Lupiidnat (Lupinus) lea eartašattosohka.
Lëpin (Lupinus L.) – to je szlach roscёnów z rodzëznë bòbòwatëch. W tim szlachù je kòlé 150-200 ôrtów.
Ògardowi lëpin pòwstôł we wёniku skrzëżowaniô rozmaitich zortów. Wyrôstô do 120 cm, mô sztiwné, grëbé, miãsёsté, rozgajdóné łodidżi i dłoniasté lëstë. Kwitnie w czerwińcu i lëpincu. Mô kwiatostón złożony z grona drobnëch kwiôtów na jedny matewczi. Rosce w kòżdi zemi, lubi słuńce, ùprawiô so gò na grządkach na cãti kwiatë. Rozwieli so pòprzez semiona wёséwané na zaczãtkù maja. Semiã mô trёjacé włôscёwòscё.
Lëpin (Lupinus L.) – to je szlach roscёnów z rodzëznë bòbòwatëch. W tim szlachù je kòlé 150-200 ôrtów.
Lüpin (latin.: Lupinus) om üks'voččiden i äivoččiden kazmusiden heim. Mülüb Bobanvuiččed-sugukundha. Läz 626 erikod, elonformad oleldas heinäd, pol'penzhaižed, pol'penzhad, penzhad.
Erikoden äjüz kazvab kahtel surel territorijal: Lupinus-alaheimon erikod (läz 10) kazdas Keskmeren maiš, Platycarpos-alaheimon (läz 200) — Amerikadme. Erikoiden tobj pala kazvab Andiden i Kordil'jeriden al'pižes i subal'pižes vöiš.
Kaik erikod oma seižujad kuivaigad vaste. Erased erikod kazdas rahvahatomiš letkesižiš maiš (Amerikan mägitahondad, Saharan oazisad). Severz'-se Pohjoižamerikan erikoid oma pakaiženvastaižed (oz., Lupinus arcticus). Keskmeren maiš lüpinad kazdas mererandaližil letkil, nituil, pustolänil, kall'oiden karoiš, oma kul'turkazmusiden rujoheinikš.
Jurišt om värtmudenvuitte i voib sadas 1..2 m süvüzid. Seikhed oma lehtesidenke, heinäsižed vai puižen vuitte. Lehtesed čereduišoiš, ned oma palakahad pit'kil varzil. Änikuz om toppaz ülähän, sen muju voib olda erazvuiččen mujun, kirjav, no sinine paksumba kaiked.
Otihe lüpinad kul'turkazmuseks nell' tuhad vozid tagaz. Kävutihe L. albus-erikod Amuižes Grekanmas, Egiptas i Rimalaižes imperijas kuti söm-, sötmiž-, zell'- i heretuzkazmuz. Amerikas inkad kul'turoitihe L. mutabilis-erikod 7.-6. voz'sadoil EME. Semetas Venämas vaiše nell' erikod sötmižkazmuseks: koume üks'vottušt (Lupinus angustifolius, Lupinus luteus, Lupinus albus) i üks' äivozne (Lupinus polyphyllus).
Anttas sötkeks kaloile kazvatandan aigan. Ištutadas dekorativižeks kazmuseks segoituses toižidenke änikoidenke. Eile nektarad lüpinan erikoil, no anttas heid'omad mezjäižile.
Lüpin (latin.: Lupinus) om üks'voččiden i äivoččiden kazmusiden heim. Mülüb Bobanvuiččed-sugukundha. Läz 626 erikod, elonformad oleldas heinäd, pol'penzhaižed, pol'penzhad, penzhad.
Milupini (Lupinus spp.) ni mimea ya nusufamilia Faboideae katika familia Fabaceae (miharagwe). Mbegu zao huitwa malupini. Spishi kadhaa hukuzwa ili kuvuna malupini kwa chakula cha watu, k.m. mlupini mweupe, mlupini majani-membamba, mlupini buluu na spishi ya Amerika ya Kusini Lupinus mutabilis. Spishi nyingine hukuzwa kwa malisho ya wanyama, k.m. mlupini mweupe, mlupini majani-membamba na mlupini njano. Lazima malupini yalowekwe katika maji na chumvi kwa muda wa siku kadhaa kabla kuyapika, kwa sababu yana sumu.
