Η Κοκκινοκαλιακούδα είναι πτηνό της οικογενείας των Κορακιδών, που απαντά κυρίως στην κεντρική Ασία, αλλά και σε απομονωμένους πληθυσμούς σε μέρη της Ευρώπης (και στον ελλαδικό χώρο) και της βόρειας Αφρικής. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Pyrrhocorax pyrrhocorax και περιλαμβάνει 8 υποείδη.[1]
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Pyrrhocorax pyrrhocorax docilis (S. G. Gmelin, 1774).[1]
Είναι είδος προσαρμοσμένο να ζει σε μεγάλα υψόμετρα, μικρότερα πάντως από εκείνα της συγγενικής κιτρινοκαλιακούδας.
Η ονομασία του γένους είναι σύνθετη ελληνική και προέρχεται από τις επί μέρους λέξεις πυρρός (= αυτός που έχει το χρώμα του πυρός, της φωτιάς) + κόραξ (=ο κόρακας, το κοράκι). Γι’ αυτό ο σωστός συλλαβισμός είναι με δύο και όχι με ένα ρ, διότι η λέξη δεν προέρχεται από το πυρ: πυρρός, -ά, -όν (αρχαιοπρ.) αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, ο ξανθοκόκκινος. [ΕΤΥΜ. αρχ. επίθ. (ήδη μυκ. ανθρωπωνύμια Pu-wo, Pu-wa, Pu-wi-no), που συνδ. με τις λ. πυρ και πυρσός (δωρ.). Σύμφωνα με την πιο ασφαλή ερμηνεία, οι τ. πυρρός και πυρσός προέρχονται από το ουσ. πυρ, αλλά παράγονται από διαφορετικά επιθήματα: πυρρός < *πυρ-Ρός (όπως επιμαρτυρούν οι τ. τής Μυκηναϊκής) < πυρ + επίθημα -Εός (πβ. πολιός < *πολι-Ρός), ενώ πυρσός < πυρ + επίθημα -σός. Η υιοθέτηση κοινού αρχικού τ. *πυρσ-Ρός δεν προσφέρει ικανοποιητικές απαντήσεις].[2]
Η ελληνική λαϊκή ονομασία έχει τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική λέξη κολοιός, αγνώστου λοιπής ετυμολογίας. Η λέξη αυτή αναφέρεται συχνά τόσο στον Αριστοτέλη όσο και στον Αριστοφάνη και πιθανότατα σήμαινε το συγκεκριμένο πουλί (βλ. Κουλτούρα). Από τη λέξη αυτή προήλθε η, μεγεθυντικής σημασίας, λέξη κάλοιακας, η οποία με το επίθημα -ούδα έδωσε τη σημερινή λέξη: ΕΤΥΜ. < κάλοιακας (+ επίθημα -ούδα,πβ. πεταλ-ούδa) < κόλοιακας < αρχ. κολοιός, ίδια σημ. (κατ' αναλογίαν προςτο κόρακας), αγν. ετύμου].[3]
Η αγγλική ονομασία του είδους chough, είναι προϊόν ονοματοποιίας και οφείλεται στην χαρακτηριστική υψίσυχνη φωνή του πτηνού.[5]
Η ελληνική λαϊκή ονομασία παραπέμπει στο χρώμα του ράμφους -και των ταρσών- του πτηνού.
Απολιθώματα του γένους βρίσκονται ήδη από τα τέλη του Πλειόκαινου της Ευρώπης,[6] στη σημερινή Ουγγαρία και Ισπανία. Όπως και η κιτρινοκαλιακούδα, υπήρξε τυπικός εκπρόσωπος της ορνιθοπανίδας της Εποχής των Παγετώνων. Λόγω της επέκτασης των δασών κατά την Ολόκαινο Περίοδο εξαφανίστηκε σε μεγάλο βαθμό από τα εύκρατα γεωγραφικά πλάτη. Η ανάκαμψη άρχισε με την κτηνοτροφία και τη δημιουργία ανοικτών χώρων που προσφέρουν στα πτηνά πηγές διατροφής σε μορφή ξηρού χόρτου. Αρχειακές καταγραφές δείχνουν ότι η κοκκινοκαλιακούδα, στις αρχές του 16ου αιώνα, επεκτεινόταν σε πολύ μεγαλύτερο ευρωπαϊκό χώρο από ό, τι σήμερα. Με την εντατικοποίηση της γεωργίας και της επακόλουθης μείωσης των ζώων βοσκής, κυρίως των προβάτων, κατά τον 19ο αιώνα, εξαφανίστηκε από πολλές θέσεις της «πατρογονικής» ευρωπαϊκής επικράτειας αναπαραγωγής της. Η δίωξη από τον άνθρωπο, συνέβαλε πολύ σε αυτή την εξέλιξη. Έτσι, το είδος εξαφανίστηκε από πολλά μέρη των Άλπεων, τις Βρετανικές Νήσους (μέχρι το 2000, περίπου) και αλλού. Αντίθετα, το είδος παρέμεινε στην Ασία, κυρίως λόγω έλλειψης όχλησης και επειδή η βόσκηση είναι ακόμη ευρέως διαδεδομένη.
