ипшъэ, ипшъэ-къуэкlыпlэ Еуропэм куэду гъэ псом удзыфу щыт, тхьмпэпымыху пабжъэхэм хэс "Макитахэм", я лэгур ныву иэ пшахъу щыту. ИИшъхъэрэ Африкэм нэхъыбу здыхэсыр бжъэпэхэм пабжъэ мы инхэр ятету, лъэгур ныву. Губгъуэхэм здэпсохэр псыхъуэхэм дэт мэзхэм, къуэхэм жыг гуп къыздэкlхэм иэ пабжъэхэм.
Бджэнкlэфыр бзу-куэчыхъуам хуэду, илъэс къэс джыжьу мэкуэчхэ бжыхьам. Лъэпкъым инэхъыбу Еуропэм иде абгъуэ зышъхэр шlымахуэр къуэкlыпlэ иэ ипшъэ Африкэм щыlахэ, бзухэм яныкъуэр къуэхьапlэ лъэныкъуэмкlэ мэлъатэхэ. Лъэпкъцlыкlу meridionalis-хэр, Хы Курытым, Къаукъазым щыпсохэр шlымахуэр ипшъэ иэ курыт Африкэм мэкуэчхэ, макlыу къуэхьапlэ лъэныкъуэмкlэ щыlахэ. Лъэпкъцlыкlу sarudnyi, unwini, dementievi губгъуэхэм иэ къушъхьа Азиэ Курытым щыпсохэр ипшъэ-къуэкlыпlэ Африкэм мэкуэчхэ. Абы пэмыкlыу Джуртейм, Пакистаным, ишъхъэрэ-къуэхьапlэ Индиэм unwini-хэм ящыщ мэлъатэхэ. Ипшъэ-къуэкlыпlэ Африкэм plumipes-хэми шlымахуэр яхьыр. Куэду куэчыр йокlуэкlыр, ауэ бзухэр гупу зэхэту лъатэхэкъым, зэрызурэ мэкуэчхэ.
Щызэфlэувэхэр етlуанэ илъэсур щекlуэкlым идежь ауэ шъхьагъусэ лъыхъуэн щыкlадзэр иджыри зы илъэс текlауэ абы яуж. Абгъуэхэм тlурытlу исхэ, инэхъыбэм япэгъэрей гъусэхэр зэхэхьажьурэ. Хъухэр махуэ 10 хуэдизкlэ бзыхэм нэхърэ нэхъ псынкlыу къагъэзэжьыр, абгъуэ здашъын пlэ лъыхъуу, яужкlэ уэрэд джэlан кlадзэ. Уэрэдхэр кlыхьурэ ирачажьэ, я дамэхэмкlэ ину тоуэхэ, зэгъачэрэзурэ къалъэтыхьхэ. Бзым пылъын щыкlидзэкlэ бджэнкlэфыр хьантlрабгъуэм хуэду хому мэлъатэ, зы пlэм имыкlыу жьм ерсу, апхуэдэм идежь ипкъыр занду щыт идамэхэр ину зэгуиху идамэцхэм хужь хъурей хэлъхэр игъэлъагъу.
Езы абгъуэр адрей бзухэм хуэду яшъкъым, джэдыкlэхэр шlым телъхэ: тхьампэхэм, уэздыгъей банэхэ къэшэшэхахэм яхэлъу. Нэхъыбэм пабжъэцlыкlу кlагъым иэ къудамэ къэхуэхахэм хэт "абгъуэр", ауэ ихъуреягъкlэ зэlухауэ (зиплъыхьыфын шъхьакlэ) иэ гузавэгъуэм шъэху, псынкlыу дэлъэтеифын.
Джэдыкlэ щыгъэтlылъыр накъыгъэм – мэкъуауэгъуэм, зэрыхъур нэхъыбэм 2, хуэкlыхьу щытху. Яфэр цlанлъу, лыду, хужьу иэ псыфу щыт нэхъ кlынфlу къуэлъэн хэлъу. Зэр тесыр махуэ 17 - 18 хуэдиз. Нэхъыбэм тесыр бзыра, зэзэмызэкlэ пщэджыжьым иэ бджэхьашъхьам хъум зэрехъуэкlыр.
Зэшъакlуэхэр цlыв, хьапацlэ лъэтэхэм бадзэхэм кlынфl щыхъум идежь. Нэхъыбу яубыдхэр джэщ-хьантlрабгъуэхэмрэ джэщ-цlывхэмрэ, нэхъ мыкlыу аргъуейхэр, гъудэхэр, бжъэхэр...
Шъакlуэн щыкlыдзэр джэщ рэрыхъум хуэду нэху мыхъу кlышъэ. Джэщым ишхын ирикъу игъуэтмэ зэпиудурэ зегъэпсэхур къудамэм иэ шlым тесу. Цlывхэр нэхъыбэм щылъатэм идежь еубыд, зэзэмызэкlэ къудамэм, нывэм, иэ пэмыкl гуэрэм тесу кlэлъыплъурэ. Джэщым шъэкlуа нэуж бджэнкlэфхэр махуэм мэжейхэ ауэ жыгкlуэцl гъуэхэм, бгъуэнкlагъхэм жъындухэм хуэду загъэпшкlукъым, къудамэм, шlым тотlысхьахэ.