Milupini (Lupinus spp.) ni mimea ya nusufamilia Faboideae katika familia Fabaceae (miharagwe). Mbegu zao huitwa malupini. Spishi kadhaa hukuzwa ili kuvuna malupini kwa chakula cha watu, k.m. mlupini mweupe, mlupini majani-membamba, mlupini buluu na spishi ya Amerika ya Kusini Lupinus mutabilis. Spishi nyingine hukuzwa kwa malisho ya wanyama, k.m. mlupini mweupe, mlupini majani-membamba na mlupini njano. Lazima malupini yalowekwe katika maji na chumvi kwa muda wa siku kadhaa kabla kuyapika, kwa sababu yana sumu.
Q'ira (genus Lupinus) nisqakunaqa huk yurakunam, chaqallu yura rikch'aq aylluman kapuq.
Kaymi huk q'ira rikch'aqkuna:
Q'ira (genus Lupinus) nisqakunaqa huk yurakunam, chaqallu yura rikch'aq aylluman kapuq.
Το λούπινο είναι φυτό που ανήκει στην υποοικογένεια των ψυχανθών (Papilionoideae/Faboideae) στο γένος Lupinus. Υπάρχουν 300 είδη του φυτού και φύεται σε περιοχές της παραμεσόγειας Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Η καλλιέργεια του λούπινου στην Ελλάδα έχει εγκαταλειφθεί μιας και το θεωρούσαν ευτελές προϊόν.[1]
Το ύψος του ποικίλει από 0,80 μέχρι 1,5 μέτρα ανάλογα με την ποικιλία. Το φυτό είναι ποώδες, ορθόκλαδο, ετήσιο και αυτογόνιμο. Παρόλα αυτά με την βοήθεια εντόμων μπορεί να σταυρογονιμοποιηθεί. Έχει ριζικό σύστημα που αναπτύσσει διακλαδώσεις και μία κεντρική κατακόρυφη ρίζα. Τα φύλλα των λούπινων είναι σύνθετα παλαμοειδή και τα φυλλάρια τους εκπτύσσονται κυκλικά γύρω από την άκρη του μίσχου. Επικρατέστερες ποικιλίες που καλλιεργούνται σήμερα είναι :
Τα άνθη του μπορεί να έχουν λευκό, κίτρινο, κυανό ή και μαργαριτώδες χρώμα.[2][3] Η ποικιλία που συναντάμε στην Ελλάδα είναι το λευκό λούπινο (Lupinus albus)[1].
Για να ευδοκιμήσει η καλλιέργειά τους χρειάζεται έδαφος με περιεκτικότητα χαμηλότερη του 5% σε ασβέστιο. Ιδανικά εδάφη είναι αυτά με ph 5-7, αμμοπηλώδη και ελαφρά κοκκινοχώµατα. Είναι ιδανική καλλιέργεια για φτωχά εδάφη, χωρίς την ανάγκη ποτίσματος ή λίπανσης. Παρόλα αυτά σε αρδευόμενα χωράφια και με λίπανση, η καλλιέργεια δίνει μεγαλύτερη παραγωγή.
Η σπορά του γίνεται στις θερμότερες περιοχές το φθινόπωρο, ενώ στις βορειότερες και ορεινές στις αρχές της άνοιξης. Η σπορά μπορεί να γίνεται στα πεταχτά με το χέρι ή με μηχανή γραμμικά σε αποστάσεις που απέχουν 40-50 εκατοστά και 25 εκατοστά φυτό από φυτό σε κάθε γραμμή.
Η σπορά γίνεται στα 3 με 4 εκατοστά. Σε επικλινή εδάφη μπορεί να σπέρνονται οι σπόροι επιφανειακά χωρίς να καλύπτονται, επειδή μπορούν να φυτρώσουν με την υγρασία του εδάφους.