Η κοκκινοκαλιακούδα περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο ως Upupa Pyrrhocorax, στο περίφημο έργο του Systema Naturae το 1758.[7] Μεταφέρθηκε στο σημερινό του γένος, Pyrrhocorax, από τον Άγγλο ορνιθολόγο Marmaduke Tunstall το 1771 στο έργο του Ornithologia Britannica,[8] μαζί με το μοναδικό άλλο μέλος του γένους, την Κιτρινοκαλιακούδα, P. graculus.[9] Οι πιο στενοί συγγενείς τους θεωρείτο παλαιότερα ότι, ήσαν τα κορακοειδή του γένους Corvus, ειδικά οι κάργιες,[10] αλλά οι αναλύσεις DNA του κυτοχρώματος β δείχνουν ότι το γένος Pyrrhocorax, μαζί με το γένος Temnurus, είχαν αποκλίνει νωρίς από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας Corvidae.[11]
Τα υποείδη της κοκκινοκαλιακούδας κατανέμονται σε μια σχετικά στενή και κατακερματισμένη ζώνη που μοιάζει πολύ με εκείνην της συγγενικής κιτρινοκαλιακούδας. Συγκεκριμένα, εκτείνεται κατά μήκος των ορέων της νότιας Παλαιαρκτικής, με δυτικότερο όριο την Ιβηρική Χερσόνησο και τη ΒΔ. Αφρική και, ανατολικότερο όριο, την Α. Κίνα και τη Β. Ινδοκίνα.
Στην Ευρώπη, η κατανομή είναι έντονα κατακερματισμένη, με πληθυσμούς απομακρυσμένους μεταξύ τους, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ιβηρική, στην Ιταλία και στα Βαλκάνια. Απαντά ακόμη στις δυτικές Άλπεις, αλλά όχι στις ανατολικές.
Η Ασία, αποτελεί την κυριότερη επικράτεια του είδους, με τα εκεί υποείδη να συγκροτούν μια «συμπαγή» δομή, σε ευρεία ζώνη που αρχίζει από τη Μικρά Ασία και φθάνει ανατολικά μέχρι τη Σινική Θάλασσα.
Στην Αφρική, τέλος, απαντά στον μαροκινό Άτλαντα και στην Αλγερία, κυρίως όμως σε δύο -κατ’ άλλους ερευνητές, τέσσερις- απομονωμένους πληθυσμούς στην Αιθιοπία (βλ. Γεωγραφική κατανομή]], που συγκροτούν ενδημικό υποείδος.
Πηγές:[1][5][9][12][13][14][15][16][17][18][19][20]
(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)
Η κοκκινοκαλιακούδα είναι ένα τυπικό μη-μεταναστευτικό είδος, με υψηλά ποσοστά ενδημισμού. Σε όλες σχεδόν τις περιοχές της επικρατείας της, ζει και αναπαράγεται μόνιμα, καθ’όλη τη διάρκεια του έτους.
Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Βέλγιο, το Γιβραλτάρ, την Βουλγαρία, την Ουγγαρία, την Σλοβακία, την Αίγυπτο και την Κορέα.[21]
Στην Ελλάδα, η κοκκινοκαλιακούδα είναι επιδημητικό είδος, απαντά δηλαδή μόνιμα στις ορεινές περιοχές όλης της χώρας, αλλά είναι περιορισμένο τοπικά και δεν είναι εύκολο να την συναντήσει κάποιος.
