Το λούπινο είναι φυτό που ανήκει στην υποοικογένεια των ψυχανθών (Papilionoideae/Faboideae) στο γένος Lupinus. Υπάρχουν 300 είδη του φυτού και φύεται σε περιοχές της παραμεσόγειας Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Η καλλιέργεια του λούπινου στην Ελλάδα έχει εγκαταλειφθεί μιας και το θεωρούσαν ευτελές προϊόν.[1]
Το ύψος του ποικίλει από 0,80 μέχρι 1,5 μέτρα ανάλογα με την ποικιλία. Το φυτό είναι ποώδες, ορθόκλαδο, ετήσιο και αυτογόνιμο. Παρόλα αυτά με την βοήθεια εντόμων μπορεί να σταυρογονιμοποιηθεί. Έχει ριζικό σύστημα που αναπτύσσει διακλαδώσεις και μία κεντρική κατακόρυφη ρίζα. Τα φύλλα των λούπινων είναι σύνθετα παλαμοειδή και τα φυλλάρια τους εκπτύσσονται κυκλικά γύρω από την άκρη του μίσχου. Επικρατέστερες ποικιλίες που καλλιεργούνται σήμερα είναι :
Τα άνθη του μπορεί να έχουν λευκό, κίτρινο, κυανό ή και μαργαριτώδες χρώμα.[2][3] Η ποικιλία που συναντάμε στην Ελλάδα είναι το λευκό λούπινο (Lupinus albus)[1].
Για να ευδοκιμήσει η καλλιέργειά τους χρειάζεται έδαφος με περιεκτικότητα χαμηλότερη του 5% σε ασβέστιο. Ιδανικά εδάφη είναι αυτά με ph 5-7, αμμοπηλώδη και ελαφρά κοκκινοχώµατα. Είναι ιδανική καλλιέργεια για φτωχά εδάφη, χωρίς την ανάγκη ποτίσματος ή λίπανσης. Παρόλα αυτά σε αρδευόμενα χωράφια και με λίπανση, η καλλιέργεια δίνει μεγαλύτερη παραγωγή.
Η σπορά του γίνεται στις θερμότερες περιοχές το φθινόπωρο, ενώ στις βορειότερες και ορεινές στις αρχές της άνοιξης. Η σπορά μπορεί να γίνεται στα πεταχτά με το χέρι ή με μηχανή γραμμικά σε αποστάσεις που απέχουν 40-50 εκατοστά και 25 εκατοστά φυτό από φυτό σε κάθε γραμμή.
Η σπορά γίνεται στα 3 με 4 εκατοστά. Σε επικλινή εδάφη μπορεί να σπέρνονται οι σπόροι επιφανειακά χωρίς να καλύπτονται, επειδή μπορούν να φυτρώσουν με την υγρασία του εδάφους.
Τα λούπινα συλλέγονται µε θεριστική μηχανή, κατά κανόνα μέσα στον Αύγουστο, όταν το μεγαλύτερο μέρος των λοβών τους έχει αρχίσει να ωριμάζει.[2][3]
Οι κυριότερες ασθένειες που πλήττουν την καλλιέργεια του λούπινου είναι οι εξής[2]
Επίσης το λούπινο προσβάλλεται από το φουζάριο, την ριζοκτόνια.[2]
Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΗΕ καλλιεργούνται περίπου 20 εκατομμύρια στρέμματα με λούπινα σε ολόκληρο τον κόσμο, εκ των οποίων το 60% καλλιεργείται για παραγωγή σπερμάτων και το 40% για βόσκηση, χλωρή λίπανση, κ.λ.π.[4][5]
Προϊόντα από λούπινο συναντάμε κυρίως στην Ευρώπη μιας και είναι κατάλληλα για χορτοφάγους, αν και η χώρα με τις μεγαλύτερες εξαγωγές παγκοσμίως είναι η Αυστραλία.