Τα λούπινα συλλέγονται µε θεριστική μηχανή, κατά κανόνα μέσα στον Αύγουστο, όταν το μεγαλύτερο μέρος των λοβών τους έχει αρχίσει να ωριμάζει.[2][3]
Οι κυριότερες ασθένειες που πλήττουν την καλλιέργεια του λούπινου είναι οι εξής[2]
Επίσης το λούπινο προσβάλλεται από το φουζάριο, την ριζοκτόνια.[2]
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ καλλιεργούνται περίπου 20 εκατομμύρια στρέμματα με λούπινα σε ολόκληρο τον κόσμο, εκ των οποίων το 60% καλλιεργείται για παραγωγή σπερμάτων και το 40% για βόσκηση, χλωρή λίπανση, κ.λ.π.[4][5]
Προϊόντα από λούπινο συναντάμε κυρίως στην Ευρώπη μιας και είναι κατάλληλα για χορτοφάγους, αν και η χώρα με τις μεγαλύτερες εξαγωγές παγκοσμίως είναι η Αυστραλία.
Χώρες με καλλιέργειες λούπινων στην Ευρώπη είναι η Γερμανία, η Ολλανδία και το Βέλγιο με ετήσια παραγωγή που ξεπερνά τους 200 χιλιάδες τόνους. Παγκόσμια πρωταθλήτρια στην παραγωγή λούπινων είναι η Αυστραλία με ετήσια παραγωγή ένα εκατομμύριο τόνους και 10 εκατομμύρια στρέμματα. Παραγωγή την οποία επιθυμεί να αυξήσει με τη χρήση βελτιωμένων τεχνικών καλλιέργειας αλλά και νέων ποικιλιών του φυτού για την μελλοντική κάλυψη της ολοένα αυξανόμενης παγκόσμιας ζήτησης.[4]
Οι στρεμματικές του αποδόσεις μπορεί να είναι 250-500 κιλά /στρέμμα. Τα λούπινα μπορούν να δώσουν σύμφωνα με στοιχεία από την Γαλλία ένα ακαθάριστο ετήσιο εισόδημα της τάξεως των 300-500€ το στρέμμα και καθαρό εισόδημα 200- 400€ το στρέμμα.[5]
Το φυτό πρωτοκαλλιεργήθηκε στην Αίγυπτο. Κουβαλά ιστορία 3000 χρόνων στην Μεσόγειο και συναντάται στην Αρχαία Ελλάδα[5]. Υπάρχουν αναφορές από τον Θεόφραστο και τον Διοσκουρίδη που αναφέρονται σε αυτό με την ονομασία «θέρμος»[6][7] (ο ήμερος) και αναγνωρίζουν δύο ποικιλίες – την πικρή και τη γλυκιά. Ο Φλωρεντίνος αναφέρεται στην ωφέλεια της καλλιέργειας του λούπινου για τα χωράφια καθώς τα κάνει γόνιμα. Γεγονός που ευσταθεί, καθώς το φυτό απορροφά άζωτο από την ατμόσφαιρα και μετά το χρησιμοποιεί αλλά και το αποθηκεύει στις ρίζες του.[8]
Είναι κατάλληλο για ζωοτροφές, για λίπασμα, για βρώση αλλά και σαν καλλωπιστικό φυτό.[4]
Οι καρποί του μπορούν με την κατάλληλη επεξεργασία να γίνουν αλεύρι, λάδι, να αντικαταστήσουν το κρέας και τα αυγά ή εναλλακτικά να φαγωθούν χλωροί.[4][5]
Η διαδικασία προετοιμασίας των καρπών ώστε να γίνουν βρώσιμοι λόγω των αλκαλοειδών[9] ουσιών που περιέχουν, προϋποθέτει το βράσιμό τους μερικώς και την παραμονή τους σε θαλασσινό νερό για αρκετές ημέρες. Επίσης το ξεπίκρισμα επιτυγχάνεται με το καβούρδισμα του καρπού[3]. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, ο Γερμανός βοτανολόγος Ράινχολντ φον Σένγκμπους κατάφερε να αναπτύξει μετά από πειράματα και διασταυρώσεις, ποικιλίες λευκού και κίτρινου (ιθαγενούς στη δυτική Μεσόγειο) λούπινου (L. luteus) με σχεδόν μηδενική περιεκτικότητα σε αλκαλοειδή τις οποίες ονόμασε «γλυκές», λύνοντας έτσι το πρόβλημα ξεπικρίσματος των καρπών. Διαφορετικές ονομασίες του φυτού ανά την Ελλάδα είναι οι παρακάτω : λούμπινα, λουμπούνια, λούμπουνα, λουμπίνοι (Κρήτη), λουπινάρια, πικροκουκιά, λυμπούσι, αγριολούπινα κλπ.