Η κοκκινοκαλιακούδα είναι ένα τυπικό πτηνό μεγάλου υψομέτρου, αφού ο κύριος οικότοπος του είδους είναι τα ψηλά βουνά. Απαντά μεταξύ 2.000 και 2.500 μέτρων στη Β. Αφρική και, κυρίως, μεταξύ 2.400 και 3.000 μ. στα Ιμαλάια. Σε αυτή την οροσειρά φθάνει μέχρι και τα 6.000 μ. το καλοκαίρι, ενώ έχει καταγραφεί στα 7.950 μ. στο όρος Έβερεστ.[9] Συνήθως, διαχειμάζει χαμηλότερα, στα 1450-2135 μ., στα «αλπικά» λιβάδια.[22] Ωστόσο, δεν φθάνει στα υψόμετρα της συγγενικής της κιτρινοκαλιακούδας,[23] ιδιαίτερα όταν αναπαράγεται, διότι εκείνη εμφανίζει διατροφή καλύτερα προσαρμοσμένη σε μεγαλύτερα υψόμετρα.[24]
Στην Ιρλανδία, την Μεγάλη Βρετανία και την Βρετάνη αναπαράγεται επίσης στις παράκτιες βραχώδεις ακτές, αναζητώντας την τροφή της στις προσκείμενα λιβάδια χαμηλής βλάστησης, 2-4 εκ. ύψους (machair). Στο παρελθόν υπήρξε ακόμη πιο διαδεδομένη στις ακτές, αλλά περιορίστηκε λόγω της απώλειας των εξειδικευμένων της οικοτόπων.[25][26]
Στην Ελλάδα, οι κύριοι οικότοποι περιλαμβάνουν γκρεμούς και πλαγιές απότομων βράχων, σε απρόσιτες ορεινές θέσεις,[27] σε υψόμετρο που κυμαίνεται από 1.000 μέχρι 2.300 μ., σχεδόν αποκλειστικά στους υψηλότερους ορεινούς όγκους της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Κρήτης (Handrinos & Akriotis 1997, Delestrade 1998, Ξηρουχάκης & Δρετάκης 2006). Τον χειμώνα παρατηρείται και σε χαμηλότερο υψόμετρο (μέχρι τα 400 μ.), ακόμη και κοντά σε καλλιέργειες, ειδικά σε περιόδους έντονης κακοκαιρίας. Ο βιότοπος τροφοληψίας της περιλαμβάνει βραχώδεις εκτάσεις με χέρσα χωράφια, αλπικά λιβάδια με απότομα διάσπαρτα βράχια, οροπέδια και ορεινούς βοσκότοπους με αραιή φυτοκάλυψη.[28]
Η κοκκινοκαλιακούδα, γενικά, είναι ένα μέσου μεγέθους κορακοειδές που, μπορεί να μην είναι εύκολο να παρατηρηθεί, λόγω του απρόσιτου των βιοτόπων της, αλλά είναι από τα ευκολότερα πτηνά, στην αναγνώριση πεδίου, δεδομένου ότι είναι το μοναδικό κορακοειδές με καρμινοκόκκινο ράμφος και κοκκινωπά κάτω άκρα (ταρσοί και πόδια). Ωστόσο, από κάποια απόσταση, επειδή δεν διακρίνονται αυτά τα χαρακτηριστικά, μοιάζει με την κιτρινοκαλιακούδα, ενώ σε σχέση με το κοράκι είναι σημαντικά μικρότερη σε μέγεθος. Κατά την πτήση, είναι διακριτές οι σχετικά τετραγωνισμένες πτέρυγες και η, επίσης, τετραγωνισμένη ουρά της. Όταν οι πτέρυγες είναι κλειστές, τα πρωτεύοντα ερετικά φθάνουν σχεδόν εκεί όπου τελειώνει η ουρά (στην κιτρινοκαλιακούδα, η ουρά προεξέχει σαφώς σε σχέση με τα πρωτεύοντα).[29]
Χαρακτηρίζεται από το κόκκινο, μυτερό και αρκετά καμπυλωτό ράμφος της, αρκετά μεγαλύτερο και κυρτότερο σε σύγκριση με εκείνο της κιτρινοκαλιακούδας (P. graculus). Στη βάση του ράμφους υπάρχουν πολλές, κοντές σμήριγγες, οι οποίες μόλις που καλύπτουν τα ρουθούνια. Επίσης, κατά την πτήση, τα πρωτεύοντα ερετικά πτερά φαίνονται να εξέχουν από την πτέρυγα περισσότερο. Το πτέρωμά της είναι στιλπνό μαύρο με κάποια ελαφρά, ιριδίζουσα πρασινωπή απόχρωση, ενώ κάποια υποείδη διαθέτουν απαλή μπλε απόχρωση στα φτερά τους. Με το πέρασμα του χρόνου το πτέρωμα χάνει τη στιλπνότητά του, έως ότου ακολουθήσει η επόμενη έκδυση (moult). Η ίριδα είναι σκούρα καφεκόκκινη και τα νύχια μαύρα.
