Το κοράκι, ή κόρακας ή κλόκαρος (επιστ. ονομ.: Corvus corax) είναι σαρκοφάγο ξηροβατικό πτηνό της τάξης στρουθιόμορφα, μεγέθους όρνιθας (μήκος 56-69 εκατοστά) γεγονός που το κατατάσσει ως ένα από τα μεγαλύτερα μέλη της τάξης και φτάνει σε βάρος το ενάμισι κιλό. Έχει χαρακτηριστικό μαύρο πτέρωμα, με κόκκινες και γαλάζιες ανταύγειες, μαύρο ράμφος κωνοειδές και μαύρα πόδια, εξ ου και η έκφραση "μαύρος σαν το κοράκι". Ο Κόρακας ανήκει στην οικογένεια των κορακιδών, της οποίας και είναι το είδος με τη μεγαλύτερη εξάπλωση, στο γένος Corvus.
Κατασκευάζει τη φωλιά του σε κορυφές δένδρων, βουνών, σε απόκρημνα βράχια και σε απόκεντρους ψηλούς πύργους. Από εκεί κατεβαίνει στην πεδιάδα για τροφή. Γενικά είναι παμφάγο και αδηφάγο πτηνό. Τρέφεται με σάρκες που βρίσκονται σε αποσύνθεση, με ποντικούς, φίδια, έντομα, καρπούς, αυγά μικρών πουλιών και πτώματα. Ο κόρακας ζει πάντα κατά ζεύγη και μένει πιστός στη σύντροφό του μέχρι θανάτου. Τη διαλέγει στο τέλος του χειμώνα και χτίζουν μαζί τη φωλιά τους χρησιμοποιώντας ξύλα, φύλλα και πηλό, ενώ στο εσωτερικό τη στρώνουν με τρίχες και λεπτά άχυρα. Το θηλυκό γεννά 3-5 αβγά που κλωσάει 20-22 μέρες ενώ το αρσενικό φροντίζει για την τροφή. Το κοράκια μπορεί να ζήσουν έως και 21 χρόνια στη φύση.[2] Ο κόρακας γενικά ζει στα ψηλά μέρη, αλλά το χειμώνα κατεβαίνει σε μη χιονοσκεπείς περιοχές όπου υπάρχουν νερά, λίμνες, ποταμοί, γιατί εκεί βρίσκει πιο εύκολα τροφή.
Ο κόρακας εξημερώνεται πολύ εύκολα και μαθαίνει να συζεί με τον άνθρωπο σε μεγάλο βαθμό. Κατά τον Μεσαίωνα σε πολλούς Πύργους στην Ευρώπη εκτρέφονταν και διατηρούνταν κοράκια όπου σε πολλές των περιπτώσεων ήταν και προσωπικοί φύλακες των ιπποτών εκτροφέων τους.
Στην Αρχαιότητα οι αρχαίοι Έλληνες έτρεφαν ιδιαίτερη αγάπη στο πτηνό αυτό που το είχαν αφιερώσει στο θεό Απόλλωνα. Επίσης στη Γένεση αναφέρεται ως το πρώτο πτηνό που απελευθερώθηκε μετά τον κατακλυσμό το οποίο στη συνέχεια λησμόνησε και τον Νώε και την Κιβωτό του εξαιτίας των πολλών πτωμάτων ανθρώπων και άλλων ζώων που βρήκε. Έτσι ο Μωσαϊκός νόμος σύμφωνα με το Λευιτικό θεωρεί τον κόρακα "ακάθαρτο ζώο". Γενικά το κοράκι θεωρείται στις περισσότερες κουλτούρες κακός οιωνός. Χαρακτηριστικά όπως το μαύρο χρώμα του και το γεγονός ότι τρέφεται με νεκρά ζώα ,ακόμη και σε πλήρη αποσύνθεση, συνέδεσε το κοράκι με τον θάνατο και την αρρώστια.
Στις ελληνικές δημώδεις εκφράσεις κοράκια χαρακτηρίζονται μεταφορικά οι νεκροθάφτες επειδή φέρουν την ημέρα μαύρο επίσημο ένδυμα. Επίσης κοράκια είχε αποκαλέσει ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Σεραφείμ τους δημοσιογράφους. Συνηθέστερες εκφράσεις είναι:
Το πλέον διάσημο ποίημα του Αμερικανού λογοτέχνη Έντγκαρ Άλαν Πόε τιτλοφορείται "Το Κοράκι" (The Raven).
Το κοράκι, ή κόρακας ή κλόκαρος (επιστ. ονομ.: Corvus corax) είναι σαρκοφάγο ξηροβατικό πτηνό της τάξης στρουθιόμορφα, μεγέθους όρνιθας (μήκος 56-69 εκατοστά) γεγονός που το κατατάσσει ως ένα από τα μεγαλύτερα μέλη της τάξης και φτάνει σε βάρος το ενάμισι κιλό. Έχει χαρακτηριστικό μαύρο πτέρωμα, με κόκκινες και γαλάζιες ανταύγειες, μαύρο ράμφος κωνοειδές και μαύρα πόδια, εξ ου και η έκφραση "μαύρος σαν το κοράκι". Ο Κόρακας ανήκει στην οικογένεια των κορακιδών, της οποίας και είναι το είδος με τη μεγαλύτερη εξάπλωση, στο γένος Corvus.
Κατασκευάζει τη φωλιά του σε κορυφές δένδρων, βουνών, σε απόκρημνα βράχια και σε απόκεντρους ψηλούς πύργους. Από εκεί κατεβαίνει στην πεδιάδα για τροφή. Γενικά είναι παμφάγο και αδηφάγο πτηνό. Τρέφεται με σάρκες που βρίσκονται σε αποσύνθεση, με ποντικούς, φίδια, έντομα, καρπούς, αυγά μικρών πουλιών και πτώματα. Ο κόρακας ζει πάντα κατά ζεύγη και μένει πιστός στη σύντροφό του μέχρι θανάτου. Τη διαλέγει στο τέλος του χειμώνα και χτίζουν μαζί τη φωλιά τους χρησιμοποιώντας ξύλα, φύλλα και πηλό, ενώ στο εσωτερικό τη στρώνουν με τρίχες και λεπτά άχυρα. Το θηλυκό γεννά 3-5 αβγά που κλωσάει 20-22 μέρες ενώ το αρσενικό φροντίζει για την τροφή. Το κοράκια μπορεί να ζήσουν έως και 21 χρόνια στη φύση. Ο κόρακας γενικά ζει στα ψηλά μέρη, αλλά το χειμώνα κατεβαίνει σε μη χιονοσκεπείς περιοχές όπου υπάρχουν νερά, λίμνες, ποταμοί, γιατί εκεί βρίσκει πιο εύκολα τροφή.