Στη Μάνη[10], που είναι ορεινή και εξαιρετικά άγονη περιοχή αλλά και στην Κρήτη, στο Άγιο Όρος, στα Δωδεκάνησα και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας τα λούπινα χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα ως τροφή των ανθρώπων, ιδίως κατά τις περιόδους των νηστειών του χριστιανικού Εορτολογίου.[3][7]
Από την αρχαιότητα το χρησιμοποιούσαν ως κατάπλασμα ως καταπραϋντικό και μαλακτικό για την αντιμετώπιση των σπυριών, των αποστημάτων και των φλεγμονών όπως τα εκζέματα και οι λειχήνες[2] . Κατά τον μεσαίωνα θεωρούσαν ότι ήταν κατάλληλο για την αντιμετώπιση των παράσιτων του εντέρου αλλά και για την αντιμετώπιση δερματικών νοσημάτων. Επίσης είναι γνωστή η χρήση του για την αντιμετώπιση των αρθριτικών και του διαβήτη, καθώς και η δράση του σαν ανθελμινθικό, εμμηναγωγό, διουρητικό και καθαρτικό[5]. Η κυανή ποικιλία του φυτού διαθέτει ηρεμιστικές ιδιότητες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε καταστάσεις αϋπνίας και υπερέντασης. Μπορεί να καταναλωθεί ακόμα με τη μορφή βάμματος ή αφεψήματος. Από το εκχύλισμα του φυτού λούπινο απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1886 από τον Ελβετό χημικό Ερνστ Σούλτζε (Ernst Schultze) η αργινίνη, που είναι ένα ημιαπαραίτητο αμινοξύ το οποίο το ανθρώπινο σώμα μπορεί να παράγει, αλλά σε περίπτωση απουσίας του μπορεί να αναπληρωθεί μέσω της διατροφής[11]. Στην ομοιοπαθητική τα λούπινα εξαιτίας των πολλών θρεπτικών του συστατικών χρησιμοποιούνται για την τόνωση του αναπνευστικού συστήματος και για την αντιμετώπιση συμπτωμάτων χρόνιας κόπωσης.
Το λούπινο είναι φυτό που ανήκει στην υποοικογένεια των ψυχανθών (Papilionoideae/Faboideae) στο γένος Lupinus. Υπάρχουν 300 είδη του φυτού και φύεται σε περιοχές της παραμεσόγειας Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Η καλλιέργεια του λούπινου στην Ελλάδα έχει εγκαταλειφθεί μιας και το θεωρούσαν ευτελές προϊόν.
Бгъэдахэщӏудзхэр (лат-бз. Lupinus) — лӏэужьыгъуэ зыбжанэу гуэша удз лъэпкъэгъущ.
Бгъэдахэщӏудзхэм яхэтщ зы гъэкӏэ, нэхъыбэкӏи къэкӏ лӏэужьыгъуэхэр. Япкъхэр занщӏэу докӏей м. 1-1,5-м нэскӏэ, я тхьэмпэ хъурей, кӏы кӏыхь зиӏэхэр 5-9-уэ зэхэтщ. Удз щхьэкӏэм гъэгъа мэ дахэ къызыкӏэриххэр, ӏэрамэ кӏыхьу зэхэту гъэмахуэм къыпедзэ. Лӏэужьыгъуэхэр зэрызэщхьэщыкӏ щытыкӏэхэм хохьэ гъэгъахэм я фэри.