Τα δύο φύλα είναι παρόμοια, με τα θηλυκά λίγο μικρότερα σε μέγεθος, αλλά αυτό είναι δυσδιάκριτο από απόσταση. Οι ενήλικες μπορούν να ξεχωρίσουν με παρατήρηση στο χέρι (sic), από το μήκος πτέρυγας, ταρσού και ράμφους, σε ακραίες μετρήσεις. Για παράδειγμα, το ράμφος των αρσενικών ατόμων είναι γύρω στα 65 χιλιοστά, ενώ των θηλυκών, γύρω στα 50 χιλιοστά. Ωστόσο, αυτό είναι αδύνατον να διαπιστωθεί στην παρατήρηση πεδίου.[30]
Τα νεαρά άτομα έχει λιγότερο στιλπνό πτέρωμα από τους ενήλικες, ενώ διαθέτουν σημαντικά μικρότερο κίτρινο ράμφος -που σταδιακά γίνεται πορτοκαλί- [31] και ροζ πόδια μέχρι το 1ο τους φθινόπωρο.[9] Επίσης, η ίριδα των οφθαλμών είναι κατάμαυρη και τα νύχια των ποδιών σκούρα καφέ.[30][32]
Υπάρχει η θεωρία ότι το μέγεθος των υποειδών αυξάνεται, από τα δυτικά προς τα ανατολικά, ακολουθώντας τον Κανόνα του Μπέργκμαν, που υποστηρίζει ότι το μέγεθος αυξάνεται παράλληλα με το υψόμετρο και τη μείωση της θερμοκρασίας (τα ασιατικά υποείδη ζουν σε υψηλότερες και ψυχρότερες περιοχές).[9][23] Ωστόσο, οι επί μέρους μετρήσεις δίνουν, κάποιες φορές, μια διαφορετική εικόνα. Για παράδειγμα, αν και οι κινεζικοί πληθυσμοί είναι κατά μέσο όρο μεγαλύτεροι σε μέγεθος από τους ευρωπαϊκούς, έχουν εν τούτοις κοντύτερα πόδια και ράμφος.[33][34] (Πηγές:[22][35][36][37][38][27][39][29][31][30][40])
(Για τα Υποείδη, βλ. Γεωγραφική κατανομή, το Μήκος σε χιλιοστά, το Βάρος σε γραμμάρια Πηγή: Cramp & Perrins 1994, pp. 105–120)
Η κοκκινοκαλιακούδα θα μπορούσε να καταταγεί στα παμφάγα κορακοειδή με, τόσο ζωϊκή, όσο και φυτική ύλη στο διαιτολόγιό της. Η φυσιολογία του στομαχιού της δείχνει ότι ανήκει στους οργανισμούς που καταναλώνουν μάλλον μαλακή, πλούσια σε υγρά, τροφή. Η λεία του είδους αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από έντομα, αράχνες, σαλιγκάρια, σκουλήκια [31] και άλλα ασπόνδυλα που λαμβάνονται από το έδαφος, με τα μυρμήγκια, ίσως, το πιο σημαντικό θήραμα.[9] Οι κοκκινοκαλιακούδες του υποείδους της Κ. Ασίας P. p. centralis συνηθίζουν να ανεβαίνουν στη ράχη των άγριων ή οικόσιτων θηλαστικών και να τρέφονται με παράσιτα.[41] Αν και τα ασπόνδυλα αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής τους, μπορούν να τραφούν και με φυτικό υλικό, συμπεριλαμβανομένων πεσμένων σπερμάτων από δημητριακά, ιδιαίτερα με την έλευση του φθινοπώρου. Μάλιστα, στα Ιμαλάια έχει αναφερθεί ότι προκαλούν ζημιές στις καλλιέργειες κριθαριού διαρρηγνύοντας τους καρπούς για να πάρουν τα σπέρματα.[9] Στις ακτές, συνηθίζουν να αρπάζουν τα αβγά από τις φωλιές των πουλιών που φωλιάζουν στην περιοχή.[37] Τέλος, αντίθετα με την κιτρινοκαλιακούδα, δεν δέχονται ανθρώπινη «τεχνητή» τροφή, όπως ψωμιά, γλυκά κ.λ.π.[42]
Τα προτιμώμενα ενδιαιτήματα αναζήτησης τροφής είναι εκείνα με χαμηλή βλάστηση, που δημιουργούνται από τη βόσκηση, π.χ. από τα πρόβατα και τα κουνέλια, οι αριθμοί των οποίων συνδέονται με την αναπαραγωγική επιτυχία του είδους. Μπορεί, επίσης, να προκύψουν κατάλληλες περιοχές σίτισης, εκεί όπου η ανάπτυξη των φυτών παρεμποδίζεται από την έκθεση σε ρεύματα ανέμου κορεσμένα με αλάτι, ή σε φτωχά εδάφη.[43][44]