Χώρες με καλλιέργειες λούπινων στην Ευρώπη είναι η Γερμανία, η Ολλανδία και το Βέλγιο με ετήσια παραγωγή που ξεπερνά τους 200 χιλιάδες τόνους. Παγκόσμια πρωταθλήτρια στην παραγωγή λούπινων είναι η Αυστραλία με ετήσια παραγωγή ένα εκατομμύριο τόνους και 10 εκατομμύρια στρέμματα. Παραγωγή την οποία επιθυμεί να αυξήσει με τη χρήση βελτιωμένων τεχνικών καλλιέργειας αλλά και νέων ποικιλιών του φυτού για την μελλοντική κάλυψη της ολοένα αυξανόμενης παγκόσμιας ζήτησης.[4]
Οι στρεμματικές του αποδόσεις μπορεί να είναι 250-500 κιλά /στρέμμα. Τα λούπινα μπορούν να δώσουν σύμφωνα με στοιχεία από την Γαλλία ένα ακαθάριστο ετήσιο εισόδημα της τάξεως των 300-500€ το στρέμμα και καθαρό εισόδημα 200- 400€ το στρέμμα.[5]
Το φυτό πρωτοκαλλιεργήθηκε στην Αίγυπτο. Κουβαλά ιστορία 3000 χρόνων στην Μεσόγειο και συναντάται στην Αρχαία Ελλάδα[5]. Υπάρχουν αναφορές από τον Θεόφραστο και τον Διοσκουρίδη που αναφέρονται σε αυτό με την ονομασία «θέρμος»[6][7] (ο ήμερος) και αναγνωρίζουν δύο ποικιλίες – την πικρή και τη γλυκιά. Ο Φλωρεντίνος αναφέρεται στην ωφέλεια της καλλιέργειας του λούπινου για τα χωράφια καθώς τα κάνει γόνιμα. Γεγονός που ευσταθεί, καθώς το φυτό απορροφά άζωτο από την ατμόσφαιρα και μετά το χρησιμοποιεί αλλά και το αποθηκεύει στις ρίζες του.[8]
Είναι κατάλληλο για ζωοτροφές, για λίπασμα, για βρώση αλλά και σαν καλλωπιστικό φυτό.[4]
Οι καρποί του μπορούν με την κατάλληλη επεξεργασία να γίνουν αλεύρι, λάδι, να αντικαταστήσουν το κρέας και τα αυγά ή εναλλακτικά να φαγωθούν χλωροί.[4][5]
Η διαδικασία προετοιμασίας των καρπών ώστε να γίνουν βρώσιμοι λόγω των αλκαλοειδών[9] ουσιών που περιέχουν, προϋποθέτει το βράσιμό τους μερικώς και την παραμονή τους σε θαλασσινό νερό για αρκετές ημέρες. Επίσης το ξεπίκρισμα επιτυγχάνεται με το καβούρδισμα του καρπού[3]. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, ο Γερμανός βοτανολόγος Ράινχολντ φον Σένγκμπους κατάφερε να αναπτύξει μετά από πειράματα και διασταυρώσεις, ποικιλίες λευκού και κίτρινου (ιθαγενούς στη δυτική Μεσόγειο) λούπινου (L. luteus) με σχεδόν μηδενική περιεκτικότητα σε αλκαλοειδή τις οποίες ονόμασε «γλυκές», λύνοντας έτσι το πρόβλημα ξεπικρίσματος των καρπών. Διαφορετικές ονομασίες του φυτού ανά την Ελλάδα είναι οι παρακάτω : λούμπινα, λουμπούνια, λούμπουνα, λουμπίνοι (Κρήτη), λουπινάρια, πικροκουκιά, λυμπούσι, αγριολούπινα κλπ.
Στη Μάνη[10], που είναι ορεινή και εξαιρετικά άγονη περιοχή αλλά και στην Κρήτη, στο Άγιο Όρος, στα Δωδεκάνησα και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας τα λούπινα χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα ως τροφή των ανθρώπων, ιδίως κατά τις περιόδους των νηστειών του χριστιανικού Εορτολογίου.[3][7]
Από την αρχαιότητα το χρησιμοποιούσαν ως κατάπλασμα ως καταπραϋντικό και μαλακτικό για την αντιμετώπιση των σπυριών, των αποστημάτων και των φλεγμονών όπως τα εκζέματα και οι λειχήνες[2] . Κατά τον μεσαίωνα θεωρούσαν ότι ήταν κατάλληλο για την αντιμετώπιση των παράσιτων του εντέρου αλλά και για την αντιμετώπιση δερματικών νοσημάτων. Επίσης είναι γνωστή η χρήση του για την αντιμετώπιση των αρθριτικών και του διαβήτη, καθώς και η δράση του σαν ανθελμινθικό, εμμηναγωγό, διουρητικό και καθαρτικό[5]. Η κυανή ποικιλία του φυτού διαθέτει ηρεμιστικές ιδιότητες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε καταστάσεις αϋπνίας και υπερέντασης. Μπορεί να καταναλωθεί ακόμα με τη μορφή βάμματος ή αφεψήματος. Από το εκχύλισμα του φυτού λούπινο απομονώθηκε για πρώτη φορά το 1886 από τον Ελβετό χημικό Ερνστ Σούλτζε (Ernst Schultze) η αργινίνη, που είναι ένα ημιαπαραίτητο αμινοξύ το οποίο το ανθρώπινο σώμα μπορεί να παράγει, αλλά σε περίπτωση απουσίας του μπορεί να αναπληρωθεί μέσω της διατροφής[11]. Στην ομοιοπαθητική τα λούπινα εξαιτίας των πολλών θρεπτικών του συστατικών χρησιμοποιούνται για την τόνωση του αναπνευστικού συστήματος και για την αντιμετώπιση συμπτωμάτων χρόνιας κόπωσης.
Το λούπινο είναι φυτό που ανήκει στην υποοικογένεια των ψυχανθών (Papilionoideae/Faboideae) στο γένος Lupinus. Υπάρχουν 300 είδη του φυτού και φύεται σε περιοχές της παραμεσόγειας Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Η καλλιέργεια του λούπινου στην Ελλάδα έχει εγκαταλειφθεί μιας και το θεωρούσαν ευτελές προϊόν.