Ди щӏыпӏэм ӏэрысу мыхъумэ, езыр-езыру къыщыкӏкъым. Урысеим къыщагъэкӏ зи гъагъэхэр хужьыфэ, пшэплъыфэ, къащхъуафэ бгъэдахэщӏудзхэр. Куэду щыӏэщ Хуэхуэлеим, Урысыхум, Балтикэ къэралхэм, Азэрбиджаным. Ар вагъэм щӏырагъэубыдэ, щӏыр игъэпшэрыным папщӏэ. ӏэщым ирагъэшхи къохъу. Бгъэдахэщӏудзыр щӏыпӏэ щӏыӏэтыӏэхэм нэхъыфӏыу къыщокӏ.
Хьэкъун Б. Адыгэ къэкӀыгъэцӀэхэр. ТхылътедзапӀэ «Элбрус». Налшыч 1992 гъ.
Бирæгъхъæдур[1][2] (дыгуронау Берæгъхъæдорæ[2], лат. Lupinus, уырыс. Люпин) у, хъæдурхуызты бинонтæм чи хауы, ахæм зайæгойты мыггаг.
Бирæгъхъæдур (дыгуронау Берæгъхъæдорæ, лат. Lupinus, уырыс. Люпин) у, хъæдурхуызты бинонтæм чи хауы, ахæм зайæгойты мыггаг.
Лу́бін[1][2] (Lupinus) — род расьлін зь сямейства Бабовыя. Прадстаўлены аднагадовымі і шматгадовымі травяністымі расьлінамі, паўкхмызьнячкамі, паўхмызьнякамі, хмызьнякамі. налічвае ня менш за 200 відаў.
Колеравая гама лубіну вельмі разнастайная — ад белай да пурпурова-фіялетавай. Сустракаюцца і двухколерныя камбінаваныя суквецьці. Кветкі сабраны ў вэртыкальны пэндзаль, які дасягае даўжыні 50 см. Агульная вышыня расьліны нярэдка дасягае 1-1,5 м. Плён — боб. Лубін шматгадовы на адным месцы можа расьці да 5-8 гадоў, потым губляе дэкаратыўны выгляд. Размножваюць лубін насеньнем і чаранкаваньнем.
Шырока распаўсюджаны ў Заходнім паўшар’і, ад Аляскі і Канады да Пэру і Чылі. Радзімай яго можна лічыць Міжземнамор'е. У Беларусі таксама сустракаецца паўсюль, бо марозаўстойлівы і непатрабавальны. Як і ўсе бабовыя, мае на каранёвай сыстэме калёніі клубеньчыкавых бактэрыяў, засвойвае азот з паветра і акумулюе яго ў тоўшчы грунту. Палі з лубінам здольныя назапашваць да 200 кг азоту на 1 га.
Да глеб асабліва ня патрабавальны, добра расьце на любых акультураных участках, за выключэньнем цяжкіх суглінкавых, таксама непажаданыя вільготныя тарфяныя грунты. Добра разьвіваецца на міні палянах, залітых сонечным сьвятлом. У цені выцягваецца і выглядае непрыгожа.
Лубін людзі вырошчваюць апошнія 4000[3] год. Самым першым ў культуру быў уведзены лубін белы (L. albus), які выкарыстоўваўся Старажытнай Грэцыі, Эгіпце, Рымскай імпэрыі для харчаваньня, кармоў, лекаў і ўгнаеньня. На Амэрыканскім кантынэнце быў акультураны лубін зьменлівы (L. mutabilis).
Лу́бін (Lupinus) — род расьлін зь сямейства Бабовыя. Прадстаўлены аднагадовымі і шматгадовымі травяністымі расьлінамі, паўкхмызьнячкамі, паўхмызьнякамі, хмызьнякамі. налічвае ня менш за 200 відаў.