Η κοκκινοκαλιακούδα χρησιμοποιεί το μεγάλο, καμπυλωτό ράμφος της για να συλλάβει μυρμήγκια, σκαθάρια και μύγες από την επιφάνεια, ή για να σκάψει για προνύμφες και άλλα ασπόνδυλα. Το τυπικό βάθος που ψάχνει είναι στα 2-3 εκατοστά, που σημαίνει ότι σιτίζεται σε εδάφη με λεπτή επιφάνεια και στα βάθη όπου διαβιούν πολλά ασπόνδυλα, είναι όμως ικανή να διατρυπήσει το έδαφος ακόμη και σε βάθος 10-20 εκ., εάν παραστεί ανάγκη.[45][46] Επίσης, θα αναζητήσει στιγμιαία τη λεία της σε δένδρα ή θάμνους, μόνον όταν δεν βρίσκει αλλού τροφή. Πίνει νερό πολύ συχνά, ιδιαίτερα όταν καταναλώνει σκληρή ή κολλώδη λεία.
Όταν τα δύο είδη καλιακούδας εμφανίζονται μαζί, υπάρχει μόνο περιορισμένος ανταγωνισμός για τροφή. Ιταλική μελέτη έδειξε ότι, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, η διατροφή για την κοκκινοκαλιακούδα ήταν σχεδόν αποκλειστικά βολβοί γκάγκεας (Gagea sp.), ενώ η κιτρινοκαλιακούδα στρεφόταν σε βατόμουρα και καρπούς τριανταφυλλιάς. Επίσης, τον Ιούνιο, οι κοκκινοκαλιακούδες τρέφονται με προνύμφες Λεπιδοπτέρων, ενώ οι κιτρινοκαλιακούδες με νύμφες Τιπουλίδων. Αργότερα, μέσα στο καλοκαίρι, οι κιτρινοκαλιακούδες καταναλώνουν κυρίως ακρίδες, ενώ οι κοκκινοκαλιακούδες, νύμφες Τιπουλίδων, προνύμφες Διπτέρων και σκαθάρια.[24]
Η πτήση της κοκκινοκαλιακούδας είναι ισχυρή αλλά ταυτόχρονα ντελικάτη,[38], κατά την οποία διακρίνονται τα πρωτεύοντα ερετικά να εξέχουν από την πτέρυγα και να διαχωρίζονται καλά μεταξύ τους (λιγότερο διαχωρισμένα στην κιτρινοκαλιακούδα), ενώ και η ουρά εμφανίζεται σχετικά κοντή (σχέση μήκους/πλάτους, σχεδόν 1:1). Πολύ συχνά γυροπετάει (soaring).[38][39]
Η κοκκινοκαλιακούδα φημίζεται για τις εναέριες «καταδύσεις» και τους επιδέξιους ελιγμούς της που, πολλές φορές, συνοδεύονται από ακροβατικές κινήσεις. Έχει την ικανότητα να εκτελεί κάθετη εφόρμηση μέχρι 100 χλμ/ώρα, με διπλωμένες τις πτέρυγες, ή ανάποδη πτήση με περιστροφή του σώματος γύρω από τον εαυτό της και άρθρωση χαρακτηριστικής στριγγής κραυγής. Επίσης, είναι από τα λίγα πτηνά που μπορούν να κερδίζουν ύψος εντελώς κάθετα προς την επιφάνεια του εδάφους. Τα ακροβατικά αυτά έχουν, πολύ εύστοχα, παρομοιαστεί με εκείνα που εκτελούν οι πιλότοι των παλαιών διπλάνων.[29]
Γενικά, η κοκκινοκαλιακούδα θεωρείται αρκετά προσιτή και δεν φαίνεται ιδιαίτερα δειλό πτηνό, ενώ είναι κοινωνικό είδος σχηματίζοντας μικρές αγέλες,[27] εκτός από την περίοδο αναπαραγωγής.[29] Αυτό μπορεί να συμβεί καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, αλλά κυρίως στην Ευρώπη το Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, όταν τα νεαρά πτηνά ενταχθούν στο κοπάδι. Ωστόσο, στο Νεπάλ και στην ευρύτερη περιοχή των Ιμαλαΐων, μπορεί να σχηματίζει κοπάδια που αριθμούν εκατοντάδες άτομα.[22] Συχνά, κινεί νευρικά τις πτέρυγες και την ουρά της, όταν αρθρώνει διάφορα καλέσματα εν στάσει. Αντίθετα με άλλα κορακοειδή, δεν ανεβαίνει σχεδόν ποτέ σε δένδρα ή θάμνους, προτιμώντας το έδαφος, όπου είναι πολύ «νευρική» και κινητική, μετακινούμενη με βάδισμα, τρέξιμο ή μικρά τριπλά άλματα.[39][48]