Лъэпкъым ицlэр лат-бз. Caprimulgus. Абы лъэпкъцlыкlу 6 къыхагъэкlыр, я инагъхэмкlэ яфэмкlэ зэшъхьащыкlху:
Бжэнщlэф (лат-бз.: Caprimulgus europaeus, ур-бз.: Козодой) — жэшбзу, бжэнщlэф-лъэпкъым ящыщ, гъэмахуэкlэ Еуразием икумкlэ, Африкэм ишъхъэрэ-къуэхьапlэ щопсохэ. Я инагъымкlэ бзуупцlэм хуэдиз мэхъухэр, ифэр гъуабджэ-псыфу щыту, пхъафэм, тхьампэ пыхуахэм къыхимгъэщу. Адрей бзу лъэпкъым хэтхэм хуэдууи нэшхуэхэр иlа, пэ кlэкl пыт (кlэкl шъхьакlэ бгъууэ щыт), и лъакъуэхэри кlэкlыу, шlым къыщикlухьын, иэ къудамэр пиубыдыкlын тегъэпсыхьакъым (абы шъхьакlэ къудамэм икlыхьагъымкlэ тотlысхьахэ, адрей бзухэм хуэмыду). Здэпсохэр уэздыгъэмэз нэхухэм, мэз здырахахэм, мэзыку губгъуэхэм, Ипшъэ Еуропэм - тхьмпэпымыху, гъэпсом удзыфу щыт пабжъэ-банэхэм хэсхэ. Шlымахуэм мэкуэчхэ, Африкэм Сахарэ пшахъуалъэм нэхъ ипшъэмкlэ. Ишххэр хьапацlэ, цlыв lамэ, здэлъатэм яшъакlу.
Европската ноќна ластовица, Евроазиската ноќна ластовица или ноќната ластовица (Caprimulgus europaeus) е единствениот вид од семејството Ноќни ластовици во цела Европа и умерена Азија.
Ноќната ластовица доцна се преселува и ретко се појавува пред крајот на април и почеток на мај. Летното преселување се појавува во северна и централна Европа, а зимското во Африка.
Во јужна Европа и во потоплите делови од Африка и Азија, ја заменуваат други членови од фамилијата ластовици. Во Велика Британија и Ирска се појавува постојано, но во Шетланд и во други северни острови е позната како привремен преселник. Ноќната ластовица ја има и во Македонија.
Ноќните ластовици се долги 25 до 30 см, тежат од 50 до 100 g и имаат распон на крилјата од 53 до 61 см.
Мажјаците се разликуваат од женките по белите дамки на крилјата и опашката. Во време на парење, мажјакот лебди над женката, со крилјата кренати под остар агол, ја шири широко опашката за да ги покаже белите дамки.
Неговата песна е чуден чрчор и е сигурен начин за идентификација. Нежниот и механички звук што го создава, се крева и спушта - поради ветерот или вртењето на главата на птицата. Долната вилица ѝ вибрира, грлото е широко отворено, а пердувите накострешени. Кога чрчори, ластовицата е качена на дрво или на нешто друго.
Кога лета, ластовицата има мек звук но и остар и повторлив аларм, цуиик, цуииик. За време на парење користи остар звук кој го прави со удирање на крилјата над грбот.
Ластовицата лета навечер, најчесто на зајдисонце. Дење, лежи тивко на земјата, сокриена со перјата.
Ластовиците бараат храна од приквечер до наутро, најчесто ловејќи молци и други големи летачки инсекти.
Европската ноќна ластовица, Евроазиската ноќна ластовица или ноќната ластовица (Caprimulgus europaeus) е единствениот вид од семејството Ноќни ластовици во цела Европа и умерена Азија.
Звычайны ляляк (Caprimulgus europaeus) — птушка сямейства Сапраўдныя лялякі, роду Лялякі. Распаўсюджаны ў Эўразіі і ў паўночна-заходняй Афрыцы. На Беларусі сустракаецца на ўсёй тэрыторыі.
Памерамі з дразда, адрозьніваецца неяркім шэравата-бурым апярэньнем, якое добра хавае птушку на фоне кары ці лясной коўдры. Як і іншыя віды сямейства, мае вялікія вочы, кароткі клюў зь вельмі вялікім разрэзам рта і кароткія ногі, якія не вельмі падыходзяць для перамяшчэньня па зямлі і для абхоплівання галін дрэваў. Насяляе светлыя сасновыя бары, вырубкі, просекі, пустэчы. Харчуецца вусякамі, на якіх палюе зь лёту.
Ямка без высьцілкі пад прыкрыцьцем расьліннасьці.
Звычайны ляляк (Caprimulgus europaeus) — птушка сямейства Сапраўдныя лялякі, роду Лялякі. Распаўсюджаны ў Эўразіі і ў паўночна-заходняй Афрыцы. На Беларусі сустракаецца на ўсёй тэрыторыі.
Сæгъдуцæг[1] кæнæ хъугдæй[2][3], дыгуронау сæгъдоц[4] (лат. Tetrax tetrax, уырыс. Козодой) у маргъ.
Төн күгәрсене (рус. Козодой, лат. Caprimulgus europaeus)— иң төньяҡ һәм Антарктика өлөштәренән башҡа бөтә илдәрҙә йәшәй торған ҡош.
Төн күгәрсене (рус. Козодой, лат. Caprimulgus europaeus)— иң төньяҡ һәм Антарктика өлөштәренән башҡа бөтә илдәрҙә йәшәй торған ҡош.