Люпин (лат. Lupinus), бөрү буурчак – өсүмдүктөрдүн чанактуулар тукумунун уруусу. Бир жана көп жылдык чөп, чала бадал, чанда бадал. Жалбырагы демейде манжа сымал. Гүлү түркүн түстө. Люпиндин 100гө жакын (башка маалымат боюнча 200дөй) түрү эки жарым шардын мээлүүн алкагында, негизинен Түштүк жана Түндүк Америкада, Жер ортолук деңиз жээгинде, КМШ өлкөлөрүндө (5 түрү) кездешет. Ошондой эле тоюттук сары люпин эгилет. Анын жашыл массасы – малга сиңимдүү тоют. Бир га жердеги люпинден 300–400 ц жашыл масса, 15 цдей дан алынат. Көп жылдык люпиндин бийиктиги 1,5 мдей. Сабагы тик, гүлү ар кандай, суукка байымдуу. Ал көк жер семирткич катары пайдаланылат. Люпиндин айрым түрлөрү кооздук үчүн да өстүрүлөт.
Шошлой (лат. Lupinus) нь 200 гаруй зүйл цэцэгт ургамлыг багтаасан буурцагтны овгийн нэгэн төрөл. Гарал үүслийн төв нь Хойд болон Өмнөд Америк.[1] Үүслийн жижиг төвүүдэд Хойд Африк, Газрын дундадын бассейн багтана.[1][2] Шошлойн зүйлүүд нь хүнсний ба гоёл чимэглэлийн зориулалттайгаар тариалагдаж ирсэн. Шошлойн зарим зүйлүүд сүүлийн жилүүдэд ногоон бордуур ба бүрхүүл ургамлын зориулалтаар амжилттай тариалагдаж байгаа.
Шошлой төрлийг, хэсэгчлэн түүний Хойд Америкийн зүйлүүдийг Серено Ватсон (1873) гурван дэд төрөлд хуваасан: Lupinus, Platycarpos, Lupinnelus.
Ангилагдаагүй байгаа зүйлүүд:[33]
Мэдэгдэж буй гибридүүд:[33]
Шошлой (лат. Lupinus) нь 200 гаруй зүйл цэцэгт ургамлыг багтаасан буурцагтны овгийн нэгэн төрөл. Гарал үүслийн төв нь Хойд болон Өмнөд Америк. Үүслийн жижиг төвүүдэд Хойд Африк, Газрын дундадын бассейн багтана. Шошлойн зүйлүүд нь хүнсний ба гоёл чимэглэлийн зориулалттайгаар тариалагдаж ирсэн. Шошлойн зарим зүйлүүд сүүлийн жилүүдэд ногоон бордуур ба бүрхүүл ургамлын зориулалтаар амжилттай тариалагдаж байгаа.
Әсе борсаҡ(урыҫ. Люпин) — ҡуҙаҡлылар ғаиләһенә ҡараған был ырыуҙың 400-гә яҡын төрө бар. [[Сәскә]ләре нектарһыҙ була, бал ҡорттары уның һеркәһен йыя.
Тамыр системаһы формаһы буйынса үҙәк тамыр системана ҡарай. 1—2 м-ғаса тәрәнлеккә етергә мөмкин. Тамырҙарында бүлбеләр урынлашҡан. Унда азотфиксациялаусы бүлбе бактерияры Rhizobium lupini, һауанан азотты йотоп, азотлы берләшмәләр барлыҡҡа килтерә. Үҫемлек менән бүлбе бактериялары араһындағы симбиоз күренеше был. Үҫемлек — бүлбе бактериялары өсөн йәшәү мөхите һәм органик матдәләр сығанағы. Үҙ сиратында, улар үҫемлекте азот менән тәьмин итәләр.
Һабағы үлән йәки ағасланған була. Ботаҡтары тура, йәки тәрмәшеүсе булып тора.
Япраҡтары һабаҡта сиратлап урынлашҡан. Бармаҡ һымаҡ телгеләнгән ҡатмарлы япраҡтар.
Әсе борсаҡ(урыҫ. Люпин) — ҡуҙаҡлылар ғаиләһенә ҡараған был ырыуҙың 400-гә яҡын төрө бар. [[Сәскә]ләре нектарһыҙ була, бал ҡорттары уның һеркәһен йыя.