Οι κοκκινοκαλιακούδες είναι σε θέση να αναπαράγονται από την ηλικία των τριών ετών αν και η ηλικία της πρώτης αναπαραγωγής είναι μεγαλύτερη στους μεγάλους πληθυσμούς.[49] Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ κάθε χρόνο, από τα τέλη Απριλίου μέχρι τις αρχές Μαΐου, αλλά κάποιες φορές υπάρχει και δεύτερη ωοτοκία, μόνον όμως σε περίπτωση που χαθεί η πρώτη.[50] Τα ζευγάρια εμφανίζουν ισχυρό δεσμό, από τη στιγμή που είναι επιτυχής η πρώτη ωοτοκία.[51] Φωλιάζει μοναχικά, αλλά μπορεί να σχηματίζει μικρές αποικίες, μερικές φορές μαζί με την κιτρινοκαλιακούδα, ιδιαίτερα όταν οι καλές θέσεις είναι περιορισμένες.[29]
Η ογκώδης φωλιά αποτελείται από ρίζες και βλαστούς από ρείκια, αγκαθωτά ψυχανθή (Ulex sp. ) ή άλλα φυτά και είναι επενδεδυμένη με μαλλί ή τρίχες.[23] Στην Κ. Ασία, μάλιστα, οι τρίχες μπορούν να αποκόπτονται από το τρίχωμα των οικόσιτων θηλαστικών, όπως του Hemitragus jemlahicus.[41] Η φωλιά είναι κατασκευασμένη σε μια σπηλιά ή σχισμή, σε βράχο ή ορθοπλαγιά, μερικές φορές σε λαγούμια άλλων ζώων, σε ορεινές τοποθεσίες αλλά και κοντά στην ακτή, ανάλογα με τον οικότοπο του πτηνού.[23][50] Εάν το πέτρωμα είναι μαλακός ψαμμίτης, τα πουλιά μπορούν να σκάβουν τρύπες σχεδόν μέχρι ένα (1) μέτρο βάθος.[52] Επίσης, μπορούν να χρησιμοποιηθούν παλαιά κτήρια, ενώ τα μοναστήρια στο Θιβέτ αποτελούν πολλές φορές χώρους φωλιάσματος, όπως και σύγχρονα κτήρια στις πόλεις της Μογγολίας, συμπεριλαμβανομένης της πρωτεύουσας Ουλάν Μπατόρ.[9] Δυνατόν να χρησιμοποιούνται και άλλες «τεχνητές» θέσεις, όπως λατομεία και ορυχεία, όπου αυτά είναι διαθέσιμα.[53] Η φωλιά κατασκευάζεται και από τους δύο εταίρους, σε 2-4 εβδομάδες.[50]
Η γέννα αποτελείται συνήθως από 3-4 αβγά (σπανίως 2 ή μέχρι 7),[54] διαμέτρου 40,6Χ28,7 χιλιοστών και βάρους 15,7 γραμμαρίων, περίπου, εκ των οποίων το 6% είναι κέλυφος.[54][55] Το μέγεθος των αβγών είναι ανεξάρτητο από το μέγεθος της ωοτοκίας και την θέση της φωλιάς, αλλά μπορεί να ποικίλλει μεταξύ των διαφορετικών θηλυκών.[56]
Η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του 1ου αβγού, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό, ενώ το αρσενικό την εφοδιάζει με τροφή, διαρκεί δε 17-23 ημέρες -συνήθως 18 με 19- , περίπου.[37][54] Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι, γεννιούνται δηλαδή ανήμποροι και χρειάζονται για καιρό την προστασία των γονέων τους, σε αντίθεση με εκείνους της κιτρινοκαλιακούδας, που διαθέτουν ήδη ένα πυκνό κάλυμμα από υποτυπώδεις τρίχες.[57] Τη σίτισή τους αναλαμβάνει το θηλυκό για 2-3 εβδομάδες, με τροφή που φέρνει το αρσενικό. Αφήνουν τη φωλιά στις 38 ημέρες, περίπου, αλλά παραμένουν κοντά στους γονείς του για 3-4 εβδομάδες ακόμη.[54]
Τα νεαρά άτομα επιζούν σε ποσοστό 43% μέχρι το 1ο έτος ζωής τους, και ο ετήσιος ρυθμός επιβίωσης των ενηλίκων είναι περίπου 80%. Η μέση διάρκεια ζωής κυμαίνεται, περίπου, στα 7 χρόνια,[58] αν και έχει καταγραφεί ηλικία 17 ετών.[45] Η θερμοκρασία και η βροχόπτωση κατά τους μήνες που προηγούνται της αναπαραγωγής, φαίνεται να σχετίζονται με τον αριθμό των νεοσσών που αποκτούν το πρώτο πτέρωμα κάθε χρόνο, καθώς και με το ποσοστό επιβίωσής τους. Οι νεοσσοί που αναπτύσσουν το πρώτο πτέρωμα υπό καλές συνθήκες, είναι πιο πιθανό να επιβιώσουν μέχρι την ηλικία αναπαραγωγής και, έχουν μπροστά τους περισσότερα έτη για να αναπαραχθούν, σε σχέση με εκείνους που ανέπτυξαν το πρώτο πτέρωμα υπό κακές συνθήκες.[49]
Οι κυριότεροι φυσικοί θηρευτές της κοκκινοκαλιακούδας είναι ο πετρίτης, ο χρυσαετός και ο μπούφος, ενώ την φωλιά της λεηλατεί συχνά το κοράκι.[59]"Release Update December 2003" (PDF). Operation Chough. Retrieved June 2014[60][61] Επίσης, η κοκκινοκαλιακούδα αποτελεί ένα από τα είδη-ξενιστές πάνω στα οποία παρασιτεί ο κισσόκουκος (Clamator glandarius).[62]
Πολλά άτομα μπορούν επίσης να φέρουν ακάρεα, αλλά μια μελέτη που έγινε για το άκαρι Gabucinia delibata, που παρασιτεί στο πτέρωμα των νεαρών πτηνών, λίγους μήνες μετά την ανάπτυξη του πρώτου φτερώματος όταν ενταχθούν στις αποικίες, έδειξε ότι το συγκεκριμένο παράσιτο βελτιώνει στην πραγματικότητα την σωματική κατάσταση του ξενιστή του. Είναι πιθανό ότι τα ακάρεα ενισχύουν την φυσιολογική υγιεινή του πτερώματος αποτρέποντας την ανάπτυξη παθογόνων παραγόντων.[44] Ταυτόχρονα ενισχύει τα άλλα «μέτρα προστασίας» του πτερώματος, όπως είναι η ηλιοθεραπεία και η τριβή του πτερώματος με μυρμήκια (sic!), των οποίων το –τοξικό- μυρμηκικό οξύ θανατώνει τους παθογόνους μικροοργανισμούς.[9]
Tο είδος, συνολικά, δεν θεωρείται ότι προσεγγίζει τα κατώτατα όρια του κριτηρίου μείωσης για τον παγκόσμιο πληθυσμό της IUCN Red List (δηλαδή, μείωση κατά περισσότερο από 30%, μέσα σε δέκα χρόνια ή τρεις γενεές), και ως εκ τούτου αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[21]
Ωστόσο, οι ευρωπαϊκές επικράτειες έχουν μειωθεί και κατακερματιστεί λόγω της απωλείας των παραδοσιακών μεθόδων κτηνοτροφίας, της δίωξης και, ίσως, όχλησης στην αναπαραγωγή και το φώλιασμα, αν και οι αριθμοί στη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Ιρλανδία μπορεί τώρα να έχουν σταθεροποιηθεί.[23] Από τους άλλους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς μόνο στην Ισπανία το είδος εξακολουθεί να είναι διαδεδομένο. Στις άλλες περιοχές αναπαραγωγής οι επικράτειες είναι αποσπασματικές και μεμονωμένες, γι’ αυτό και το είδος έχει χαρακτηριστεί ως Ευάλωτο (VU) στην Ευρώπη. Γι’ αυτό, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, η κοκκινοκαλιακούδα αποτελεί το αντικείμενο πολλών προγραμμάτων διατήρησης και προστασίας.
Μια μικρή ομάδα από άγριες κοκκινοκαλιακούδες έφτασε από την ηπειρωτική Ευρώπη στην Κορνουάλη, το 2001 και, μάλιστα, φώλιασε μέσα στο επόμενο έτος. Αυτή ήταν η πρώτη καταγραφή αναπαραγωγής του είδους στη Βρετανία, από το 1947, και μια σταδιακή αύξηση του πληθυσμού έχει παρατηρηθεί έκτοτε, κάθε επόμενο έτος.[63]
Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Ρωσία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Ελλάδα.[64]
Το πτηνό αναφέρεται ήδη στον Αριστοτέλη και τον Αριστοφάνη με γλαφυρό τρόπο, που σημαίνει ότι ήταν πολύ γνωστό στην αρχαία Ελλάδα, και το χρησιμοποιούσαν ως βασικό θέμα για τα γνωμικά και τις παροιμίες τους. Βέβαια, δεν είναι καθορισμένο ποιο από τα δύο είδη εννοούσαν στις αναφορές τους, αυτό όμως, έχει μικρή σημασία διότι μοιάζουν μεταξύ τους.
Στην ελληνική μυθολογία, η κοκκινοκαλιακούδα, επίσης γνωστή ως «κοράκι της θάλασσας», θεωρείτο ιερό πτηνό του Κρόνου και κατοίκησε στο «ευλογημένο νησί» της Καλυψούς.[66]
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η κοκκινοκαλιακούδα συνδέεται από τα αρχαία χρόνια με την Κορνουάλη, και εμφανίζεται στον θυρεό της.[67] Σύμφωνα με τον μύθο, ο Βασιλιάς Αρθούρος δεν πέθανε μετά την τελευταία του μάχη, αλλά η ψυχή του «μετανάστευσε» στο σώμα μιας κοκκινοκαλιακούδας και, το κόκκινο χρώμα του ράμφους και των ποδιών του πτηνού, προέρχονται από το αίμα αυτής της τελευταίας μάχης.[68] Γι’ αυτό, ήταν γρουσουζιά να σκοτώνει κάποιος μια κοκκινοκαλιακούδα,[66] ενώ η παράδοση υποστηρίζει, επίσης, ότι μετά την τελευταία αναχώρηση από την Κορνουάλη, τότε η επιστροφή της, θα σηματοδοτήσει την επιστροφή του Βασιλιά Αρθούρου.[69]
Στην εραλδική, απεικονίζεται στο οικόσημο του Τόμας Μπέκετ (Thomas Becket), Αρχιεπισκόπου του Κάντερμπερι, αλλά και την πόλη του Κάντερμπερι, λόγω της σύνδεσής του με αυτόν.[70]
Στον ελλαδικό χώρο η Κοκκινοκαλιακούδα απαντά και με την ονομασία Κορωνοπούλι (Ταΰγετος) [71] Άλλες λόγιες ονομασίες είναι: Πυρροκόραξ ο ερυθρόραμφος, Πυρροκόραξ ο γνήσιος, Κορώνη η ειναλία [71]
i. ^ Η λόγια ονομασία του είδους «ερυθρόραμφος» [71] είναι τεχνητή και δεν αντιστοιχεί στην λατινική «pyrrhocorax», ωστόσο χρησιμοποιείται κατ’ αντιστοιχίαν της απόδοσης «κιτρινόραμφος», για τη συγγενική κιτρινοκαλιακούδα (βλ. Ονοματολογία)
Η Κοκκινοκαλιακούδα είναι πτηνό της οικογενείας των Κορακιδών, που απαντά κυρίως στην κεντρική Ασία, αλλά και σε απομονωμένους πληθυσμούς σε μέρη της Ευρώπης (και στον ελλαδικό χώρο) και της βόρειας Αφρικής. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Pyrrhocorax pyrrhocorax και περιλαμβάνει 8 υποείδη.
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Pyrrhocorax pyrrhocorax docilis (S. G. Gmelin, 1774).
Είναι είδος προσαρμοσμένο να ζει σε μεγάλα υψόμετρα, μικρότερα πάντως από εκείνα της συγγενικής κιτρινοκαλιακούδας.